Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Είναι ένα αίσθημα που σε κυκλώνει, που σε διεκδικεί ολόκληρο. Μουλιάζεις μέσα του. Νιώθεις πως περνά σε όλους σου τους πόρους. Πως γίνεσαι ένα με αυτό. Πως ταυτίζεσαι σε τέτοιο βαθμό ώστε να κατοικείς μέσα του. Δεν νιώθεις την εγκατάλειψη, δεν νιώθεις καν εγκαταλελειμμένος. Νιώθεις πως είσαι η ίδια η εγκατάλειψη. Ένα τυχαίο πανάκι στους ανέμους της μοίρας. Σε παίρνει πάνω από τον κόσμο. Και συ τον κοιτάς παρασυρμένος. Τον κόσμο. Τον κόσμο να καίγεται.
Όλο και περισσότερο, έχεις την αίσθηση πως το κράτος ταυτίζεται με μια φυσική καταστροφή. Ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων που δεν βγάζει πουθενά. Αν σε βρει η φωτιά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να γίνει. Το σπίτι σου θα καεί. Αν αρρωστήσεις και δεν έχεις λεφτά, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να γίνει. Το ασθενοφόρο δεν θα φτάσει στην ώρα του, το νοσοκομείο δεν θα έχει θέσεις, τα φάρμακα θα είναι πολύ ακριβά.
Η κοινωνία έχει χάσει το δίχτυ ασφάλειάς της. Και όσο πιο έντονη είναι η συνθήκη, τόσο πιο έντονα θα το νιώσει. Δεν υπάρχει κάποιος να μεριμνά, δεν υπάρχει άλλη βοήθεια από αυτή που μπορούν να εξασφαλίσουν οι δυνάμεις σου. Είναι μια συνθήκη που διαπερνά την κάθε πτυχή της καθημερινότητας, τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις. Αβοήθητος. Αβοήθητοι. Σαν κάποιος να προσπαθεί να σε διδάξει με τον πιο βίαιο τρόπο πως είσαι μόνος. Ανάμεσα σε μόνους.
Η συνθήκη που ζούμε μας κατακλύζει. Ο υπερθετικός αυτός της ζέστης, που αδειάζει τους δρόμους και περιορίζει τις ανάσες. Η συνθήκη αυτή που γίνεται αντιληπτή με κάθε πόρο του δέρματος. Η επιθετικότητα του κλίματος ως σώμα που αντικαθιστά το σώμα σου. Οι κλιματιζόμενες παύσεις σου δεν το αναιρούν. Οι περιφρουρημένες στιγμές σου δεν σου επιτρέπουν να ξεχαστείς. Είναι πάντοτε εκεί και σε περιμένει. Σαν μια πραγματικότητα που δεν επιτρέπει υπεκφυγές.
Οι πυρκαγιές είναι η πιο βίαιη έκφραση αυτής της εγκατάλειψης. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι αποτύπωση. Παρατημένων κοινωνιών που εμπεριέχουν την καταστροφή ως στοιχείο της ταυτότητάς τους. Δεν είναι η κλιματική αλλαγή. Είναι η έλλειψη ετοιμότητας των κοινωνιών που τη δημιούργησαν. Η φωτιά που καίει, αναπαριστά τις συλλογικές μας τύχες. Την εξαφάνιση με όρους τύχης, τη διάλυση με όρους προειλημμένης απόφασης.
Δεν είναι όμως ούτε η τύχη, ούτε η μοίρα. Είναι οι ανθρώπινες επιλογές. Οι τρόπο με τους οποίους επιλέγουμε συλλογικά να στήνουμε την πραγματικότητά μας. Δεν έχει κάποιο νόημα στη δεδομένη στιγμή να μιλάμε για ενόχους, να δείχνουμε με το δάχτυλο. Αυτό που έχει σημασία, είναι να αναδείξουμε πως στοιχεία που δημιουργούν το πρόβλημα εμπεριέχουν και τη μόνη απάντηση σε αυτό. Τη συλλογική χειρονομία. Αν υπάρχει ένας τρόπος η κοινωνία αυτή να σταθεί όρθια, αυτός είναι η αλληλεγγύη. Η αντικατάσταση της απουσίας του κράτους από την ανθρώπινη πρωτοβουλία. Η βοήθεια χωρίς αντάλλαγμα, η αντιστροφή της εγκατάλειψης και η κατάφαση στο πραγματικά κοινωνικό. Εκεί βρίσκεται η μόνη απάντηση στο καθημερινό αδιέξοδο, εκεί βρίσκεται το διαφορετικό παράδειγμα για μια κοινωνία που με δυσκολία πια ανασαίνει.