Η οργανωμένη οπαδική βία, που εμφανίστηκε στα βρετανικά γήπεδα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, προσελκύει σήμερα στην Ελλάδα κυρίως (μετ)έφηβους από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, που συχνά χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό σχολικής αποτυχίας και ροπή προς τη χρήση ουσιών. Παρά τη διεθνή πληθώρα ερμηνευτικών θεωριών αυτής της βίας, δεν έχει διατυπωθεί μέχρι σήμερα μια ερμηνεία καθολικής ισχύος λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εκδήλωσης του φαινομένου. Από τη μια μεριά, οι παράγοντες που υπέτειναν την εμφάνισή του δεν ταυτίζονται απαραίτητα με αυτούς που επηρέασαν τη μεταγενέστερη εξέλιξή του, η οποία είναι η συνισταμένη πολυάριθμων αλληλεπιδράσεων μεταξύ οπαδών, βίαιων οπαδών, νομοθετών, αστυνομικών δυνάμεων, ιδιωτικών σωμάτων ασφαλείας, ποδοσφαιρικών αρχών και παραγόντων, δημοσιογράφων και διαμορφωτών κοινής γνώμης, ενώ το κάθε στάδιο αυτής της εξέλιξης υπακούει επιπλέον σε δικές του δομικές και οργανωτικές λογικές. Κοινώς, ελάχιστα κοινά σημεία υπάρχουν μεταξύ της οπαδικής βίας της δεκαετίας του 1970 και αυτής του 21ου αιώνα. Από την άλλη, τα κίνητρα των βίαιων οπαδών, οι οποίοι έχουν διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές καταβολές, είναι τόσο διαφοροποιημένα και συχνά καθορισμένα από εθνικές ιδιαιτερότητες που ουσιαστικά αποδυναμώνουν κάθε συγκριτική προσέγγιση.

    Εφόσον η ερμηνεία της οπαδικής βίας δυσχεραίνεται εξαιτίας της εγγραφής της σε διαφορετικά σημεία αναφοράς για τη νοηματοδότησή της από τους οπαδούς, μια εναλλακτική προσέγγιση θα μπορούσε να εστιάσει στο υπόβαθρο της νοηματοδότησης αυτών των συμπεριφορών, υποθέτοντας ότι τα επεισόδια οπαδικής βίας παραπέμπουν σε πολλαπλές αναζητήσεις ατομικής/συλλογικής ταυτότητας. Κατ’ αυτή την άποψη, τα γήπεδα επιλέγονται ως κατ’ εξοχήν τόπος σύγκρουσης επειδή συνιστούν κοινωνικούς χώρους που, λόγω της μεγάλης δημοφιλίας και προβολής του ποδοσφαίρου, επιτρέπουν την ευρεία δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των ταυτοτήτων και εγγυώνται την κοινωνική ορατότητα που αναζητούν οι βίαιοι οπαδοί. Το κριτήριο της δημοφιλίας και της συνεπαγόμενης προβολής ενός αθλήματος εξηγεί εξάλλου σε μεγάλο βαθμό την εξάπλωση της οπαδικής βίας σε άλλα αθλήματα πέρα από το ποδόσφαιρο.

 

Σε ποια βάση συγκροτείται

 

    Στην Ελλάδα, η οπαδική βία συγκροτείται γύρω από ένα πλέγμα αναζητήσεων ταυτότητας, που αποτελεί εναλλακτικά ή σωρευτικά:

1. Έκφραση νεανικής υποκουλτούρας που, μέσω διεγερτικών εμπειριών, προσφέρει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα εδραίωσης της ταυτότητάς τους (χειραφέτηση, αυτοεπιβεβαίωση, αυτοπραγμάτωση και αναγνώριση) έναντι της γονεϊκής εξουσίας και της υπόλοιπης κοινωνίας.

2. Έκφραση έμφυλης ταυτότητας μέσω της εδραίωσης του ανδρισμού των συμμετεχόντων.

3. Έκφραση εδαφικής ταυτότητας, από τη μικροκλίμακα της κερκίδας μέχρι τη γειτονιά, την πόλη, την περιφέρεια και, στο άλλο άκρο, την εθνική επικράτεια.

4. Έκφραση πολιτικής ταυτότητας δεδομένου ότι, λόγω της υψηλής κοινωνικής ορατότητας τους, τα γήπεδα λειτουργούν ως χώροι πολιτικής στρατολόγησης και επίδειξης πολιτικών ιδεολογιών, ιδίως ακραίων. Η οπαδική πολιτικοποίηση δεν έχει ενιαία γνωρίσματα καθώς μπορεί: α) να αντανακλά υπαρκτές πολιτικές πεποιθήσεις, συγκροτημένες ή επιφανειακές, β) να εκφράζει ένα φαντασιακό σε συνάρτηση με την ιστορική παράδοση του ποδοσφαιρικού συλλόγου ή του οπαδικού συνδέσμου, γ) να είναι μιμητισμός, ως μέρος της διαδικασίας ένταξης σε έναν οπαδικό σύνδεσμο, και δ) να παραπέμπει απλώς σε ένα lifestyle.

5. Έκφραση  φυλετικής ταυτότητας μέσω της επίδειξης μιας φαντασιακής φυλετικής υπεροχής βασισμένης στην ανωτερότητα της λευκής φυλής.

6. Έκφραση παραβατικής ταυτότητας, με ενεργή συνέργεια ατόμων εκτός του οπαδικού χώρου. Πολλές φορές, συμπλοκές μεταξύ αντίπαλων οπαδών υποκρύπτουν παραβατικές αντιπαλότητες που εκδηλώνονται προς τα έξω υπό τον μανδύα της οπαδικής βίας καθώς οι συμμετέχοντες είναι ταυτόχρονα οπαδοί και π.χ. διακινητές ναρκωτικών –δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις ως προς το εύρος και τη σοβαρότητα της οπαδικής βίας.

 

Στρατηγικές διαχείρισης

 

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα οι στρατηγικές διαχείρισης της οπαδικής βίας εστιάζουν διαχρονικά κυρίως στην καταστολή και, δευτερευόντως, σε αποσπασματικά προληπτικά μέτρα, αφήνοντας άθικτους τους λόγους έλξης ενός μέρους της νεολαίας προς την οπαδική βία, ο κύριος λόγος της διαιώνισης του φαινομένου δεν έγκειται τόσο στις ιδιαιτερότητες της εκδήλωσης του ή στη συστηματική ή μη εφαρμογή των όποιων μέτρων, όσο στην απουσία αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των λόγων υιοθέτησης αυτής της βίαιης συμπεριφοράς και των στρατηγικών διαχείρισής της. Οπουδήποτε έχει υιοθετηθεί αυτή η αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, που προϋποθέτει συνεργασία κρατικών και ποδοσφαιρικών αρχών και παραγόντων, έχει υπάρξει ατελέσφορη. Ακόμα χειρότερα, θεωρείται ότι έχει συμβάλει στην επιδείνωση του φαινομένου καθώς η ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας εντός των γηπέδων προκάλεσε τη μετατόπιση της οπαδικής βίας εκτός γηπέδων και τη ριζοσπαστικοποίηση της εκδήλωσης της με τη χρήση όπλων ή αντικειμένων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα.

Θετικά αποτελέσματα ως προς τον έλεγχο της οπαδικής βίας έχουν καταγραφεί μόνο από ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη που εφάρμοσαν διαμετρικά αντίθετη πολιτική, με το πλέον πετυχημένο πρότυπο να είναι το Βέλγιο που, μετά την τραγωδία του Χέιζελ το 1985, αποφάσισε να διαχειριστεί την οπαδική βία με τρόπο ουσιωδώς δυναμικό. Εφαρμόστηκε μια μακρόπνοη προληπτική πολιτική, που ενέπλεκε κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους κ.ά., με σκοπό την άμεση πλαισίωση των ήδη βίαιων οπαδών και, σε δεύτερο χρόνο, την αναχαίτιση της διάδοσης του φαινομένου στις επόμενες γενιές. Σε βάθος περίπου εικοσαετίας, η βελγική οπαδική βία μειώθηκε αισθητά. Όταν αυτό κατέστη σαφές, οι κατευθυντήριες γραμμές αυτής της πολιτικής υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως η βέλτιστη στρατηγική διαχείρισης του φαινομένου.  

 

Γιατί όχι και στην Ελλάδα;

 

Στο εύλογο ερώτημα του γιατί δεν υιοθετούνται παρόμοιες προληπτικές πολιτικές στην Ελλάδα, η απάντηση είναι κυνικά απλή. Οι προληπτικές πολιτικές που αποφέρουν καρπούς σε βάθος δεκαετιών είναι μεν κοινωνικά αναγκαίες, αλλά παραμένουν πολιτικά απρόσφορες καθώς δεν προσκομίζουν άμεσα ορατά αποτελέσματα, εκλογικά εξαργυρώσιμα, στην κυβέρνηση που θα τις υιοθετήσει. Συνεπώς, όπως εξάλλου παρατηρείται και σε άλλα πεδία, η προώθηση του κοινού καλού παραγκωνίζεται προς όφελος της όσο το δυνατόν καλύτερης εξασφάλισης της ενίσχυσης ή, έστω, διατήρησης της πολιτικής εξουσίας μέσω της εντύπωσης ότι αυτή παράγει έργο. Το κατασταλτικό οπλοστάσιο καθησυχάζει την κοινή γνώμη ως προς την πρόθεση και τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ελέγξει αποφασιστικά αυτή τη μορφή βίας, καλλιεργώντας τη ψευδαίσθηση της επικείμενης αποκατάστασης της διαταραχθείσας δημόσιας τάξης και διατηρώντας ακέραιο το κύρος της κυβέρνησης στα μάτια του εκλογικού σώματος. Όταν αυτό το ψευδεπίγραφο αφήγημα διαψεύδεται από την πραγματικότητα, η διαιώνιση της οπαδικής βίας παρουσιάζεται πάντα ως αποτέλεσμα ανεπαρκών κατασταλτικών μέτρων, η ενίσχυση των οποίων εμφανίζεται πάλι ως αναγκαία καθώς θα επιφέρει νομοτελειακά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτή η πολιτικά επωφελής προσκόλληση στην κατασταλτική λογική, παρά την οφθαλμοφανή εγγενή αδυναμία της να ελέγξει την οπαδική βία, εθίζει επιπλέον την κοινωνία στην κανονικότητα της καταστολής, ως κύριο εργαλείο διαχείρισης της παραβατικότητας εν γένει, με μόνο εντέλει αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό κόστος, όλης της κοινωνίας και ιδίως ενός μέρους της νεολαίας της σε ένα φαύλο κύκλο αέναα κλιμακούμενης βίας.

 

Αναστασία Τσουκαλά Η Αναστασία Τσουκαλά είναι ομότιμη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Université Paris-Saclay Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet