Το αναγνωστικό κοινό της Εποχής γνωρίζει την Σοφία Ξυγκάκη από τα καλογραμμένα κείμενά της στις σελίδες που είναι αφιερωμένες στον πολιτισμό. Αλλά και εδώ στις Ιδέες έχουμε απολαύσει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις της με διάφορα πρόσωπα της δικής της επιλογής. Αυτή τη φορά συνομιλεί με την Χριστίνα Πετροπούλου, επ’ ευκαιρία της πρόσφατης παρουσίασης του βιβλίου της «Τα εγγόνια του Ομήρου» (εκδόσεις Επίκεντρο, 2023). Η Χριστίνα Πετροπούλου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με γνωστικό αντικείμενο «Γλώσσα, Μνήμη και Ταυτότητα στην Κάτω Ιταλία».
Χ.Γο.
«Ίσως δεν υπάρχει χειρότερη λέξη, σε καμία γλώσσα, από τη λέξη είναι. Όταν με ρωτάνε εσύ τι είσαι; δεν ξέρω ν’ απαντήσω [...]. Για μένα η ερώτηση είναι πάρα πολύ προβληματική και προέρχεται από την επιμονή των περισσότερων κρατών του κόσμου να συνταυτίζουν το κράτος με την ταυτότητα, κάτι που δεν ήταν ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των εθνικών κρατών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας […]. Δυστυχώς στις μέρες μας τα κράτη έχουν ξαναγίνει εθνικά κράτη, πάντα με την ιδέα ότι η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να αποφασίζει τα πάντα για όλους [...]». Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος και ομότιμος καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Μάικλ Χέρτζφελντ, στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, τονίζοντας, στη συνέχεια, τη σπουδαιότητα της γλώσσας ως ζωντανό μέρος της καθημερινής ζωής.
Ο Αντονίνο Κολαγιάννι, ομότιμος καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza, προλογίζοντας το βιβλίο «Τα εγγόνια του Ομήρου», εξήρε τη σημαντική και πρωτότυπη συνεισφορά της έρευνάς της κοινωνικής ανθρωπολόγου, Χριστίνας Πετροπούλου στο θέμα της «ιστορικής κατασκευής της ταυτότητας», των Ελλήνων της Καλαβρίας, και της κεντρικής σημασίας της γλώσσας ως επίσημου οργάνου της «νέας συλλογικής συνείδησης που αναδείχτηκε στην περιοχή από τη δεκαετία του ’70».
Πώς προέκυψε και τι αποκαλείται «αφύπνιση της ελληνικότητας»; Πώς «άτομα στιγματισμένα από μια “κοινωνική κατωτερότητα” μετατράπηκαν σιγά σιγά σε δικαιούχους μιας “ευγενούς πολιτισμικής κληρονομιάς” που ανάγεται στη “Μεγάλη Ελλάδα”»; Με τι τρόπο συνέβαλαν οι πολιτιστικοί σύλλογοι ή οι ομάδες καθηγητών Λυκείου, στο Ρήγιο (Reggio) και στην Αθήνα, στην επανεκτίμηση της ελληνικής γλώσσας της Καλαβρίας και του τοπικού πολιτισμού εν γένει; Ποιοι αποκαλούνται, τελικά Εγγόνια του Ομήρου; Η Χριστίνα Πετροπούλου με την επιτόπια έρευνα πολλών χρόνων στο χωριό Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας, μοιράζεται τις εμπειρίες της και δίνει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Καταρχάς, θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς ξεκίνησες αυτήν την έρευνα.
Αρχές της δεκαετίας του ’80, ως υπότροφος του ΙΚΥ, βρέθηκα στην Ιταλία για σπουδές Eθνολογίας-Κοινωνικής Aνθρωπολογίας. Κάπου είχα διαβάσει για τα ελληνόφωνα χωριά, οπότε σκέφτηκα να κάνω το διδακτορικό μου με αυτό το θέμα, καθώς υπήρχε παντελής έλλειψη ανθρωπολογικής βιβλιογραφίας. Τότε, στην Ελλάδα, ήταν άγνωστος ακόμη και ο όρος Κοινωνική Ανθρωπολογία. Η έρευνα ξεκίνησε το καλοκαίρι του ’84, στο Γκαλλιτσιανό, μετά από περιπέτειες και δυσκολίες.
Αναφέρεις πως, στην αρχή, θεωρούσες ότι το χωριό, το Γκαλλιτσιανό, θα σου φαινόταν οικείο καθώς κι εσύ είχες ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής σου σε αγροτικό τόπο, όμως δεν είχες υπολογίσει τις ιδιομορφίες της κάθε κοινωνίας.
Έχοντας μεγαλώσει στην ορεινή Αρκαδία (Τουρκολέκα), αναγνώριζα αρκετές ομοιότητες. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε διαφορετική πραγματικότητα, στον ιταλικό Νότο, και μάλιστα στο Ασπρομόντε, περιοχή δύσκολη από κάθε άποψη. Επομένως, όφειλα να μελετήσω τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, ώστε να προσαρμοστώ σε αυτές, κατά το δυνατόν, διαδικασία καθόλου εύκολη.
Aναφέρεσαι στη Νότια Ιταλία ενώ πολλοί, όπως οι κάτοικοι της Β. Ιταλίας, ακόμα και τώρα, την χαρακτηρίζουν Κάτω Ιταλία, που νοηματοδοτεί κάτι άλλο, υποτιμητικό, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
O όρος παραπέμπει στο 19ο αιώνα. Η ιταλική Ενοποίηση (1861) ανέδειξε τις διαφορές Βορρά - Νότου. Η «Bassa Italia» υποδήλωνε όχι μόνο γεωγραφική προέλευση αλλά και «κατώτερη» καταγωγή. Δηλαδή, έναν κόσμο «οπισθοδρομικό», «απολίτιστο», «άξεστο», σε αντίθεση με τον «πολιτισμένο» Βορρά. Φυσικά, ούτε όλος ο Βορράς ούτε όλος ο Νότος υπήρξαν ποτέ ομοιογενείς πραγματικότητες - και αυτό έχει γενικότερη ισχύ. Στην Ελλάδα συνηθίζεται ο όρος «Κάτω Ιταλία», αφού ως «κατωϊταλικά ιδιώματα και διάλεκτοι» έχουν επισήμως καταγραφεί από την Ακαδημία Αθηνών τα ομιλούμενα, έως σήμερα, ελληνικά της Καλαβρίας (γκρέκο) και Απουλίας (γκρίκο).
Μου έρχεται στο νου το Nord (Βόρεια) Italia και το Sub (Κάτω) Italia όχι Sud (Νότια), και είναι χαρακτηριστικό. Είναι γνωστό ότι στην περιοχή είναι έντονη και η παρουσία της Natrangheta (ανδραγαθία), της τοπικής μαφίας.
Δρα στην περιοχή από τον 18o αιώνα και σήμερα επεκτείνεται σε πολλές χώρες. Δεν υπήρξε αντικείμενο της έρευνάς μου, ωστόσο βίωσα τη δυναμική παρουσία της στην καθημερινή ζωή, σε επίπεδο νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Εννοώ τη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα του κόσμου, σύνηθες στην ανθρωπολογική έρευνα, εδώ όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως την πρώτη περίοδο.
Στο Γκαλλιτσιανό πήγες βέβαια ως ερευνήτρια και, στη συνέχεια, συνδέθηκες μαζί τους συναισθηματικά, κάτι πολύ ουσιαστικό, προϋπόθεση για την εργασία σου.
Οι σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης, σεβασμού και εκτίμησης ανάμεσα σε ερευνητή και ερευνώμενη κοινωνία αποτελούν προϋπόθεση για μια σοβαρή και σε βάθος ανθρωπολογική έρευνα. Όλα αυτά, καθώς και μια ουσιαστική και μακράς διάρκειας (έως σήμερα) συναισθηματική σχέση με όλον τον κόσμο, τα πέτυχα με πολλή δουλειά, σεβασμό, υπομονή και επιμονή.
Πάντως, η ιστορία του χωριού είναι πολύ σκληρή - είχε πολέμους, μεταναστεύσεις, αγωνία για την επιβίωση, δυσκολία επαφής με τον υπόλοιπο κόσμο. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι έτσι δημιουργήθηκαν λαϊκοί ήρωες, υπερασπιστές των αδύναμων, όπως ο ληστής Μουζολίνο (Musolino), για παράδειγμα.
Η φράση που έλεγαν οι κάτοικοι του χωριού αναφερόμενοι στο παρελθόν ήταν «ούτε τα σκυλιά…»/«manco ta sciddìa…». Αυτές οι συνθήκες, καθώς και η άνιση αντιμετώπιση του Νότου έναντι του Βορρά, εξέθρεψαν το φαινόμενο της ληστείας, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή στη Νότια Ιταλία δεν ήταν ο σεισμός του 1783;
Η μεγαλύτερη που έπληξε τον Νότο τον 18ο αιώνα. Το Ρέτζιο (Reggio) και η Μεσίνα ισοπεδώθηκαν, παλιρροϊκά κύματα ολοκλήρωσαν την καταστροφή, αφήνοντας πίσω χιλιάδες νεκρούς. Επλήγησαν και πολλά ορεινά χωριά.
Η επιδίωξη της Ιταλίας του Μουσολίνι, τη δεκαετία του ’30, να προσαρτήσει την Αιθιοπία, προκειμένου να επεκτείνει την αυτοκρατορία, είχε θεωρηθεί από τους αγρότες μια ευκαιρία για να ζήσουν αξιοπρεπώς.
Η περιοχή είχε ελάχιστες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οπότε, για χειρώνακτες και μικροϊδιοκτήτες γης, η Αιθιοπία φάνταζε μια καλή ευκαιρία. Ο Μουσολίνι έχει μείνει στη μνήμη των ανθρώπων ως «ο ευεργέτης του αγροτικού κόσμου», χάρη στους νόμους περί αγροληψίας, αγροτικών συντάξεων κ.ά. Αυτό δεν σημαίνει ότι το χωριό υποστήριζε τη φασιστική ιδεολογία. Την εποχή της έρευνας υπήρχε και Τοπική Οργάνωση του σοσιαλιστικού κόμματος και έφτανε και η εφημερίδα «Avanti».
Η αγροτική περιουσία ήταν βέβαια κομβικής σημασίας, όπως αναφέρεις στο κεφάλαιο του βιβλίου σου για την οικογένεια και τη συγγένεια. Η ενδογαμία στηρίχτηκε πάρα πολύ στην κατοχή ζώων και χωραφιών.
Αγροτο-κτηνοτροφικές κοινωνίες χωρίς χωράφια και ζώα δεν μπορούν να υπάρξουν. Είναι οι βασικοί πόροι επιβίωσής τους. Η ενδογαμία είναι κάτι διαφορετικό. Αποτελεί συγκεκριμένη γαμήλια στρατηγική των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων με προτιμητέο σύζυγο έναν πρώτο ξάδελφο, ώστε η περιουσία να μην αλλάζει χέρια.
Στο βιβλίο σου αναφέρεις τις καλές (buone) «ράτσες» και τις φτωχές (tinte). Οι φτωχές πώς τα κατάφερναν; Ο γάμος με τις καλές, προφανώς, ήταν ανέφικτος.
Μα σε ποια κοινωνία ο δρόμος των φτωχών ήταν/είναι ελεύθερος και ανοιχτός προς τους πλούσιους; Τα κατάφερναν όπως πάντα: με σκληρό αγώνα για τον επιούσιο και μόνο. Γι’ αυτό, στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έχουμε υψηλά ποσοστά συγγενειακής ενδογαμίας.
Για να επιστρέψουμε στις συγγένειες που έχουν πολύ ενδιαφέρον. Αναφέρεις δύο ειδών συγγενείς: τους στενούς και τους εκ σεβασμού.
Οι πρώτοι κατάγονται ο ένας από τον άλλον, οι δεύτεροι είναι οι εξ αγχιστείας.
Επίσης, υπάρχει ο καλός γαμπρός που ήταν ο πρώτος ξάδελφος, όπως ήδη ανέφερες. Ποιος κρατούσε όλη την περιουσία;
Αναφερθήκαμε στον πρώτο ξάδερφο και το θέμα αφορά τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Το ποιος κρατούσε όλη την περιουσία αφορά τους γαιοκτήμονες, όπου παντρευόταν μόνο ο πρωτότοκος (αρρενοπρωτοτοκία), ο οποίος κληρονομούσε όλη την περιουσία και οι υπόλοιποι ήταν στη δούλεψή του.
Κι αν πέθαινε ο σύζυγος, χωρίς απογόνους, η χήρα όφειλε να παντρευτεί τον αδελφό του, προκειμένου να τεκνοποιήσουν;
Δεν όφειλε, μπορούσε όμως να συμβεί. Έχω καταγράψει δύο περιπτώσεις ανδραδελφογαμίας (levirato), κάτι που παραπέμπει σε αρχαίες κοινωνίες της Μεσογείου, όπως το Ισραήλ, καθώς ήταν σημαντικό να αφήσει κανείς απογόνους, ώστε να συνεχιστεί το όνομά του και να διατηρηθεί η περιουσία του.
Υπήρχαν και οι αποκαλούμενες λευκές χήρες, οι άντρες των οποίων είχαν μεταναστεύσει, κυρίως στην Αργεντινή, και δεν επέστρεψαν ποτέ.
Η λευκή χηρεία ήταν έντονη σε όλο τον Νότο. Οι μετανάστες δυσκολεύονταν να επιστρέψουν λόγω των υψηλών ναύλων, αρκετοί είχαν δημιουργήσει νέες οικογένειες, συνήθως όμως έστελναν οικονομική βοήθεια. Οι λευκές χήρες ζούσαν εξαιρετικά δύσκολα. Οι ιστορίες τους είναι συγκλονιστικές, στο βιβλίο αναφέρομαι σε μία από αυτές, αν και έχω καταγράψει πολύ περισσότερες.
Η εκκλησία πώς αντιμετώπιζε την ενδογαμία;
Ως μία κοινωνική πραγματικότητα, άρα ήταν ανεκτική. Υπήρχε συγκεκριμένο τυπικό στην Καθολική Εκκλησία για τη διευθέτηση τέτοιων θεμάτων. Ο τοπικός Επίσκοπος απευθυνόταν στο Βατικανό, το οποίο, κατά κανόνα, έδινε τη συγκατάθεσή του.
Για να γυρίσουμε λίγο στο Βορρά-Νότο, έχουμε μια εικόνα από τις αρχές του ’60 και το οικονομικό μπουμ του Βορρά, οπότε και η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση Νοτίων προς το Βορρά. Από πότε, όμως, είχε ξεκινήσει το ζήτημα του Νότου; Εννοώ πώς αναπτύχθηκε η ιδέα της «έμφυτης» κατωτερότητας του Νότου, με όλα τα στερεότυπα, των τεμπέληδων, ας πούμε;
Οι απαρχές ανάγονται στην Ενοποίηση, που λειτούργησε ως ηγεμονία του Βορρά έναντι του Νότου. Η ιθύνουσα τάξη συνεπικουρούμενη από τις ιδέες της φυλετικής θεωρίας του 19ου αιώνα, κατά την οποία υπήρχε μία «πολιτισμένη»Ιταλία (Βορράς) και μία «βάρβαρη» (Νότος), απέδωσε τις ανισότητες όχι σε οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, αλλά σε βιολογικούς, δημιουργώντας αντίστοιχα στερεότυπα. Σθεναρή αντίδραση προέβαλαν οι Meridionalisti, πολιτικοί, επιστήμονες, κοινωνικοί ακτιβιστές, που δημιούργησαν ένα ρεύμα σκέψης και πολιτικής πράξης υπέρ του Νότου, αναδεικνύοντας την ύπαρξη ενός «νότιου ζητήματος» στην καρδιά του νεότευκτου κράτους.
