Όταν άνοιγε η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, δεν ξέρω πόσοι δεν ήταν ανήσυχοι για την εξέλιξη και την έκβασή της. Ο νέος τρόπος εκλογής προέδρου είχε ήδη εφαρμοστεί, αλλά σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, με μοναδικό υποψήφιο τον ήδη πρόεδρό του και όχι μετά από μια βαριά εκλογική ήττα.

Πόσοι/ες και ποιοι/ες θα ήταν τώρα οι υποψήφιοι και με ποιο τρόπο θα εξέθεταν τις διαφορετικές προτάσεις τους για να πείσουν τα μέλη του κόμματος; Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε μια τέτοια διαδικασία υποχρεωτικής διαφοροποίησης να διατηρηθεί στο πλαίσιο της αναγκαίας ενίσχυσης της ενότητάς του; Θα απέφευγαν τον κίνδυνο, παρά τις σημαντικές ορισμένες φορές διαφορές τους, να δώσουν την εντύπωση ότι η εκλογική ήττα θα μπορούσε να θολώσει την κρίση τους και να οξύνει επικίνδυνα τις αντιπαραθέσεις; Η επικοινωνία των υποψηφίων με τα μέλη του κόμματος θα ήταν ουσιαστική ή θα γινόταν στο επίπεδο των εντυπώσεων;

 

Με συναίσθηση της ευθύνης

 

Μια εβδομάδα πριν από την ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου μπορούμε να πούμε τώρα ότι η διαδικασία εξελίχθηκε ικανοποιητικά, παρά τη στενότητα χρόνου. Οι διαφορές στα βασικά πολιτικά ζητήματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκαν, έχουν γίνει κατανοητές σε γενικές γραμμές. Το ίδιο και οι αντιλήψεις για την ταυτότητα του κόμματος, την απεύθυνσή του, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας σε όλες τις βαθμίδες και ειδικότερα στην ηγετική. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, διατυπώθηκαν με κριτική διάθεση ως προς τα μέχρι σήμερα ειωθότα, που δηλώνει μια ορισμένη αποστασιοποίηση από κρατούσες πρακτικές.

Για ένα κόμμα που είχε αναπτύξει έντονα αρχηγικά χαρακτηριστικά, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δεδομένο ή αυτονόητο μετά την ορθή επιλογή του Αλ. Τσίπρα να «παραμερίσει», όπως χαρακτηριστικά είχε πει, και τη μέχρι τώρα στάση του να μην εμπλακεί στη διαδικασία τής εκλογής νέου προέδρου. Το συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κάποιος είναι ότι όλοι οι παράγοντες του προβλήματος και της λύσης του έχουν δράσει με συναίσθηση της ευθύνης τους, παρά τις υποθέσεις άσπονδων εχθρών και «φίλων». Αυτό, βέβαια, δεν αρκεί, πλην όμως ήταν αναγκαία προϋπόθεση. Διαφαίνεται, πάντως, ότι, βαδίζοντας προς το έκτακτο συνέδριό του, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνθέσει μια νέα κοινή, ευρύτερα πλειοψηφική αντίληψη τόσο ως προς τις πολιτικές–προγραμματικές επιλογές του, όσο και ως προς τη συγκρότησή του ως κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς σε διαδραστική σχέση με την κοινωνία και τον σχεδιασμό τού παρόντος και του μέλλοντός της. Σε όλα τα επίπεδα, από την ηγεσία ως την οργάνωση μελών.

 

Ο κανόνας και η εξαίρεση

 

Υπάρχουν, πάντως, και εξαιρέσεις, που, στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μια τελευταία υποψηφιότητα, του Στ. Κασσελάκη, που αυτή την ώρα δεν ξέρουμε αν θα είναι και έσχατη, δεν έχει σχεδόν κανένα από τα χαρακτηριστικά των άλλων. Εισάγεται με προηγμένες επικοινωνιακές τεχνικές, με πλήρη απουσία συνεκτικών θέσεων όχι μόνο για την πολιτική του κόμματος, αλλά και για την υπόστασή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βίντεο με το οποίο αυτοπαρουσιάζεται, ουσιαστικά δεν προτείνει τον εαυτό του για επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για υποψήφιο πρωθυπουργό χωρίς οποιουδήποτε είδους διαμεσολάβηση. Επαγγέλλεται μια νικηφόρα υποψηφιότητα ως αντίπαλος του κ. Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Το κόμμα δεν υπάρχει ως έννοια, ως στάδιο, ως εργαλείο έστω. Και είναι λογικό, αφού, όπως ομολογεί, το πρότυπό του είναι το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, που το θεωρεί κατάλληλο και για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σίγουρα, τίποτα δεν είναι γραμμένο στην πέτρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, αλλά οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στις σταθερές ενός κόμματος δεν μπορεί να επιχειρείται έμμεσα και επ’ ευκαιρία, αλλά άμεσα και ενσυνείδητα με τις αναγκαίες συλλογικές διαδικασίες, όπου τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα και δίνονται συγκεκριμένες απαντήσεις.

 

Δημοκρατικά γενναίοι, πολιτικά αξιόπιστοι

 

Ας μην πούμε περισσότερα για την ιδεολογική-πολιτική σκευή του, γιατί δεν πρόκειται να τα πούμε καλύτερα από τον Αριστείδη Μπαλτά (βλέπε άρθρο του στην «Αυγή», 30-8-2023). Άλλωστε το πρόβλημα δεν είναι ο Κασσελάκης, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι καταστατικές διατάξεις του, που δίνουν τη δυνατότητα κυριολεκτικά στον οποιοδήποτε να εκτεθεί υποψήφιος για πρόεδρος του κόμματος. Και απαγορεύουν στο κυρίαρχο συλλογικό σώμα, το διαρκές συνέδριο, να εν-κρίνει πραγματικά και επί της ουσίας τις υποψηφιότητες, αντί να τις καταγράφει άκριτα σαν ληξίαρχος. Αυτό δεν ξέρω αν είναι «απέραντη δημοκρατική γενναιοδωρία» ή αυτοκτονικός ιδεασμός.

Την ώρα που όλοι οι πολιτικοί αναλυτές και οι δημοσκοπικές έρευνες μιλούν για έλλειμμα αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι επιτακτική ανάγκη να αποφεύγει με κάθε τρόπο να εκτίθεται σε προβληματικές καταστάσεις, όπου τα όρια μεταξύ ριζοσπαστικής καινοτομίας και παραδοξολογίας γίνονται άκρως δυσδιάκριτα.

Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει κανείς μπροστά σε μια τέτοια τροπή των πραγμάτων, είναι να τεθεί, από όσους έχουν δικαίωμα ομιλίας στο διαρκές συνέδριο, το θέμα και να ζητηθεί η δέσμευση, τουλάχιστον από όσους νιώθουν την ανάγκη, ότι στο αμέσως επόμενο συλλογικό σώμα θα προταθεί βελτιωμένη σχετική διάταξη με τις απαραίτητες δικλίδες ασφαλείας, που θα αποτρέπει την καταχρηστική αξιοποίηση της αναγκαίας δημοκρατικής ευαισθησίας.

Και βέβαια, την επί της ουσίας τοποθέτηση των υποψηφίων στα πολιτικά ζητήματα που εγείρονται με τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet