Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
«Τον ξέρουνε τα ελάτια, τα πλατάνια
Ίδιος με αυτά περήφανος, στητός.
Αχούν απ’ τη φωνή του τα ρουμάνια…»
Το τραγούδι του Μπελογιάννη, που ζει πάνω στις κορφές, όπως κι η ποίηση του Ρίτσου από την εξορία συνθέτουν μια επιπλέον πλευρά αυτού που στην Αριστερά λέμε «πατρίδα». Πατρίδα είναι και η αστική, ταξική δυστυχία του Βάρναλη, πατρίδα είναι και η γη, η φύση στην οποία ο άνθρωπος -ο λαός, δηλαδή-, ελεύθερος μπορεί να πάρει ανάσα. Να ξεκουραστεί. Να δουλέψει, να καλλιεργήσει, να υπάρξει ανθρώπινα, δίκαια.
Τμήμα της
Είναι προνόμιο η φύση. Είναι κομμάτι μας κι εμείς δικό της. Είμαστε τμήμα της πανίδα της. Πολεμήσαμε για αυτήν την ελευθερία, δεν εννοώ τα όπλα στα βουνά. Όχι μόνο. Εννοώ το δικαίωμα να επισκεπτόμαστε την φύση. Να κατοικούμε την Γη. Να έχουμε ζωή.
Μας αρρωσταίνει
Ξέρετε, μια πυρκαγιά, που τώρα πανηγυρίζουν πως δεν κόστισε ζωές (ανθρώπινες), ποτέ δεν παύει να σκοτώνει όταν έχει πια σβηστεί. Μολύνει την γη, τον αέρα, το νερό. Αλλάζει το οικοσύστημα ολόκληρο.
Μας αρρωσταίνει, εν ολίγοις. Μακροπρόθεσμα και βίαια. Ψυχικά και σωματικά. Δεν είναι, πλέον, πατρίδα.
Γιατί η πατρίδα είναι χώρος ζωτικός. Σημαίνει αξιοπρέπεια. Κι όπως χαρίσαμε τον όρο στην (ακρο)δεξιά, εμείς που μια ζωή παλεύουμε για τον λαό, παράλληλα τους χαρίσαμε και τα “συμβόλαιά” της: κάψτε την, σκοτώστε μας, πουλήστε μας, ψοφήστε μας. Αφήστε να μας κατακερματιστεί η ψυχή και το κορμί.
Κανένας δεν ανήκει
Την αγαπάω την πατρίδα μου. Όπως εγώ τη νιώθω. Τους αγώνες που δώσαμε όλοι μαζί για τούτον τον λαό και για να μπορούμε να ζούμε στη Γη της -όχι στα σύνορά της, αλλά στο πλαίσιο που ορίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πάνω σε έναν τόπο.
Και καθώς το αίμα ολόκληρων γενιών από αγωνιστές ακόμη ποτίζει βουνά, θάλασσες, εξορίες, πεζοδρόμια, η φωτιά ήρθε να μας πει εμφατικά ό,τι δε μας είπαν -συγχωρείστε μου την πίκρα και τον κυνισμό- οι εκλογές: όχι μόνο εσείς, οι αριστεροί δεν ανήκετε εδώ. Κανένας δεν ανήκει. Ανήκει σε εμάς η διάλυση του δικαιώματος να έχετε ρανίδες, έστω ρανίδες, ευτυχίας.
Ο Μαρξ το είχε πει πρώτος και πάνε δύο αιώνες έκτοτε: η καταστροφή της φύσης θα θρέψει τον καπιταλισμό. Πόσο σοκαριστικό θα του φαινόταν τόσες εποχές πριν να βλέπει μολυσμένα τα ποτάμια! Μα το φαντάζεστε;
Πενθούμε
Ήταν η ευτυχία και η περιουσία που κλάπηκε από τον λαό τότε, είναι η ευτυχία και η περιουσία που κλέβεται από τον λαό και τώρα. Αυτό είναι η φύση, ο περιβάλλων χώρος που καταστρέφεται. Κι η περιουσία δεν είναι υλική (απαραιτήτως), η περιουσία είναι η ελευθερία να νιώσεις άνθρωπος, είναι η ξεκούραση, η ηρεμία.
Όλα αυτά, όλα μαζί, ο τρόπος που ζεις συγκροτούν την πατρίδα. Η ποιότητα της ανάσας σου. Το δικαίωμα να βλέπεις ελάτια, πλατάνια και ρουμάνια.
Η υποχρέωση να παλέψεις για χάρη τους. Να τα πάρεις κι ακέραια να τα δώσεις στα παιδιά του μέλλοντος.
Να διασφαλίσεις την έννοια του Τόπου. Που έχει δουλειά, υγεία, αναπνοή.
Πενθούμε, λοιπόν. Πενθούμε επειδή πεθαίνουμε. Άταφοι, έρμαια, σαν σε αρχαίο δράμα.