Η ΝΔ τι εντολή έλαβε μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις;

Η ΝΔ, μέσα από το σχεδόν κρυστάλλινο πολιτικό της μήνυμα, έπεισε ότι παρά τα λάθη και τις αστοχίες της αποτελεί την συγκριτικά πιο αξιόπιστη, μακριά από περιπέτειες, κυβερνητική λύση που μπορεί να εγγυηθεί μια υποτυπώδη σταθερότητα και προοπτική για τον τόπο. Έπεισε ένα αξιοσημείωτο τμήμα των εκλογέων πως διαθέτει τη βούληση να ευθυγραμμιστεί με την «κοινή λογική». Και αυτή ακριβώς είναι και η εντολή που έλαβε για τη συνέχεια: να προχωρήσει η χώρα στη βάση της κοινής λογικής εντός ενός χώρου στοιχειώδους σταθερότητας. Και για να λάβει αυτή την εντολή, έπεισε πρώτα μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας ότι δεν είναι ένα ακραία συντηρητικό ή/και νεοφιλελεύθερο κόμμα, όπως το κατηγορούσε η προοδευτική αντιπολίτευση, αλλά η συμπύκνωση μιας κυρίαρχα τεχνοκρατικής αντίληψης της κυβερνητικής εξουσίας με σαφή, ωστόσο, κεντροδεξιά ιδεολογική πυξίδα, που δεν διστάζει εφόσον χρειαστεί να υλοποιήσει πολιτικές μη παραδοσιακά «δεξιές».

 

Η ΝΔ αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ ως ένα πιθανό σύμμαχο ή προσπαθεί όλο και περισσότερο να το αποδυναμώσει;

Δεν νομίζω πως σε αυτή τη φάση η ΝΔ χαράσσει στρατηγική στο μικρο-επίπεδο. Αντίθετα, μετά την σαρωτική της νίκη επιδιώκει να εμπεδωθεί ως ένα μεγάλο κόμμα της ευρύτερης κεντροδεξιάς, το οποίο θα κυριαρχεί σέ έναν χώρο που εκτείνεται από την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά έως τις παρυφές της υπερσυντηρητικής δεξιάς. Στη βάση της νέας κατάστασης, ενδεχομένως να επιδιώξει να κυριαρχήσει η αντίληψη ότι εφόσον η ίδια αντιπροσωπεύει ένα μείγμα υπεύθυνου μετριοπαθούς πατριωτισμού και τεχνοκρατισμού, οι δυνάμεις που συσσωρεύονται εκ δεξιών και εξ’ αριστερών της συμπυκνώνουν ένα είδος παρωχημένου (και σε ορισμένες περιπτώσεις επικίνδυνου) λαϊκισμού.

 

Από εδώ και πέρα; Η ΝΔ δεν θα μπορέσει να βγάλει και δεύτερη τετραετία με μια πολιτική που θα στηρίζεται στο ότι είναι εξωγενείς οι παράγοντες για τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε και αρκούν κάποιες έκτακτες παρεμβάσεις ούτε στο ότι φταίει η προηγούμενη κυβέρνηση, αφού πλέον συγκρίνεται με τον εαυτό της.

Ο δεκαετής και πλέον κύκλος επάλληλων κρίσεων ταλαιπώρησε την κοινωνία και μείωσε τις προσδοκίες της σε σχέση με το κατά πόσο μπορούν να πάνε πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη διακριτή από την πεπατημένη εναλλακτική προοπτική άσκησης πολιτικής. Υπό αυτή την έννοια, δεν θα έλεγα πως η κυβέρνηση απλώς «έβγαλε» την τετραετία αλλά αντίθετα ότι πέτυχε να κυριαρχήσει κατά κράτος στον κομματικό ανταγωνισμό, πείθοντας ότι αποτελεί εγγύηση σταθερότητας και ελπίδα οικονομικής ανάπτυξης. Η νέα κυβέρνηση, λοιπόν, εκκινεί με προίκα της το 41%. Και επειδή η πολιτική είναι κυρίως σύγκριση, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη ότι αυτή τη στιγμή η αντιπολίτευση μοιάζει εξαιρετικά αδύναμη να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Δεν είμαι βέβαιος, δε, ότι πλέον θα συγκρίνεται με τον εαυτό της. Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει τη σύγκριση με την τελευταία περίοδο πριν αναλάβει η ίδια την εξουσία το 2019, συζητώντας για δύο περιόδους: αφενός, την ταραχώδη περίοδο, της οποίας η κορύφωση ταυτίστηκε με την θητεία του ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) και αφετέρου την περίοδο της «κανονικότητας» (2019 και έπειτα) η οποία ταυτίζεται εκ των πραγμάτων με τη ΝΔ. Άρα, η εκτίμηση για το αν η κυβέρνηση θα μπορέσει να ολοκληρώσει ή όχι μια δεύτερη θητεία σχετίζεται περισσότερο με το αν η αντιπολίτευση θα μπορέσει να αυξήσει τις προσδοκίες του κόσμου σε σχέση με το πώς μπορούν να πάνε τα πράγματα στη χώρα, παρά με τις νέες προκλήσεις που εκ των πραγμάτων θα αντιμετωπίσει η ΝΔ κατά τη διάρκεια της νέας της θητείας.

 

Στο κοινοβούλιο βλέπουμε ξανά μια ισχυρή παρουσία της Ακροδεξιάς, και μάλιστα, να εκπροσωπείται από τρία κόμματα. Η πολυδιάσπασή της αυτή αλλά και συνολικά η εκπροσώπησή της τι σημαίνει;

Για πρώτη φορά στην εκλογική μας ιστορία καταγράφεται τέτοια ποικιλία στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων δεξιότερα της ΝΔ. Η είσοδος τριών κομμάτων του ευρύτερου υπερσυντηρητικού πολιτικού χώρου στην ελληνική Βουλή συμβαίνει για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Τι έχουμε; Ένα κόμμα που φαίνεται να έχει εκλεκτικές συγγένειες με τη Χρυσή Αυγή και τους νεοναζί, ένα τυπικό ακροδεξιό κόμμα, την Ελληνική Λύση που είναι επιρρεπές σε θεωρίες συνωμοσίας και ένα κόμμα υπερσυντηρητικό με θεματική του αιχμή και φίλτρο ερμηνείας των προκλήσεων της εποχής μας τη διδασκαλία της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο μάλιστα ως προς την ρητορική του μοιάζει ηπιότερο των άλλων δύο. Αυτή η πολυκέφαλη κοινοβουλευτική ορατότητα της υπερσυντήρησης νομίζω πως δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τη δημιουργία ενός ή δύο ισχυρών διακριτών ιδεολογικοπολιτικών πόλων δεξιότερα της ΝΔ στη μακρά περίοδο. Και αν σε περίοδο σχετικής οικονομικής σταθερότητας παράγονται τέτοιοι συσχετισμοί, πολύ φοβάμαι ότι ήδη δημιουργούνται εκρηκτικές δυνατότητες συσσώρευσης πολιτικών όρων στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος, οι οποίες ενδεχομένως να αποτυπωθούν σε μια επόμενη περίοδο οικονομικής ύφεσης.

Η ΝΔ πώς θα αντιμετωπίσει την κοινοβουλευτική ακροδεξιά; Φαίνεται να επιχειρεί να πάρει αποστάσεις.

Στην Ελλάδα, η πολιτική έκφραση της Ακροδεξιάς υποχώρησε σημαντικά μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Το αποτύπωμα, ωστόσο, της διάχυσης των ιδεών της σε μια ποσοτικά σημαντική κοινωνική μερίδα παρέμεινε εξαιρετικά ορατό, συντηρώντας την ζήτηση για τέτοια μορφώματα, ισχυρισμός που τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων και από την είσοδο αλλά και την εκλογική γεωγραφία της ψήφου προς του Σπαρτιάτες. Κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στις επιτυχίες της Άκρας Δεξιάς αλλά και στο πώς η παραδοσιακή φιλελεύθερη Δεξιά σε Ελλάδα και Ευρώπη την αντιμετώπισε, υλοποιώντας τα τελευταία χρόνια μια πολιτική-εκλογική στρατηγική προσεταιρισμού -και- του ακροδεξιού ακροατηρίου μέσω της υιοθέτησης όψεων της ακροδεξιάς ατζέντας. Από εδώ και στο εξής, ωστόσο, εφόσον εμφανίζεται πλέον «αξιόλογη» προσφορά υπερσυντηρητικών κομμάτων, η στρατηγική εκτιμώ πως θα αλλάξει. Η ΝΔ φαίνεται ότι την επόμενη περίοδο θα υιοθετήσει μια λογική διάκρισης από τα κοινοβουλευτικά κόμματα που τοποθετούνται δεξιότερα αυτής, καθώς έχοντας ήδη ενσωματώσει μέρος της υπερπατριωτικής ατζέντας θα προσπαθήσει να παρουσιαστεί ως εγγύηση δημοκρατίας απέναντι στα δεξιά και αριστερά λαϊκιστικά άκρα επεκτεινόμενη περαιτέρω προς τον χώρο του κέντρου.

 

Στα σόσιαλ μίντια σχολιάζεται ως απάντηση σε οποιαδήποτε κατάσταση –π.χ. πυρκαγιές ή ακρίβεια στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια– το «τι ψηφίσατε ρε μ…» ή το «καλά να πάθετε». Πόσο επικίνδυνη για την κοινωνία είναι μια τέτοια αντίδραση;

Κατά την γνώμη μου, αυτές οι αντιδράσεις είναι άκρως επικίνδυνες ως προς μια προσπάθεια βαθέματος της δημοκρατίας. Η επιθετικότητα απέναντι σε μια διαφορετική και ενδεχομένως καθόλου εύκολη εκλογική επιλογή δεν ωφελεί κατά κανένα τρόπο, παρά διευρύνει μια τυφλή, μη παραγωγική πόλωση. Όταν δεν επιχειρείται να κατανοηθεί μια διαφορετική από τη δική μας επιλογή, παρά μόνο, θεωρώντας ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια επιτιθόμαστε σε αυτή χωρίς επιχειρήματα λειτουργούμε διαλυτικά σε μια προσπάθεια συγκρότησης του υποκειμένου που θα διεκδικήσει την κοινωνική αλλαγή. Όπου υπάρχει κενό ουσιαστικής πολιτικής, ωστόσο, αυτά τα φαινόμενα θα ενισχύονται. Πολιτική σημαίνει να έχεις καλλιεργήσει τη δυνατότητα να ξεδιπλώνεις με επιχειρήματα τις απόψεις σου στο πεδίο της καθημερινότητας, στα μεγάλα και τα μικρά, να αντιπαρατίθεσαι τεκμηριωμένα και τελικά να μπορείς να συνθέτεις όπου είναι εφικτό, ώστε να προχωράς παρά κάτω με μεγαλύτερο βάθος και πλάτος. Και για την πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας μεγαλύτερη εγγύηση από τη συλλογική ευφυΐα που διασφαλίζει η συλλογικότητα δεν υπάρχει.

 

Το ΠΑΣΟΚ πώς θα κινηθεί αφού κατάφερε να είναι μεταξύ των νικητών των εκλογών;

 Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε σε πολύ μεγάλο βαθμό να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά τον αέρα της ανανέωσης που επέφερε η ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Νίκο Ανδρουλάκη το 2021. Επανήλθε ποσοστιαία στα επίπεδα του 2012, πετυχαίνοντας μάλιστα, μια αξιοσημείωτη αύξηση της επιρροής του. Μάλιστα παρά την αδυναμία του να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του στην πρωτεύουσα και την Θεσσαλονίκη, πέτυχε εντυπωσιακές επιδόσεις στην περιφέρεια, με ποσοστά άνω του 22% στο Ρέθυμνο, το Λασίθι και το Ηράκλειο και άνω του 18% σε Χίο, Ηλεία, Ροδόπη και Ξάνθη. Το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ από εδώ και στο εξής θα είναι σαφώς μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που θα απαντάει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σε μια τέτοια κατεύθυνση νομίζω ότι θα κινηθεί το επόμενο διάστημα, επιχειρώντας να δημιουργήσει διακριτό στίγμα έναντι της ΝΔ, αξιοποιώντας και την εσωστρέφεια στην οποία εκ των πραγμάτων έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των εσωτερικών διαδικασιών του.

 

Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συντριπτική. Γιατί συνέβη;

Η αξιωματική αντιπολίτευση έχασε τις εκλογές με τη διαφορά 22,7%, δηλαδή τη δεύτερη μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, μετά την ήττα της Ένωσης Κέντρου το 1974 από τη πρωτοεμφανιζόμενη τότε ΝΔ. Το κόμμα της Αριστεράς απώλεσε 14% μέσα σε μόλις 4 χρόνια από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η καθίζηση ήταν πανελλαδικά οριζόντια, στερώντας στο κόμμα δύο βασικά πλεονεκτήματα τα οποία έως και το 2019 του επέτρεπαν να οραματίζεται την εδραίωση του στη μακρά διάρκεια: κυριαρχία στις περιοχές υλικής αποστέρησης, δηλαδή τις εργατικές-λαϊκές περιοχές της χώρας και στις νεαρότερες ηλικίες, οι οποίες ευρισκόμενες σε φάση πολιτικοποίησης, ταυτίζονται με πολιτικές θέσεις και κόμματα.

Αν και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και εις βάθος τεκμηριωμένες αναλύσεις για να καταλήξει κανείς οριστικά στους κυριότερους παράγοντες της ήττας, θα σταχυολογήσω ορισμένους μόνο που κατά τη γνώμη μου διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο: To γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μελέτησε και ως εκ τούτου δεν κατανόησε επαρκώς και χωρίς μεροληψία τις κοινωνιολογικές και ιδεολογικές δυναμικές που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυε περαιτέρω το έλλειμα αξιοπιστίας που είχε κορυφωθεί από το 2015 και έπειτα, λειτουργώντας σε ένα πλαίσιο συνεχών τακτικισμών, τους οποίους η κοινωνική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, αντιλαμβανόταν. Και αξιοπιστία σημαίνει κρυστάλλινες και συνεκτικές πολιτικές θέσεις με διάρκεια στη μακρά περίοδο, συνέπεια λόγων και πράξεων, σοβαρός και τεκμηριωμένος πολιτικός λόγος. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και άρα να ταυτιστεί με την ελπίδα της αλλαγής, λόγω ενός συχνά κυρίαρχου ύφους που θύμιζε την δεκαετία του ‘80, χρησιμοποιώντας φθαρμένα υλικά τα οποία όχι μόνο δεν μπορούν να παράξουν νέες ταυτίσεις αλλά λειτουργούν και αποσυσπειρωτικά. Και φυσικά, υπήρξε και ένα σημαντικό έλλειμα στην εκλογική στρατηγική του κόμματος, αφού η αξιακή επιλογή να δοθεί η μάχη της απλής αναλογικής ποτέ δεν στηρίχθηκε πραγματικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μπροστά του 7 χρόνια να λάβει συντεταγμένες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Οι συγκλίσεις αποτελούν μια μακρόχρονη επίπονη διαδικασία που απαιτεί μεθοδικότητα και διάθεση πόρων, ιδίως σε μια χώρα χωρίς σχετική κουλτούρα. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας ήταν το 59% του εκλογικού σώματος να συμπεριφερθεί ως να ήταν εκλογές δεύτερης τάξης (πχ. Ευρωεκλογές), δηλαδή, είτε ψηφίζοντας το ιδεολογικά εγγύτερο προς αυτό κόμμα, είτε θέλοντας να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας, είτε πειραματιζόμενο με νέες επιλογές, αλλά πάντως χωρίς να έχει κατά νου το διακύβευμα του ποιος θα κυβερνήσει.

 

Η διαδικασία αλλαγής ηγεσίας μπορεί να δώσει νέα δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί να γίνει πάλι θελκτικό κόμμα;

Σήμερα, μετά από την συντριπτική αυτή ήττα του Ιουνίου 2023, ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να διατηρηθεί ως ένα κόμμα της Αριστεράς με κυβερνητική κλίση, το οποίο θα μπορεί να παράξει και να αναπαράξει ταυτίσεις με τα κοινωνικά ή/και πολιτικά τμήματα της κοινωνίας που θα αποφασίσει ότι θέλει να εκπροσωπήσει. Κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά χρήσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ που έχουν κατατεθεί τέσσερις διακριτές υποψηφιότητες γιατί δίνεται η δυνατότητα να ανοίξει η πολιτική συζήτηση. Μια συζήτηση που πρέπει να περιλαμβάνει το τι έκανε λάθος από το 2015 έως το 2023, τι είναι ακριβώς ιδεολογικοπολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, τι επιδιώκει στρατηγικά και φυσικά τι μεθοδολογία θα ακολουθήσει για να το επιτύχει.

Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, η συζήτηση δεν θα πρέπει να μείνει σε επίπεδο υποψηφίων αλλά να εμπλακεί πλατιά, εις βάθος και με φαντασία και η βάση του κόμματος σε αυτή τη διαδικασία. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τη βαρύτητα των προσώπων που ηγούνται και ιδίως την αναγκαία έκλαμψη της ιδιοφυίας τους στη μάχη κατά Κλαούζεβιτς, το εγώ στον ΣΥΡΙΖΑ της επόμενης ημέρας θα πρέπει κατά έναν τρόπο να δυσανασχετεί και το κόμμα να μην αποτελεί το θέατρο που ο ηγέτης θα λαμβάνει αναγνώριση, αλλά μηχανισμό συλλογικής ευφυΐας που θα επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή. Υπό αυτή την έννοια, όλα τα μέλη του κόμματος θα πρέπει να θεωρούνται (και να εκπαιδεύονται προς αυτό το σκοπό) διανοούμενοι, ακόμα και αν αυτή η διαδικασία παράξει προσωρινά αντιφάσεις ή ακόμα και καρικατούρες.

 

Το δίλημμα για το προς τα πού πρέπει να στραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ, προς τα Αριστερά ή προς το Κέντρο, είναι πραγματικό;

Κοιτάξτε, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει τις εκλογές και ως αριστερό και ως κεντρώο κόμμα. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο; Αν είναι αυτό, ναι υπάρχουν πολλοί ιδεολογικοί δρόμοι να το επιτύχει. Το πάω όμως και ένα βήμα παραπέρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, εκπροσωπώντας την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα που συμπιέζονται προς τα κάτω, είτε ως αριστερό, είτε ως κεντρώο, είτε ακόμα και ως δεξιό κόμμα. Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να κερδίσεις τις εκλογές, είτε με αριστερό branding, είτε με κεντρώο branding, είτε υποστηρίζοντας ότι εκπροσωπείς τους πληβείους, είτε τη μεσαία τάξη, είτε το 99% της κοινωνίας. Νομίζω, ωστόσο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να στραφεί κυρίως στο τι είναι κοινωνικά αναγκαίο και μέσα από αυτό το φίλτρο να διαμορφώσει στρατηγικές εκλογικής νίκης. Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει στο εσωτερικό του τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους του και τη μεθοδολογία με την οποία θα τους υλοποιήσει. Στόχοι, οι οποίοι θα πρέπει να σχετίζονται με την δικαιοσύνη σε επίπεδο οικονομίας και με τις μάχες στο επίπεδο της ιδεολογίας. Θα πρέπει να πείσει ότι είναι εφικτό να υπάρξει μια κοινωνία ευημερίας για όλους, δηλαδή ίσης πρόσβασης στα μέσα που είναι απαραίτητα για μια ανθηρή ζωή, με πραγματική δημοκρατία, κατά την οποία οι άνθρωποι θα ελέγχουν όλα τα μικρά και μεγάλα ζητήματα που επηρεάζουν τις ζωές τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό μέσα από μια βαθιά και πλατιά δημοκρατική διαδικασία να πει με κρυστάλλινο τρόπο στην κοινωνία πώς φαντάζεται την Ελλάδα και πως θα επιτύχει τον μετασχηματισμό της, αξιοποιώντας τη συλλογική ευφυΐα (κυρίως) των μελών του.

 

Ο Άγγελος Σεριάτος είναι επικεφαλής πολιτικής και κοινωνικής έρευνας της Prorata.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet