«Η ρίζα του κακού»
Η νεαρή Στεφάν, εργάτρια σε παρασκευαστήριο ψαριών, φτάνει σε ένα νησί με σκοπό να επανασυνδεθεί με τον πατέρα της Σερζ. Ο πλούσιος Σερζ ζει σε μια πολυτελή έπαυλη με την ιδιόρρυθμη σύζυγό του Λουίζ, τη δεύτερη κόρη του Ζορζ, που ασχολείται με τις επιχειρήσεις του πατέρα της, την έφηβη εγγονή του Ζαν, και την παράξενη υπηρέτρια Ανιές. Η άφιξή της φαίνεται να δυσαρεστεί τις γυναίκες του σπιτιού, και ιδίως τη Ζορζ, σε αντίθεση με τον Σερζ που την δέχεται με ιδιαίτερη θέρμη. Όμως η Στεφάν έχει να νοιαστεί και για την ερωμένη της, που βρίσκεται στη φυλακή. Αυτά είναι τα δεδομένα με τα οποία ξεκινά η ταινία τα οποία όμως ανατρέπονται αργά και μεθοδικά.
Στην ταινία του Σεμπαστιάν Μαρνιέ «Η ρίζα του κακού» (L’ origine du mal) επιβεβαιώνεται η ρήση «τα φαινόμενα απατούν»! Τα πάντα αποτελούν μια καλομελετημένη ίντριγκα, ένα σχέδιο εξαπάτησης. Η αθώα Στεφάν δεν είναι και τόσο αθώα, ενώ ο ευγενικός Σερζ αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό με ένα βίαιο ξέσπασμα. Η Λουίζ, η Ζορζ και η Ανιές έχουν συνασπιστεί με σκοπό να αναλάβουν τη διαχείριση της περιουσίας του Σερζ ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η δε ερωμένη της Στεφάν, διεκδικεί κυριολεκτικά την ίδια της την ταυτότητα! Μόνον η έφηβη Ζαν, παρατηρήτρια των όσων συμβαίνουν, λέει: «Η οικογένεια είναι ό,τι χειρότερο στον κόσμο. Σαν δηλητήριο στο αίμα». Μέσα από τα λόγια της ο Μαρνιέ υπονομεύει τη οικογένεια και τις οικογενειακές σχέσεις των μεγαλοαστών που περισσότερο μοιάζουν με οικονομικές συναλλαγές.
Σε αυτό το καλοσκηνοθετημένο οικογενειακό, ψυχολογικό θρίλερ, οι έξι γυναικείοι χαρακτήρες «συνθλίβουν» τον μοναδικό ανδρικό χαρακτήρα που υπάρχει και, όπως λέει ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ, «είναι όλοι τους τερατώδεις προσωπικότητες, αλλά έχουν και την αλήθειά τους με έναν τρόπο. Η ταινία μιλά για το τέλος της πατριαρχίας». Ένα τέλος που δεν έρχεται αναίμακτα αλλά και αυτό που την αντικαθιστά βαδίζει επάνω στις δικές του αντιφάσεις.
Παράλληλα με την πατριαρχία όμως πάει κι ο καπιταλισμός. Η Στεφάν, προερχόμενη από την κατώτερη οικονομικά τάξη, εισβάλλει με ορμή στο ναό του πλούτου και διεκδικεί ό,τι νομίζει πως της ανήκει, κλονίζοντας έτσι το ταξικό κοινωνικό υπόδειγμα.
Η γυναίκα του κι αυτός
Η Χίλντι, πρώην δημοσιογράφος και πρώην σύζυγος του Ουόλτερ, διευθυντή μεγάλης εφημερίδας, επισκέπτεται τον πρώην άντρα της για τον ενημερώσει πως σκοπεύει να παντρευτεί. Ο τυχερός είναι ο Μπρους, ένας σοβαρός και μετρημένος ασφαλιστής, ακριβώς το αντίθετο από τον εκρηκτικό, ενθουσιώδη και αγιάτρευτο… δημοσιογράφο Ουόλτερ. Όμως ο τελευταίος, ερωτευμένος ακόμη με τη Χίλντι στήνει ένα ολόκληρο σενάριο προκειμένου να αποτρέψει την πρώην σύζυγό του από το να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία και να παντρευτεί. Εκμεταλλεύεται ένα μεγάλο γεγονός, την επικείμενη εκτέλεση ενός καταδίκου, για να την δελεάσει να ασχοληθεί με το θέμα. Εκείνη «τσιμπάει» και μια σειρά από ξεκαρδιστικά απρόοπτα θα αρχίσουν να διαδέχονται το ένα το άλλο. Στο μεταξύ η Χίλντι βιάζεται για να προλάβει το γάμο, ο Μπρους πέφτει διαρκώς στις παγίδες που του στήνει ο Ουόλτερ, ενώ ο ίδιος ετοιμάζεται για μια μεγάλη επαγγελματική αλλά και προσωπική νίκη.
Ο βιρτουόζος Χάουαρντ Χοκς σκηνοθέτησε το 1940 την ξεκαρδιστική κωμωδία «Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου» (His girl Friday). Μια ταινία ντελιριακού χιούμορ, γρήγορων χιουμοριστικών εναλλαγών, πανέξυπνων και αστείων διαλόγων. Βασισμένη επάνω σε ένα ιδιαίτερα ευφυές σενάριο του Τσαρλς Λέντερερ, η ταινία του Χοκς είναι μια από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών βασισμένη στο επιτυχημένο θεατρικό έργο «Η πρώτη σελίδα» των Μπεν Χεκτ και Τσαρλς Μακ Άρθουρ.
Ο σκηνοθέτης στηλιτεύει τον ρόλο των ΜΜΕ και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ιδιαίτερα καυστικός και αστείος είναι ο διάλογος που γίνεται μεταξύ των δημοσιογράφων και του δημάρχου σχετικά με τους κομμουνιστές που ετοιμάζουν ανταρσία, σε μια σαφέστατη κριτική του Χοκς απέναντι στην αντικομμουνιστική υστερία.
Απολαυστικός στον ρόλο του Ουόλτερ Μπερνς, ο Κάρι Γκραντ, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών. Εξαιρετική στο πλάι του, στον ρόλο της Χίλντι, η Ρόζαλιντ Ράσελ.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως καλά θα κάνετε να σπεύσετε να την απολαύσετε. Εγώ την είδα τρίτη φορά, πάντοτε με το ίδιο ενδιαφέρον και μη μπορώντας να σταματήσω να γελάω!

«Η περιπέτεια»
Αναζητώντας την Άννα
Γυρισμένη το 1960 «Η περιπέτεια» (L’ avventura) του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ήταν μια ταινία σταθμός που σημάδεψε την ιστορία του κινηματογράφου. Ήταν η πρώτη από τη λεγόμενη Τριλογία της Αποξένωσης και ακολούθησαν «Η νύχτα» (1961) και «Η έκλειψη» (1962).
Η δράση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού αναψυχής με σκάφος στο οποίο επιβαίνουν κάποιοι φίλοι. Ανάμεσά τους βρίσκονται η Κλαούντια και η φίλη της Άννα με το μνηστήρα της Σάντρο. Μια παρέα αστών ταξιδεύει στις Αιολίδες νήσους και κατά τη διάρκεια μια στάσης που κάνει το σκάφος στη βραχονησίδα Λίσκα Μπιάνκα, η Άννα εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Κάθε προσπάθεια να εντοπιστεί αποβαίνει μάταια. Και ενώ όλοι φεύγουν, η Κλαούντια επιμένει να μείνει στην περιοχή και να ψάξει σε όλα τα νησάκια και τα χωριά της απέναντι σικελικής ακτής. Σε αυτό το ταξίδι αναζήτησης επιμένει να την ακολουθήσει και ο Σάντρο και έτσι αποκαλύπτεται η σχέση που είχε ο μνηστήρας της εξαφανισμένης με την καλύτερή της φίλη. Θα αρχίσουν να ταξιδεύουν μαζί και ενώ το πάθος ανάμεσά τους φουντώνει οι δύο εραστές μοιάζουν να παλεύουν με τους ίδιους τους εαυτούς τους, τους δαίμονές τους, τις τύψεις τους και τις επιθυμίες τους. Ο Σάντρο και η Κλαούντια ψάχνουν την Άννα, αλλά όπως φαίνεται κανείς τους δεν θέλει στα αλήθεια να βρεθεί ζωντανή η εξαφανισμένη γυναίκα. Είναι σαφής η πρόθεση του Αντονιόνι να μιλήσει για τη σχέση των δύο φύλων, με τις αδυναμίες και τις αμφισημίες τόσο του Σάντρο όσο και της Κλαούντια αλλά και την Άννας σε σχέση με τον Σάντρο, μέχρι τη στιγμή της εξαφάνισής της.
Βρισκόμαστε 25 περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και η Ιταλία προσπαθεί να ορθοποδήσει οικονομικά. Τα χρόνια του νεορεαλισμού έχουν περάσει και το σινεμά βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις και νέα θέματα.
Με την Περιπέτεια ανακαλύπτουμε εκ νέου ένα σινεμά που είχαμε ξεχάσει πως υπάρχει και είχαμε ξεχάσει να βλέπουμε. Κι αυτό είναι το σινεμά που αναζητά τον εαυτό του και διερευνά τις δυνατότητές του. Υπέροχα μακρινά πλάνα που αποτυπώνουν τη δράση, πλάνα οριοθετημένα γεωμετρικά και ισορροπημένα αισθητικά. Το ίδιο όμορφα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα και τα μάτια των ηρώων. Με ελλειπτική αφήγηση που μπορεί να ξενίσει και με σκηνές που μοιάζουν ότι δεν εξυπηρετούν τη δράση, ο Αντονιόνι, πλάθει τη δική του αφήγηση αφήνει κάποιες μετέωρες καταστάσεις, χωρίς απαντήσεις όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ζωή. «Σήμερα, οι ιστορίες είναι αυτό ακριβώς που είναι, δίχως απαραίτητα να έχουν αρχή ή τέλος, χωρίς σημαντικές σκηνές, χωρίς εξέλιξη της δράσης, χωρίς κάθαρση. Αποτελούνται από τμήματα, θραύσματα, με τον ίδιο ανισόρροπο τρόπο όπως κι εμείς οι ίδιοι ζούμε», έλεγε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του το 1965.
Την ίδια ώρα που ο Αντονιόνι εξερευνά το σινεμά και προτείνει τη δική του αισθητική και αφηγηματική φόρμα δεν αφήνει ασχολίαστη την κοινωνική πραγματικότητα. Ως ανήκων πολιτικά στην Αριστερά βλέπει με κριτική διάθεση τη μεγαλοαστική τάξη, τη φαυλότητα και την αδιαφορία της. Το ίδιο κάνει και με την καθυστερημένη, ανδροκρατούμενη και σεξιστική κοινωνία της Νότιας Ιταλίας.