Γιώργος Μαρκόπουλος «Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη», «Η ποίηση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου», «Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη», εκδόσεις Εκάτη, 2022
Ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι φτιαγμένο με αθώα υλικά, με οικείες εικόνες του καθημερινού μας περίγυρου. Πρόκειται, όμως, για μια καθημερινότητα που συνορεύει κάποτε με τη μελαγχολία. Σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Μαρκόπουλου αναλαμβάνει και η λειτουργία της μνήμης ενώ στους στίχους του εκδηλώνεται κι ένα αίσθημα διαρκούς ματαίωσης και ήττας. Η ήττα αυτή, ωστόσο, δεν εκφράζει την ήττα την οποία βίωσαν οι ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά κάτι άλλο, πιο ατομικό και εσωτερικό.
Στο μεταξύ, ο Μαρκόπουλος γράφει εδώ και πολλά χρόνια κριτική ποίησης, δείγμα της οποίας είναι, σε δοκιμιακή μορφή, και οι τρεις πυκνές μονογραφίες του για τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και τον Αντώνη Φωστιέρη.
Κριτές και κρινόμενοι ανήκουν στη δικαίως πολυσυζητημένη γενιά του 1970, με τη διαφορά πως μιλώντας για ποιητικά μεγέθη αυτής της τάξης είναι προτιμότερο να τα αποσπάσουμε από το στενό πλαίσιο μιας γενιάς με πλήθος, ούτως ή άλλως, εσωτερικές και εξωτερικές διαφοροποιήσεις, και να μιλήσουμε για διακεκριμένους εκπροσώπους της νεότερης, της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, που έχουν υπερβεί προ καιρού τα σύνορα τόσο των γενεών όσο και των γραμματολογικών σχημάτων.
Δεν θα μιλήσω, ξεκινώντας, ούτε για το περίπου αυτονόητο γεγονός πως ο Μαρκόπουλος δεν γράφει ούτε μία λέξη για τη δική του ποίηση σε σχέση με τους τρεις ή για τους φιλικούς και αγαπητικούς δεσμούς που είχε επί δεκαετίες με τον Βαρβέρη (έφυγε από τη ζωή το 2011) και με τον Παπαγεωργίου (έφυγε το 2021) και διατηρεί ακόμη με τον Φωστιέρη. Και στις τρείς μονογραφίες, ο Μαρκόπουλος αποφεύγει να κάνει κατάχρηση του όρου «γενιά του 1970», πιστεύοντας, όπως κι εγώ, πως και οι τρείς ποιητές βρίσκονται μακριά από ανάλογους περιορισμούς (καθώς και ο ίδιος, αν είναι να ανακαλέσουμε την ποιητική του ιδιότητα). Εκείνο που θεωρώ αναγκαίο να σημειώσω προκαταρκτικά είναι πως τα γραπτά του Μαρκόπουλου συνιστούν υπόδειγμα δοκιμιακής γραφής: χωρίς εξειδικευμένη ορολογία και φιλολογικές παραπομπές, μακριά από μια εκ των προτέρων επιδεικτική, ακατανόητη και δύσβατη γλώσσα, δίχως την ελάχιστη πόζα και προσποίηση. Διακρίνει, παρόλα αυτά, κανείς στη δοκιμιακή γραφή του μελετητή τη βαθιά ποιητική του γνώση, που ανατρέχει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την εμπειρία του με τα άδυτα του ποιητικού εργαστηρίου και το λεπταίσθητο βάθος των προσεγγίσεών του, ιδίως όταν πρόκειται να μπει σε περίπλοκα ζητήματα της εκ των ένδον άρθρωσης και λειτουργίας του ποιητικού λόγου, οπότε και εμφανίζει στο τραπέζι τα βαριά χαρτιά του, χαρτιά απαραίτητα για να φωτιστούν ο φιλοσοφικός κόσμος, οι τεχνικές δυνατότητες και οι ηθικές ποιότητες των ποιητών, αλλά και το πεδίο της ευρύτερης εμβέλειάς τους. Τα εκτενή παραθέματα ποιημάτων τα οποία χρησιμοποιεί ο Μαρκόπουλος για να στηρίξει και να αναπτύξει τα επιχειρήματά του μπορεί να λειτουργήσουν και ως μια αποσπασματική ανθολογία των τριών, ικανή να εκπέμψει μια σφαιρική εικόνα του έργου τους, και, βεβαίως, με το δεδομένο πως το τελευταίο εξετάζεται εξαντλητικά, από την πρώτη μέχρι και την έσχατη συλλογή.
Το συνδετικό νήμα
Υπάρχει κάποιο συνδετικό νήμα μεταξύ του Βαρβέρη, του Παπαγεωργίου και του Φωστιέρη; Ο Μαρκόπουλος μας λέει πως αυτό δεν είναι άλλο από το ζεύγος του έρωτα και του θανάτου. Ζεύγος διαχρονικό στην ποίηση, στις τέχνες και στη φιλοσοφία, μόνο που τώρα διαμοιράζεται ανάμεσα σε τρεις και σύμφωνα με τον βαθμό συμμετοχής του καθενός στο φάσμα του. Κι αν ο Βαρβέρης τείνει να γύρει προς τον θάνατο, μια και δεν επιζητεί ποτέ να πλεύσει με ανοιχτά πανιά προς τον έρωτα, ο Παπαγεωργίου και ο Φωστιέρης θα κατανείμουν αλλιώς τις αναλογίες.
Ποιητής της πόλης και όχι της φύσης, με προσωπεία που κρύβουν καλά το έρημο τοπίο της εσωτερικής μεταμόρφωσης, βασισμένος πρωτίστως στη χρήση της μεταφοράς, του συμβόλου και της εικόνας, παιγνιώδης, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, ο Βαρβέρης δεν θα χαρίσει, ό,τι κι αν μεσολαβήσει, ένα στέμμα στον έρωτα ή, έστω, δεν θα του παραχωρήσει κάποια θέση πρωτοκαθεδρίας. Από ένα σημείο και ύστερα, μάλιστα, της πορείας του, ο θάνατος θα εγκατασταθεί στο κέντρο του ποιημάτων, με τον ίδιο να αλλάζει τη μια μετά την άλλη τις μάσκες οι οποίες τον ξορκίζουν: από τον φόβο, την άρνηση και τον τρόμο μέχρι την πλήρη παραδοχή και την εγκατάλειψη σε μια πύρινη τροχιά που θα εντάξει όλους τους αγαπημένους νεκρούς του ποιητή σε μηχανισμό μετάθεσης και μεταγωγής, σε τρόπο συνάντησης μαζί τους προτού φτάσει το δικό του τέλος.
Η υποδοχή του θανάτου
Ο Παπαγεωργίου έχει μακρά γνωριμία με την ποίηση και την ποιητική του θανάτου. Να θυμίσω, παρεμπιπτόντως, την ανθολογία ποιημάτων για τον θάνατο που έκαναν μαζί με τον Βαρβέρη, σε εποχή που καμιά θανάσιμη προειδοποίηση δεν απειλούσε κανέναν από τους δυο τους. Και η εκκίνηση γίνεται ήδη από τις μνήμες των παιδικών χρόνων του ποιητή, όταν ο Παπαγεωργίου μέμφεται την ίδια τη γέννησή του επειδή τον έριξε σε μια εγκόσμια ύπαρξη ab initio αφυδατωμένη και ξερή, έτοιμη να καταπιεί το σύμπαν. Αν κάτι αντισταθμίζει τη σκοτεινιά του θανάτου στην ποίηση και στα ποιητικά πεζά του, αυτό είναι ο ερωτικός δεσμός του με την ποιητική γλώσσα, η δύναμή του να χτίσει με τις λέξεις όχι ένα οχυρό προστασίας, αλλά, αντιθέτως, διαρκούς έκθεσης στον κίνδυνο της τρέχουσας μα και της επερχόμενης αφασίας με το γυμνό του σώμα. Ο Μαρκόπουλος δεν ταυτίζεται ούτε με τις μεταφορές και με τα προσωπεία του Βαρβέρη ούτε με τον γλωσσικό πυρετό του Παπαγεωργίου, ξέρει, ωστόσο, πώς να αποκαλύψει την υποδοχή του θανάτου από αμφοτέρους, όπως και τη μέθοδο μέσω την οποίας διοργανώνουν και οι δύο τον λόγο τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Φωστιέρης υπάγεται σε άλλη τάξη. Αντιμετωπίζοντας τον έρωτα και τον θάνατο οντολογικά, ως δίπολο που δεν είναι ως εξ ορισμού αντιθετικό, ρέποντας προς τη σύνθεση των αντινομιών, έχει εντούτοις επίσης ερωτικούς δεσμούς με τη γλώσσα ενώ πολλά ποιήματά του αναφέρονται στην τέχνη της ποιήσεως καθ’ εαυτήν. Με όχημα τα καρκινικά αναποδογυρίσματα, τους αναγραμματισμούς, τα ομόηχα, τις διπλές σημασίες των λέξεων, καθώς και τις μετωνυμίες ή τα οξύμωρα, ο Φωστιέρης προχωρεί σε μια φιλοσοφία ή και θεολογία της ποίησης, δίχως, εντούτοις, να χάνει τη συγκινησιακή φόρτιση της φωνής του. Κάτι που ισχύει και για τους τρεις και το οποίο ο Μαρκόπουλος ξέρει πώς να προβάλει ως την κρισιμότερη παράμετρο της ποίησης.