Αντίθετα με όλα τα προγνωστικά, το ακροδεξιό κύμα δεν κατόρθωσε να κατακλύσει την Ισπανία. Αυτό είναι το σημαντικότερο πολιτικό δεδομένο των εκλογών της 23ης Ιουλίου στην ιβηρική χώρα. Αυτό δεν οφείλεται στη δήθεν μετριοπάθεια της δεξιάς mainstream και στην υποτιθέμενη άρνησή της να ανοίξει τις πόρτες της διακυβέρνησης στην ακροδεξιά, αλλά στο γεγονός ότι οι αριστεροί ψηφοφόροι κινητοποιήθηκαν για να υπερασπίσουν τη δημοκρατία και το έργο της αριστερής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Πέδρο Σάντσεθ.
Πύρρειος νίκη
Η ισπανική δεξιά δεν έφθασε στο μαγικό νούμερο των 176 βουλευτών που συνιστά την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Άρα, η νίκη του Λαϊκού Κόμματος (PP) είναι πύρρεια. Το γεγονός ότι είναι το πρώτο κόμμα (33%, 136 βουλευτές) είναι ένα αποτέλεσμα κάτω των προσδοκιών του και δεν χρησιμεύει σε τίποτα από τη στιγμή που το PP έχει κάψει όλες τις γέφυρες με όλα τα άλλα κόμματα που θα χρειαζόταν σε ένα κοινοβούλιο που παραμένει κατακερματισμένο. Στο PP απομένει μόνο η δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Vox, όμως ο ακροδεξιός σχηματισμός με επικεφαλής τον Σαντιάγκο Αμπασκάλ δεν τα πήγε και τόσο καλά. Διατηρεί μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του (12,4%, λίγο περισσότερους από τρία εκατομμύρια), αλλά χάνει 600.000 ψήφους και 19 βουλευτές: με 33 έδρες θα είναι ασήμαντος στα Cortes της Μαδρίτης.
Επιβράβευση Σάντσεθ
Αν υπάρχει ένας νικητής σε αυτές τις εκλογές, επομένως, δεν πρόκειται για τον υποψήφιο των Λαϊκών, τον Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, αλλά για τον Πέδρο Σάντσεθ. Θεωρούταν τελειωμένος σε όλες τις δημοσκοπήσεις μετά την ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου, αλλά κατόρθωσε τον άθλο να ανακάμψει, παρόλο που αυτό έμοιαζε ανέφικτο. Το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) βελτίωσε τα αποτελέσματα του 2019, κερδίζοντας ένα εκατομμύριο ψήφους (από το 28 στο 31,7%, που αντιστοιχεί σε 7,7 εκατομμύρια) και δύο έδρες (από 120 σε 122). Και χάρη στην καλή πρώτη εμφάνιση του Sumar, ο Σάντσεθ έχει τη δυνατότητα να παραμείνει άλλα τέσσερα χρόνια στην κυβέρνηση. Ο συνασπισμός με επικεφαλής τη Γιολάντα Ντίαθ, που έχει ενώσει δεκαπέντε αριστερούς σχηματισμούς, μεταξύ των οποίων και το Podemos, συγκεντρώνει το 12,3% και 31 έδρες. Χάνει επτά έδρες και περίπου 600.000 ψήφους, διατηρώντας όμως μια δεξαμενή ψηφοφόρων άνω των τριών εκατομμυρίων.
Τα αποτελέσματα επιβραβεύουν τον Σάντσεθ, ο οποίος, αμέσως μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, είχε προκηρύξει αιφνιδιαστικά πρόωρες εκλογές για να κινητοποιήσει ξανά τους αριστερούς ψηφοφόρους που ανησυχούσαν για την πιθανή είσοδο του Vox στην κυβέρνηση. Τις τελευταίες εβδομάδες, πράγματι, το PP είχε συνάψει συμφωνίες με το κόμμα του Αμπασκάλ σε διάφορες περιφέρειες και σε πάνω από εκατό δήμους: τα πρώτα αναγγελθέντα μέτρα έδειχναν μια ριζική οπισθοχώρηση στον τομέα των δικαιωμάτων. Έπαιξαν όμως σοβαρό ρόλο και τα λάθη του Νούνιεθ -Φεϊχό– από τα πολλά επαναλαμβανόμενα ψέματα σε διάφορες συνεντεύξεις μέχρι τη φωτογραφία στην οποία εμφανίζεται μαζί με έναν έμπορο ναρκωτικών από τη Γαλικία – σε έναν προεκλογικό αγώνα στον οποίο ούτε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ούτε η οικονομία ούτε η μετανάστευση ήταν κεντρικά θέματα.
Αυτό δεν άλλαξε προφανώς τις αποφάσεις των δεξιών ψηφοφόρων, που είχαν υπερ-κινητοποιηθεί για να «καταργήσουν τον σαντσισμό», δηλαδή να διώξουν τον Σάντσεθ, που υπήρξε το μοναδικό λήμμα της προεκλογικής εκστρατείας του PP, αλλά είχε επιδράσει σημαντικά πάνω στους αριστερούς ψηφοφόρους. Οι τελευταίοι αντιλήφθηκαν ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έπραξε σωστά σε μια εξαιρετικά πολύπλοκη συγκυρία όσον αφορά τα μακροοικονομικά δεδομένα –ο πληθωρισμός είναι κάτω από το 2%, η οικονομία αναπτύσσεται περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τα ποσοστά ανεργίας είναι τα καλύτερα από το 2008–, αλλά και ότι τα σημαντικά βήματα προς τα εμπρός που έγιναν στις κοινωνικές πολιτικές και στα δικαιώματα –ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, μείωση της επισφάλειας στην εργασία, ευθανασία, φεμινισμός, δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ, δημοκρατική μνήμη– θα μετατρέπονταν σύντομα σε μια ανάμνηση του παρελθόντος.
Αβέβαιη κυβερνησιμότητα
Παρά ταύτα, η κυβερνησιμότητα της χώρας είναι αβέβαιη. Το αριστερό μπλοκ συγκεντρώνει 153 έδρες, πέντε λιγότερες από την προηγούμενη νομοθετική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι για να έχει την πλειοψηφία στα Cortes δεν είναι αρκετές μόνο οι ψήφοι των τοπικιστικών και εθνικιστικών κομμάτων τα οποία στήριξαν την κυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια –Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, EH Bildu, Εθνικιστικό Βασκικό Κόμμα, Εθνικιστικό Μπλόκο Γαλικίας–, αλλά χρειάζεται και η αποχή του Junts per Catalunya (JxCAT). Το κόμμα της αυτονομιστικής δεξιάς με επικεφαλής τον Κάρλες Πουτζντεμόντ ψήφιζε πάντα κατά της κυβέρνησης Σάντσεθ – παρόλο που η κυβέρνηση υπερασπίστηκε πάντα τον διάλογο μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης –και επανέλαβε ότι δεν θα κάνει ποτέ πρόεδρο τον σοσιαλιστή ηγέτη.
Ο καταλύτης JxCAT
Εν ολίγοις, το JxCAT είναι ο πραγματικός δείκτης της ζυγαριάς: αν θα επιμείνουν στα αιτήματα ενός δημοψηφίσματος αυτοδιάθεσης και στην αμνηστία για τον Πουτζντεμόντ, όρους που είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τον Σάντσεθ, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα τη χώρα σε μια επανάληψη των εκλογών. Σε περίπτωση κατά την οποία ο σοσιαλιστής ηγέτης κατορθώσει να επιτύχει μια συμφωνία με το JxCAT με αντάλλαγμα την αποχή του, θα προαναγγελθεί μια καυτή νομοθετική περίοδος με μια δεξιά που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των περιφερειών και τη Γερουσία. Η νέα αριστερή κυβέρνηση θα ζήσει πρακτικά υπό πολιορκία. Ο σχηματισμός του Κοινοβουλίου την προσεχή 17η Αυγούστου και οι επόμενες διαβουλεύσεις με τον βασιλιά Φελίπε ΣΤ΄ θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε αν υπάρχουν περιθώρια για μια συμφωνία.
Σε κάθε περίπτωση, η ισπανική ψήφος είναι και ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς εκείνους στην Ευρώπη οι οποίοι νόμιζαν ότι η κατάκτηση της Μαδρίτης θα άνοιγε τον δρόμο για μια συμμαχία μεταξύ Λαϊκών και Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών εν όψει των ευρωεκλογών του προσεχούς Ιουνίου. Από το βράδυ της Κυριακής, 23 Ιουλίου, το σχέδιο των Μελόνι-Βέμπερ γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Και αυτό είναι επίσης ένα πάρα πολύ καλό νέο.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς