Το πρόσφατο κύμα καύσωνα ήταν δυστυχώς η κορύφωση ενός δύσκολου καλοκαιριού για τον κόσμο της εργασίας. Ήδη μετράμε τέσσερις απώλειες μέσα σε έναν μήνα σε συνθήκες έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίας. Ο 46χρόνος διανομέας από την Χαλκίδα, ο 49χρόνος υπάλληλος του δήμου Καλλιθέας, ο 57χρόνος τεχνίτης στα ναυπηγεία Ελευσίνας, ο 61χρόνος συμβασιούχος στον Δήμο Τανάγρας είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ανήκαν όλοι σε ευπαθείς ομάδες. Παρά την επικινδυνότητα ακόμα και τα στοιχειώδη μέτρα πρόληψης απουσίαζαν. Οι άνθρωποι αυτοί συνέχισαν να δουλεύουν κανονικά λες και ο αυξημένος κίνδυνος για την ζωή τους δεν ήταν επαρκής λόγος για να γίνει το αυτονόητο.
Πώς φτάσαμε ως εδώ
Γιατί όμως το αυτονόητο φαίνεται να είναι περισσότερο εξαίρεση παρά κανόνας; Το επίπεδο των μέτρων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων δείχνει το πόσο πραγματικά εκτιμάται η αξία της εργασίας σε μια κοινωνία. Το σύστημα εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα παράγει τοξικότητα, χαμηλές αμοιβές και έλλειψη αναγνώρισης. Στο τέλος της ημέρας παράγει και ολοένα περισσότερα εργατικά δυστυχήματα.
Για να δούμε όμως το πώς φτάσαμε ως εδώ θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή της κρίσης. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων ήταν η μόνη πλευρά των μνημονιάκων μεταρρυθμίσεων που βρήκε επίδοξους ιδιοκτήτες. Την περίοδο 2010-14 χτίστηκε μια ευρεία κοινωνική συμμαχία από τα πάνω, από τον ΣΕΒ ως τους «πειρατές» εργοδότες του τουριστικού κλάδου, που παρά τις διαφορές της συναινούσε στην ανάγκη για ένα νέο μοντέλο χαμηλών αποδοχών και δικαιωμάτων.
Η συνθήκη αυτή άρχισε να αμφισβητείται όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αρχίσει να ενεργοποιεί το άγνωστο ως τότε στο ευρύ κοινό ΣΕΠΕ, πέτυχε την –καθόλου δεδομένη– επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεών και αύξησε τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα καταργώντας παράλληλα τον υποκατώτατο. Έδειξε ότι υπάρχει άλλος δρόμος, φέρνοντας την συζήτηση για τα εργασιακά ζητήματα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ακριβώς επειδή απαντούσε σε πιεστικές κοινωνικές ανάγκες η περίοδος αυτή άφησε και συνεχίζει να αφήνει αποτυπώματα. Δημιούργησε ερωτήματα στα οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις -ακόμα και η Νέα Δημοκρατία- αισθάνονται υποχρεωμένες να απαντήσουν.
Επικοινωνία αντί ουσίας
Η ποιότητα της απάντησης της κυβέρνησης είναι από πολλές απόψεις προβληματική. Όταν δεν επιχειρεί να πείσει ότι η απορρύθμιση του ωραρίου και οι απλήρωτες υπερωρίες βελτιώνουν την ζωή του εργαζόμενου, επικεντρώνεται στην επικοινωνία και όχι στην ουσία. Το τι συνέβη με το ΣΕΠΕ είναι χαρακτηριστικό: το 2019 μετατράπηκε από ειδική γραμματεία σε γενική διεύθυνση. Το 2021 έγινε ανεξάρτητη αρχή με βασικό επιχείρημα ότι δεν πρέπει ο εκάστοτε υπουργός να παρεμβαίνει στο έργο του κατευθύνοντας τις ενέργειες του. Η λογική αυτή άντεξε μέχρι τις πρώτες μέρες της ανάληψης του υπουργείου Εργασίας από τον Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος παραγγέλνει ελέγχους σαν η Επιθεώρηση Εργασίας να είναι ενεργούμενο του και η ανεξαρτησία της διακοσμητικό στοιχείο.
Η επικοινωνία όμως δεν λύνει τα πραγματικά προβλήματα. Αντίθετα, αποκρύπτει μια εξαιρετικά αντίξοη πραγματικότητα. Απέναντι σε μια διαρκώς διερευνώμενη παραβατικότητα η Επιθεώρηση Εργασίας στερείται όχι απλά προσωπικού αλλά και κατεύθυνσης. Η συνεργασία με τα συνδικάτα που στο παρελθόν είχε αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική έχει εγκαταλειφθεί ενώ τα μέσα επιβολής της νομιμότητας που έχει στην διάθεση της είναι αναντίστοιχα με αυτό που έχει να αντιμετωπίσει εκεί έξω. Πώς άραγε μπορεί να συμμορφωθεί μια επιχείρηση με καθημερινό τζίρο δεκάδων χιλιάδων ευρώ από κυρώσεις που είναι απλά ένα κλάσμα των ημερήσιων εισπράξεων της; Πραγματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας χωρίς ένα πλαίσιο που φέρνει τους συστηματικά κακούς εργοδότες με το δίλημμα συμμόρφωση ή έξοδος από την αγορά δεν μπορεί να υπάρξει.
Χαμηλών δυνατοτήτων
Όπως είδαμε και στην υπόθεση του σερβιρίσματός στη θάλασσα στην Ρόδο το κακό με την επικοινωνιακή διαχείριση δεν σταματά στην παραγνώρισή. Όταν δημιουργείται επικοινωνιακός θόρυβος με γνώμονα την τροφοδότηση του ειδησεογραφικού κύκλου για να καταλήξει μετά την παρέμβαση του ΣΕΠΕ στην νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας, η ιδία η έννοια του ελέγχου της εργατικής νομοθεσίας απαξιώνεται. Ο επόμενος εργαζόμενος θα το σκεφτεί διπλά πριν καταγγείλει ένα ζήτημα όταν βλέπει το ίδιο το κράτος να είναι ανήμπορο ή απρόθυμο να βρεθεί στο πλευρό του, η κυβέρνηση θα ισχυριστεί ότι όλα είναι καλά αφού δεν υπάρχουν καταγγελίες και η ζωή θα συνεχίσει τον δρόμο της. Η λογική αυτή συμπυκνώνει τα πεπραγμένα της κυβέρνησης γύρω από την Επιθεώρηση Εργασίας: ένας οργανισμός χαμηλών δυνατότητων που αναλώνεται στα τυπικά και ανατροφοδοτεί τις χαμηλές προσδοκίες αυτών που την έχουν ανάγκη.
Οι χαμηλές προσδοκίες είναι από την μια η συμπύκνωση των εμπειριών μιας εργασιακής διαδρομής όπου έννοιες όπως συνδικάτο, συλλογικές συμβάσεις, δικαιώματα, ασφάλεια και υγεία στην εργασία αποτελούν άγνωστες λέξεις. Από την άλλη όμως είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας να περιοριστεί ο ορίζοντας του εφικτού. Η κυβέρνηση φροντίζει να ενθαρρύνει αυτή την τάση προβάλλοντας κάθε παρέμβασή της περίπου σαν υπέρβαση των δυνατότητων στην εκάστοτε συγκυρία. Ορίζει έτσι και την πιο σημαντική πρόκληση για το επόμενο διάστημα, να πειστεί ο κόσμος της εργασίας ότι η αλλαγή της καθημερινότητας του είναι εφικτή.