Ο Αύγουστος μας βρίσκει σε κατάσταση αμηχανίας. Μια αμηχανία στα όρια της εμπεδωμένης αδυναμίας. Αυτό που ξεκίνησε με το έγκλημα της Πύλου τώρα συνεχίζει με την επέλαση των πυρκαγιών, την κυριαρχία του καύσωνα, το καλοκαίρι ως παραμόρφωση και ποιος ξέρει πόσα ακόμη. Μια γενικότερη αίσθηση συγκροτημένης διάλυσης, απουσίας μέριμνας στα όρια του εγκλήματος. Τόσο στην ντόπια μικροκλίμακα όσο και στο γενικότερο, το ευρύτερο, το ανθρώπινο συνολικά. Αυτό το καλοκαίρι ο άνθρωπος δεν βγάζει νόημα. Οι επιλογές του, η στάση του, οι προσδοκίες του.
Νιώθουμε… Νιώθω εξαντλημένος (η εξάντληση είναι πάντα σε πρώτο ενικό αλλιώς δεν βγάζει νόημα. Ακόμη και αν ισχύει για όλους μας). Ο καιρός, νιώθω, μας προσπερνά. Είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω, πολλά αυτά που δεν έχω συνειδητοποιήσει. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν βγάζει νόημα, οι γύρω μου δεν βγάζουν νόημα, ακόμα και ο καιρός δεν βγάζει νόημα (εννοώ το πως τα πράγματα αφέθηκαν να φτάσουν σε αυτό το σημείο). Είναι ίσως μια από τις λίγες φορές που αυτό το αίσθημα αδυναμίας κατακλύζει τα πάντα. Αυτή η παραδοχή πως οι μοίρες μας ορίζονται με τρόπους άλλους, ανεξάρτητα με το αν μπορούμε να τις καταλάβουμε ή όχι. Κάτι μας διαφεύγει. Και από την τρύπα που αφήνει αυτό το ελάχιστο Κάτι μοιάζει ικανό να περάσει το Όλο. Κάπου αδειάζεις. Κάπου οι απόψεις σου, οι ηθικές σου επιταγές, η στάση που θεωρείς δεδομένη δεν βγάζουν νόημα. Ή και να βγάζουν μοιάζουν μάταιες.
Γράφουμε τα άρθρα μας, τα βιβλία μας, τις απόψεις για αυτό και για εκείνο. Προσπαθούμε. Ίσως όχι όσο καλύτερα θα μπορούσαμε αλλά προσπαθούμε. Συνεχίζουμε με βάση αυτό που υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας. Με τις ήττες και τις αδυναμίες μας. Με τις αστοχίες και τα λάθη μας.
Τί είναι αυτό που τα νομιμοποιεί; Ακόμα και αν δεν χρησιμοποιούμε βεβαιότητες, ακόμα και αν προσπαθούμε να εξασκούμαστε διαρκώς στην αμφιβολία; Τί είναι αυτό που μας κρατά και μας επιτρέπει να συνεχίζουμε (μας επιτρέπει;); Τον καθένα με τον τρόπο που επιλέγει.
Τουλάχιστον δεν βάλαμε τον εαυτό μας πρώτο. Δεν κάναμε αυτά που μισούσαμε. Δεν απεχθανόμαστε τον τώρα εαυτό μας. Ίσως να απορούμε κάποιες φορές. Ίσως να είμαστε σίγουροι πως όλα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Για εμάς. Για όλους. Ναι, αυτό σίγουρα θα γινόταν. Θα μπορούσαμε να έχουμε προσπαθήσει περισσότερο. Θα μπορούσαμε να είμαστε καλύτεροι σε αυτό που είχαμε αποφασίσει. Σίγουρα θα μπορούσαμε. Κάθε μας κίνηση είναι έκθετη στη βελτίωση. Κάθε τι συντελεσμένο έχει μια πιο άρτια παραλλαγή, ένα πιο πλήρες ενδεχόμενο που δεν συναντήθηκε.
Και; Κάνουμε αυτό που μπορούμε. Και αυτό μέσα στην τόση παραίτηση θα έπρεπε να είναι αρκετό. Αλλά δεν είναι. Για εμάς δεν είναι. Ούτε και θά ’ναι. Διαρκώς κάτι θα μας κεντρίζει. Διαρκώς θα είμαστε ατελείς σε σχέση με αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε. Ας είναι. Ας μάθουμε να ζούμε με αυτό το βάρος. Το βάρος του εαυτού που δεν πέτυχε όλες του τις δυνατότητες. Ακόμα και αν τις κυνήγησε. Είναι μια ενοχή που μπορούμε να κουβαλήσουμε. Αυτό το καλοκαίρι και το επόμενο. Μέσα στις φωτιές και μέσα στην καταστροφή. Δεν κάναμε όσα μπορούσαμε. Αλλά τουλάχιστον δεν βρεθήκαμε απέναντι. Και ακόμα και αυτή η ενοχή της αδυναμίας είναι αρκετή για να πούμε πως δεν είμαστε για πέταμα. Πως παρόλα τα προδικασμένα μας λάθη θα κυνηγούμε το σωστό. Άσχετα με το αποτέλεσμα. Μέχρι να έρθει το άλλο καλοκαίρι. Αυτό που δεν θα μας βυθίζει στη φλόγα αλλά θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε το φως. Τη μόνη προϋπόθεση για να δούμε τον άλλο. Να τον δούμε και να τον αναγνωρίσουμε και να τον μάθουμε. Και να μπορέσουμε να μοιραστούμε μαζί του όχι το παράλογο προνόμιο, αλλά το αυτονόητο αγαθό.
Θα έρθουν και άλλα καλοκαίρια. Μεγάλα καλοκαίρια. Ικανά να χωρέσουν το ύψος μας.