Οπότε, θεωρείς ότι έτσι, κατά κάποιο τρόπο, υποτιμήθηκαν και οι γλώσσες, το γκρέκο/γκρίκο, εν προκειμένω;
Οι γλώσσες δεν υποτιμήθηκαν εξαιτίας του Νότιου Ζητήματος. Δεν έχουμε σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Ετερόγλωσσοι πληθυσμοί υπάρχουν και στον Βορρά. Το γκρέκο/γκρίκο και οι υπόλοιπες ιστορικές γλωσσικές μειονότητες της Ιταλίας (αλβανική, καταλανική, κροατική, σαρδική, σλοβενική, γερμανική, φριουλική, γαλλοπροβηγκιανή, οξιτανική, λαδινική) αποτελούν ειδική κατηγορία γλωσσών, οι οποίες υποτιμήθηκαν και υπέστησαν διώξεις επί φασισμού, κυρίως όσες εξέφραζαν και εθνική συνείδηση (π.χ. Σλοβένοι, Κροάτες).
Υποτιμήθηκαν ως εχθρικές απέναντι στο ιταλικό έθνος, ενάντιες δηλαδή στην ομοιογενή κοινωνία;
Ακριβώς! Οι ελληνόφωνοι, μη διαθέτοντας εθνική ελληνική συνείδηση, βίωσαν αυτές τις διακρίσεις σε μικρότερο βαθμό.
Πότε το γκρέκο, ας πούμε, επανεκτιμήθηκε;
Οι διαδικασίες ξεκίνησαν στα τέλη του 1960 και είχαν ως αποτέλεσμα την επίσημη αναγνώριση το 1999, με τον Ν.482 που αφορά όλες τις παραπάνω γλωσσικές μειονότητες. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά το Συμβούλιο της Ευρώπης με τον Χάρτη των Περιφερειακών και Μειονοτικών Γλωσσών, θεωρώντας τες ως συστατικό στοιχείο της γλωσσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς της ΕΕ.
Μαζί με τη γλώσσα είχαν αναπτυχθεί και κάποια στερεότυπα. Για παράδειγμα, ότι οι Ελληνίδες υφαίνουν γιατί αποστρέφονται το μηχανοκίνητο κέντημα.
Η καταγωγή της γλώσσας, παραπέμποντας σε λαμπρές ιστορικές περιόδους (Μεγάλη Ελλάδα - Βυζάντιο), πυροδότησε τη φαντασία πολλών Ελλήνων, οι οποίοι νόμιζαν ότι στην Καλαβρία θα συναντούσαν αρχαίους προγόνους με χλαμύδες, σάνδαλα, περικεφαλαίες κ.ο.κ. Επειδή αυτά απείχαν έτη φωτός από την πραγματικότητα, τα επινόησαν ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως και τα παρουσίαζαν ως τέτοια στο ελληνικό κοινό. Σίγουρα, καμία γλώσσα από μόνη της δεν ενέχεται στη δημιουργία στερεοτύπων.
Η Ανζέλ Μεργιανού-Βογασάρη με τα βιβλία της Ταξιδεύοντας στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας και Λαογραφικά των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας, τι ρόλο έπαιξε σε σχέση με την πραγματικότητα και την καθημερινότητα των Ελληνόφωνων; Αφού, παρά τα στερεότυπα που παρουσίασε, συνέβαλε σαφώς θετικά στις γνώσεις μας για τις εν λόγω περιοχές.
Αναμφίβολα αγάπησε αυτόν τον κόσμο και αγαπήθηκε, οργάνωσε αρκετά ταξίδια στην Ελλάδα, συνέβαλε στην επανεκτίμηση της γλώσσας και στο να γίνει ευρύτερα γνωστή η ύπαρξή της, θεωρείται η «Μητέρα των Ελληνοφώνων». Αυτή είναι η μια πλευρά. Η άλλη είναι ότι μέσα από τα βιβλία της διέδωσε μια εικόνα φαντασιακή, που ουδεμία σχέση έχει με την εκεί πραγματικότητα και καθημερινότητα.
Μια ορφική εικόνα, επίπλαστη;
Ακριβώς! Όμως, σε μεγάλο βαθμό, η εικόνα αυτή αναπαράγεται έως και σήμερα.
Ίσως ότι αυτοί είναι και οι συνεχιστές της γνήσιας γλώσσας.
Πρόκειται για μια από τις… διαπιστώσεις που οι Ελληνόφωνοι έκαναν στα πρώτα ταξίδια στην Ελλάδα: ότι οι Έλληνες μιλούν «μπάσταρδα ελληνικά», λόγω Τουρκοκρατίας, και καλό είναι να πάνε στην Καλαβρία να μάθουν τη γνήσια γλώσσα.
Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον για τις γλωσσικές μειονότητες;
Αρχικά ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Χρησιμοποιούμενες Γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1981). Στη συνέχεια (1992), το Συμβούλιο της Ευρώπης επεξεργάστηκε τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών Μειονοτικών Γλωσσών, σε ισχύ από το 1998. Ακολούθως, το κάθε κράτος-μέλος μπορούσε με εθνικό νόμο να επικυρώσει ή μη τον Χάρτη. Η Ιταλία είναι από τις πρώτες χώρες που τον επικύρωσε (1999), αποτελώντας παράδειγμα προς μίμηση.
Γράφεις ότι, το 1975, σε ένα σεμινάριο, τη δεύτερη μέρα των εργασιών, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι ανέπτυξε μια προβληματική σύμφωνα με την οποία η διάλεκτος γεννιέται και πεθαίνει στα σαλόνια και ελάχιστα αφορά τα λαϊκά στρώματα. Αλήθεια δεν είναι αυτό;
Βεβαίως! Ο Παζολίνι εστίαζε πάντα στην ουσία. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να αναδύονται από την αστική τάξη («στα σαλόνια») κινήσεις υπεράσπισης του αγροτικού πολιτισμού, αφού προηγουμένως η ίδια αυτή τάξη έχει υποτιμήσει τον κόσμο αυτόν, κάνοντάς τον να ντρέπεται γι’ αυτό που είναι.
Υπάρχει η άποψη ότι η γλώσσα ίσως συνέβαλε και σε μια «μουσειοποίηση» των χωριών.
Ποτέ μια γλώσσα δεν μουσειοποιεί έναν τόπο. Η μουσειοποίηση είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, κυρίως πολιτικών επιλογών. Σήμερα τα χωριά, εγκαταλελειμμένα από τον κόσμο τους προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, έχουν «μουσειοποιηθεί» με βασικό σημείο αναφοράς τη γλώσσα.
Θέλω να μου σχολιάσεις μια φράση του βιβλίου σου: Ότι, ενώ η γλώσσα ακολουθεί φθίνουσα πορεία, γίνεται πολύς λόγος γι’ αυτήν, υπερισχύει της χρήσης της και περισσότερο βλέπει κανείς τη γλώσσα παρά την ακούει.
Το γκρέκο, παρότι ακούγεται από ελάχιστους εναπομείναντες ηλικιωμένους, δεν αποτελεί πλέον ρέουσα γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι νεκρή. Σήμερα γνωρίζει μια νέα «ζωτικότητα» μέσα από άλλες λειτουργίες, κυρίως οπτικές (τοπόσημα, οδωνύμια, ονομασίες Συλλόγων, εστιατορίων, δράσεων) και επιτελεστικές (τραγούδια, δρώμενα). Αποτελεί το συμβολικό κεφάλαιο αυτού του κόσμου, την κατεξοχήν πολιτιστική κληρονομιά του.
Παράλληλα με τα παραπάνω, υπήρξε και μια τουριστική αξιοποίηση των γκρεκάνικων, έτσι δεν είναι;
Σήμερα η γλώσσα προβάλλεται ως η ειδοποιός πολιτισμική διαφορά σε σχέση με τον περίγυρο. Σε συνδυασμό και με τις προσπάθειες αναβίωσης της ορθοδοξίας, συμβάλλει καθοριστικά στον πολιτιστικό τουρισμό. Μπορεί οι προσπάθειες διάσωσης της γλώσσας να μην απέδωσαν τα επιθυμητά αποτελέσματα, εντούτοις η ίδια λειτούργησε ως διασώστρια της τοπικής οικονομίας, αφού τα πάντα στρέφονται γύρω από αυτήν. Ο όρος «γκρεκάνικο» αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν της περιοχής, με προεκτάσεις σε όλη σχεδόν την Καλαβρία αλλά και στη Σικελία. Βεβαίως, το σημαντικότερο που έχει επιτευχθεί μέσα από όλ’ αυτά είναι ότι ο ελληνόφωνος κόσμος δεν νιώθει πια ντροπή αλλά υπερηφάνεια για τη γλώσσα του.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης