Ψηφίστηκε τη βδομάδα που πέρασε, σχεδόν αποκλειστικά από τους βουλευτές της κυβέρνησης, το πρώτο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών στη νέα θητεία.
Επικοινωνιακή σημαία του νομοσχεδίου ήταν οι αυξήσεις προς τους δημοσίους υπαλλήλους που έρχονται να καλύψουν τις απώλειες που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια. Βέβαια στην πορεία προστέθηκε, με τροπολογία, και η μεταφορά των μετοχών της ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ στο υπουργείο Οικονομικών, αλλά και η προετοιμασία για πώληση τμήματος των μετοχών του Δημοσίου στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» μέσω του χρηματιστηρίου.
Ξεκινώντας από τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, η παρέμβαση του νομοσχεδίου κινούνταν σε τρεις άξονες: οριζόντια αύξηση των μισθών, αύξηση των επιδομάτων για τέκνα και αύξηση του επιδόματος σε αυτούς που κατέχουν θέσεις ευθύνης.
Πριν μπει κανείς στις λεπτομέρειες, είναι σκόπιμο να γίνει μια αναφορά στο τι έχει γίνει με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων τα τελευταία χρόνια. Τα τελευταία 14 χρόνια οι αποδοχές των υπαλλήλων δεν έχουν δει καμία αύξηση, αλλά έχουν περάσει από την μέγγενη των περικοπών των δύο πρώτων μνημονίων. Μελέτη της ΑΔΕΔΥ κατέγραψε σε 25,6% τη μεσοσταθμική μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων την περίοδο 2008–2020. Σε αυτή προστίθεται και η διάβρωση των μισθών από τον πληθωρισμό που σωρευτικά για την περίοδο 2020–2023 αγγίζει το 15%.
Η παρέμβαση του νέου νόμου στην απώλεια εισοδήματος είναι μάλλον κάτω τον προσδοκιών για τη συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων. Η οριζόντια αύξηση, που αφορά το σύνολο των υπαλλήλων, είναι 70 ευρώ τον μήνα μεικτά, που μετά τις κρατήσεις θα είναι περίπου 40 ευρώ. Αντίστοιχα, η αύξηση του επιδόματος για τα τέκνα είναι 50 ευρώ, αλλά αυτή αφορά περίπου το 40% των υπαλλήλων.
Τι σημαίνει η οριζόντια αύξηση των μισθών για τους δημοσίους υπαλλήλους στην πράξη; Ένας νεοδιόριστος υπάλληλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης λαμβάνει σήμερα 780 ευρώ μεικτά, μετά την αύξηση από 1/1/2024 θα λαμβάνει 850 ευρώ. Η αύξηση αυτή είναι περίπου 9%. Χαμηλότερα, δηλαδή, από το 10% που είχε προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά και σίγουρα ανεπαρκής στο να καλύψει την απώλεια εισοδήματος των τελευταίων ετών. Και τα νούμερα αυτά μειώνονται ακόμη περισσότερο αν σκεφτεί κανείς τα καθαρά ποσά, μετά δηλαδή την αφαίρεση των διαφόρων φόρων και εισφορών. Αυτό βέβαια που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το δημόσιο πληρώνει χαμηλότερα από των κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα. Γιατί πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι στο δημόσιο (όπως εξάλλου και στους συνταξιούχους) τα δώρα έχουν καταργηθεί. Άρα σε ετήσια βάση τα 850 ευρώ του δημοσίου τομέα (επί 12 μήνες) θα είναι χαμηλότερα από τα 780 ευρώ (επί 14 μήνες) που είναι ο κατώτατος μισθός. Περίπου 6,5% χαμηλότερα. Αυτό είναι σε γνώση της κυβέρνησης, απλά τώρα που είχε την ευκαιρία επέλεξε να μην το διορθώσει.
Τα νούμερα για τις αυξήσεις των υπαλλήλων γίνονται ακόμη πιο απογοητευτικά αν εξετάσουμε υπαλλήλους με περισσότερα χρόνια υπηρεσίας και περισσότερα προσόντα. Έτσι ένας νεοδιόριστος πτυχιούχος πανεπιστημίου (θα μπορούσε να είναι ένας δάσκαλος σε ένα νησί) η αύξηση που θα λάβει θα είναι περίπου 6,4% –αύξηση σε ένα ήδη πενιχρό εισόδημα που είναι περίπου 1.100 ευρώ μεικτά ή 750 ευρώ καθαρά. Για έναν κάτοχο μεταπτυχιακού με 6 χρόνια προϋπηρεσία, η αύξηση θα είναι 5%, και αν αυτός έχει και ένα παιδί η αύξηση «εκτοξεύεται» στο 8,5%.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η κυβέρνηση δίνει 30% οριζόντια αύξηση στις θέσεις ευθύνης. Έτσι, επιπλέον των παραπάνω αυξήσεων, ένας τμηματάρχης θα λάβει επιπλέον 87 ευρώ, ένας διευθυντής 135 ευρώ και ένας γενικός διευθυντής 300 ευρώ περισσότερα τον μήνα. Το σκεπτικό της κυβέρνησης είναι ότι η ψαλίδα μεταξύ υπαλλήλων και προϊσταμένων (κάθε βαθμίδας) στην Ελλάδα είναι χαμηλή και πρέπει να αυξηθεί, για να έχουν όλοι κίνητρο να επιδιώξουν μια τέτοια θέση. Και πώς θα την επιδιώξουν; Σύμφωνα με την ΝΔ, με το να είναι πιο παραγωγικοί, πιο ανταγωνιστικοί και αυτό θα έχει θετικά αποτελέσματα στην αποδοτικότητα ολόκληρου του δημοσίου. Όμως αυτό είναι εντελώς στη λάθος κατεύθυνση, ειδικά σε μία χώρα που τα τελευταία χρόνια δεν γίνονται κρίσεις για θέσεις ευθύνης –και όταν γίνονται, εντελώς τυχαία προκρίνονται γαλάζια παιδιά– και οι θέσεις ευθύνης καλύπτονται με απευθείας αναθέσεις από τα υπουργικά γραφεία. Η αύξηση, λοιπόν, των επιδομάτων δεν θα φέρει αύξηση της αποδοτικότητας του δημοσίου. Η αύξηση της αποδοτικότητας θα έρθει με, μεταξύ άλλων, καλύτερη κατάρτιση, με αντιμετώπιση της υποστελέχωσης, με βελτίωση των διαδικασιών και μείωση της γραφειοκρατίας.
Ο νέος νόμος έφερε και άλλες δύο ρυθμίσεις τις κυβέρνησης. Τη μεταφορά των μετοχών της ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ από το Υπερταμείο στο υπουργείο Οικονομικών και τις ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης τμήματος των μετοχών του δημοσίου στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» μέσω χρηματιστηρίου, στη γνωστή λογική ότι ο ιδιωτικός τομέας τα κάνει όλα καλύτερα.
Για τη μεταφορά των μετοχών των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ στο δημόσιο δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να πει κανείς. Πρόκειται για συμμόρφωση της κυβέρνησης προς τις αποφάσεις του ΣτΕ για μεταφορά της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των εταιρειών ύδρευσης στο στενό πυρήνα του κράτους. Βέβαια παραμένουν ακόμη μετοχές στο ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση.
Αναφορικά με το «Ελευθέριος Βενιζέλος» έχουμε μία εταιρεία που εμφανίζει υψηλή κερδοφορία. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ερωτήματα. Τι μερίδιο σκοπεύει να πουλήσει η κυβέρνηση και πώς αυτό θα επηρεάσει αυτά το έσοδα του Υπερταμείου (όπου βρίσκεται τμήμα των μετοχών); Γιατί αν η κυβέρνηση μπει σε τροχιά πώλησης κερδοφόρων συμμετοχών, και πλήγμα στη δυνατότητα του δημοσίου να ασκεί δημόσιες πολιτικές θα έχουμε, και τα δημόσια έσοδα θα μειωθούν και το Υπερταμείο θα καταντήσει σταδιακά ένα άδειο, πανάκριβο όχημα με ελάχιστη συνεισφορά στη διαχείριση της δημοσίας περιουσίας και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Συνολικά, οι παρεμβάσεις της τελευταίας εβδομάδας από την κυβέρνηση έδειξαν και πάλι ότι είναι σταθερά στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού, ξεπουλώντας ό,τι δημόσια περιουσία μπορεί να ξεπουλήσει. Ήταν, βέβαια, πιστές στις αρχές του λαϊκισμού, τάζοντας στους δημοσίους υπαλλήλους πολλά, δίνοντας στην πράξη λίγα. Και βέβαια είχε και παλαιοκομματισμό επιβραβεύοντας, ως επί το πλείστον, τα γαλάζια παιδιά.
Ειδικός Συνεργάτης