Αριστείδης Μπαλτάς «H Αριστερά ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες. Ένα φάντασμα πλανιέται…», εκδόσεις Νήσος και Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2023
«Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Μ. Αναγνωστάκης
Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νήσος και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς το βιβλίο του Αριστείδη Μπαλτά, «H Αριστερά ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες. Ένα φάντασμα πλανιέται…». Ο χρόνος της έκδοσης ταυτίζεται με μια ιδιαιτέρως κρίσιμη συγκυρία για την Αριστερά. Η κρισιμότητα της κατάστασης, με την οποία το βιβλίο αναμετράται, υπερβαίνει τα στενά ελληνικά όρια. Ο στοχασμός του Μπαλτά έχει προοπτική οικουμενική, προσίδια της σκέψης εκείνης που επιχειρεί να κατανοήσει το όλον μιας πραγματικότητας, σκοπεύοντας στον ριζικό μετασχηματισμό της. Η ολιστική προσέγγιση που χαρακτηρίζει τις έρευνες και τις παρεμβάσεις του αντανακλάται ακέραια στον λόγο του. Στον καθρέπτη της γλώσσας που είναι πολλά περισσότερα από ένα μέσο επικοινωνίας. Πρόκειται για τον λόγο εκείνο που με λογική αυστηρότητα και λογοτεχνική σαφήνεια είναι ικανός να παρουσιάζει εύληπτα και να διερευνά σε βάθος τα αντικείμενά του, αντλώντας τη δυναμική του τόσο από την ευρυμάθεια του φορέα του όσο κι από την ανοικτότητά του στην προοπτική του διαλόγου.
Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά πολιτικών, κατά βάση, κειμένων, τα οποία καλύπτουν ένα πλατύ χρονικό εύρος και συνοδεύονται από ένα εκτενές επίμετρο που φέρει το δικό του –δεύτερο– επίμετρο. Στον πρόλογο αναπτύσσεται ένα έξοχο επιχείρημα που αναδεικνύει πως κείμενα ενταγμένα εξ ολοκλήρου στην προβληματική και τις ανάγκες μιας δεδομένης συγκυρίας φέρουν στοιχεία που τα καθιστούν ικανά να συνομιλήσουν με το εκάστοτε παρόν και να ανοιχτούν στις προοπτικές του μέλλοντος. Στον πυρήνα του επιχειρήματος απαντώνται η έννοια του φαντάσματος του Ντεριντά και η αλτουσεριανή σύλληψη των εννοιών σε πρακτική κατάσταση. Τα φαντάσματα που «στοιχειώνουν» κάθε γραπτό λόγο, ακόμη και τον πλέον ιδιωτικό, συνιστούν διόδους σύνδεσης με τους μελλοντικούς χρόνους. Είναι τα ίδια αυτά φαντάσματα που καθιστούν τα «αμιγώς» πολιτικά κείμενα ικανά «να υπερβαίνουν τη συγκυρία που τα γέννησε και να εννοιολογούν με τον δικό τους τρόπο την πολιτική βαθμίδα». Το νοηματικό φορτίο της ντεριντιανής έννοιας προβάλλει ρητά στον τίτλο, ταυτοχρόνως με την παραπομπή στο διάσημο προοίμιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
Ορθολογική ανασυγκρότηση της ιστορίας της Αριστεράς
Ωστόσο, η έκδοση ολοκληρώνεται με ένα κείμενο το οποίο μιλάει κυριολεκτικά από τη σκοπιά του σήμερα. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει, «το επίμετρο επιδιώκει να προβεί σε μια επιλεκτική και σαφώς μεροληπτούσα “ορθολογική ανασυγκρότηση” της ιστορίας της σημερινής Αριστεράς». Η ορθολογικά ανασυγκροτημένη ιστορική εικόνα έχει όμως πολιτικό επίδικο: «τόσο το όλον πόνημα όσο και ιδιαίτερα το επίμετρό του, διέπεται από την ιδέα ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα ο κόσμος, επιβάλλει στην Αριστερά να ξαναπιάσει το δικό της νήμα από την αρχή». Οδηγός της αφήγησης είναι κι εδώ η έννοια του φαντάσματος. Το φάντασμα ως «κάτι σαν το σωκρατικό δαιμόνιο, δηλαδή κάτι που εμπνέει, κινεί και παρακινεί αόρατα. Κάτι που μπορεί να προσλάβει τη μορφή μιας έμπρακτα διεκδικήσιμης ουτοπίας ή ακόμα και τον χαρακτήρα μιας υπαρξιακής δέσμευσης». Το φάντασμα αυτό δεν είναι άλλο από την ιδέα του κομμουνισμού. Την ιδέα της οικουμενικής ισότητας, της γενικής ελευθερίας και της καθολικής δικαιοσύνης. Ιδέα που συνιστά ανθρωπολογική σταθερά, αφού αναδύεται ως τέτοια σε κάθε κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, αλλά και ιστορική σταθερά, αφού «από τις απαρχές της ανθρωπότητας, όλα τα κινήματα ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση ενέγραψαν στις σημαίες τους τις ίδιες πάντα αξίες - αρχές. Πολύ συχνά με το αίμα τους. Ως υπαρξιακή δέσμευση μέχρι θανάτου».
Η ιδέα-φάντασμα αποκτά όνομα το 1848, έτος συγγραφής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και ταυτόχρονα έτος αρχή του μακρύ αιώνα της Αριστεράς, ο οποίος, σύμφωνα με την κατά Μπαλτά περιοδολόγηση, ολοκληρώνεται με την κήρυξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Το νήμα της αφήγησης διέρχεται των κόμβων της ιστορικής προσπάθειας αγκύρωσης στο έδαφος των κοινωνικών πρακτικών του φαντάσματος της κομμουνιστικής ιδέας στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Προσπάθεια, που ιδωμένη ως ιστορικό πείραμα καθοδηγούμενο από μια ισχυρή θεωρία, οδηγείται τελικά στην αποτυχία, παρέχοντας τη δυνατότητα στο σύστημα να μιλήσει, δια στόματος Φουκουγιάμα, για το τέλος της ιστορίας. Η ιστορία όμως δεν τελείωσε, υπό την έννοια της επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος, με την επικράτηση ενός συστήματος βαρβαρότητας. Η ιστορία κινδυνεύει να τελειώσει κυριολεκτικά λόγω ακριβώς της επικράτησης του συγκεκριμένου συστήματος που θέτει υπό διακινδύνευση τους όρους της ζωής στον πλανήτη. Το σήμερα, το οποίο αρχίζει με τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι ένα σήμερα πολλαπλών και αλλεπάλληλων κρίσεων, οιονεί υπαρξιακών. Ένα σήμερα που θέτει εκ νέου «το δίλημμα: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», εγκαλώντας την παγκόσμια Αριστερά να κλείσει τον φαύλο κύκλο της μελαγχολίας και να ανοίξει περπατώντας τον δρόμο που πραγματώνει τον θετικό πόλο του διλήμματος.
Προϋποθέσεις για την επαναχάραξη μιας πορείας
Το επίμετρο του επιμέτρου επιχειρεί να διερευνήσει ορισμένες πρώτες προϋποθέσεις για την επαναχάραξη της πορείας. Με δύο λέξεις το κέντρο του εντοπίζεται στις έννοιες της ιδεολογίας και του υποκειμένου. Η ανθρωπολογική και εν ταυτώ ιστορική σταθερά του φαντάσματος του κομμουνισμού συνιστά καταρχήν ιδέα. Για να μετουσιωθεί σε πολιτικά ηγεμονικές πρακτικές, ικανές να μετασχηματίσουν το κοινωνικό παρόν, απαιτείται να κατανικηθούν ιδέες και πρακτικές που εκπορεύονται από την κυρίαρχη ιδεολογία, στην οποία υπόκεινται κι αυτοί οι ίδιοι οι φορείς εναλλακτικών προοπτικών. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη του πολιτικού υποκειμένου, της συλλογικής μορφής επιτέλεσης της πολιτικής πράξης. Όμως το πολιτικό υποκείμενο συγκροτείται από ατομικά υποκείμενα. Μη ομογενοποιήσιμες ενικότητες, καθεμιά με τα δικά της ταλέντα, πάθη, επιθυμίες και αντιφάσεις. Ωστόσο, η μαρξιστική προβληματική μοιάζει να στερείται μιας θεωρίας υποκειμένου, προσπερνώντας βιαστικά τους όρους συγκρότησης του συλλογικού από το ατομικό. Έλλειψη που συνιστά έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες της ήττας του προηγούμενου αιώνα.
Η ιστορία όμως δεν έχει τελειώσει. Το ερώτημα του υποκειμένου παραμένει ανοικτό και οι όροι για τις πρώτες απαντήσεις υφίστανται ήδη. Η θεωρία δεν έπαψε να αναπτύσσεται και να εισάγει νέες εννοιολογήσεις. Ωστόσο, οι θεωρητικές συνεισφορές αδυνατούν να συνομιλήσουν κατά ουσιαστικό τρόπο μεταξύ τους και παραμένουν περιορισμένες στον χώρο του πανεπιστήμιου ή σε εκείνον μονοθεματικών πολιτικών συλλογικοτήτων. Από την άλλη μεριά, τα κόμματα της Αριστεράς, απαξιώνουν συστηματικά τον ρόλο της θεωρίας, διατηρώντας ενεργές δομές και λειτουργίες αναντίστοιχες των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων. Η ακαδημαϊκοποίηση της θεωρίας είναι το απότοκο της σταλινικοποίησης –με ή χωρίς Στάλιν– των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, η οποία με τη σειρά της καλλιεργεί τη λογική της ανάθεσης και το ναρκισσισμό της ιεραρχίας. Η άρση του αδιεξόδου μοιάζει να προϋποθέτει από τη μια τον ειλικρινή, εξαντλητικό και αυτοκριτικό διάλογο ανάμεσα σε θεωρητικές προσεγγίσεις και ιδεολογικά ρεύματα, κι από την άλλη την ουσιαστική ενδυνάμωση της δημοκρατίας. Μόνο η πραγματικά δημοκρατική λειτουργία είναι ικανή να άρει τη λογική της ανάθεσης προς όφελος «μιας οικονομίας της ευθύνης και της επιθυμίας συναρτημένη ευθέως με την αποτελεσματικότητα».
Τα παραπάνω δεν εξαντλούν στο ελάχιστο τη δυναμική του κειμένου του επιμέτρου, ούτε πολύ περισσότερο της συνολικής έκδοσης. Το βιβλίο εγκαλεί τους μετέχοντες και τις μετέχουσες στην Αριστερή Υπόθεση να αναμετρηθούν και να συνομιλήσουν μαζί του. Ειδικά τις μέρες αυτές που η ανάγκη μιας εκ νέου ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς τίθεται από τα πράγματα, η έγκληση γίνεται επιτακτικότερη… Τέλος, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί ότι οργανικό τμήμα του κειμενικού σώματος αποτελεί η αφιέρωση στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, του οποίου η καθοριστική συμβολή στην Υπόθεση της Αριστεράς «είναι –ή οφείλει να γίνει– γνωστή τοις πάσι».