Σελίδες της Σενεγάλης Ι - 20ός αιώνας
Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ «Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων», μετάφραση: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδόσεις Πατάκη, 2023
Βρισκόμαστε στο Παρίσι, το 2018: ο Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, νεαρός συγγραφέας από τη Σενεγάλη, βρίσκει επιτέλους ένα μυθικό βιβλίο που είχε εκδοθεί το 1938, προκαλώντας σκάνδαλο τότε, ενώ σήμερα πλέον θεωρείται ανεύρετο. Εξίσου μυστηριώδης και σκοτεινή είναι και η φιγούρα του συγγραφέα του: ενός Σενεγαλέζου, ονόματι Τ.Σ. Ελιμάν, τον οποίο κάποιοι είχαν αποκαλέσει «νέγρο Ρεμπό» που όμως, αμέσως μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, εξαφανίστηκε για πάντα. Ο Ντιεγκάν διαβάζει το βιβλίο και μαγεύεται, ενώ ταυτόχρονα τον ιντριγκάρει και η φασματική μορφή του συγγραφέα του. Ξεκινάει λοιπόν μια παθιασμένη αναζήτηση για τον Τ.Σ. Ελιμάν, μια μορφή που αρχίζει να διαγράφεται σιγά σιγά σαν από ψηφίδες ενός παζλ, ή σαν μέσα από κομματάκια ενός σπασμένου καθρέφτη, σκορπισμένα στο Παρίσι, στο Μπουένος Άιρες και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική, στο Άμστερνταμ, στη Σενεγάλη. Η αναφορά στους Άγριους ντετέκτιβ του Ρομπέρτο Μπολάνιο μόνο τυχαία δεν είναι.
Στήνοντας ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο κείμενο, ο Σαρ, ο συγγραφέας που γράφει για τον συγγραφέα (Ντιεγκάν) που αναζητεί τον συγγραφέα (Ελιμάν), ξεκινάει έτσι, μεταξύ άλλων, ένα συναρπαστικό ταξίδι στη λογοτεχνία: στα όρια της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα, στα πολλαπλά περιεχόμενα της λογοτεχνίας, στη λογοτεχνία ως πολιτική πράξη, στο βάρος και τη δυναμική της, στο σύνορο ανάμεσα στη λογοκλοπή και στη δημιουργική οικειοποίηση. Και, τελικά, ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι καταβύθισης στον εαυτό του, παράλληλη με «το ταξίδι του έργου προς τη μοναξιά», με τα λόγια του Μπολάνιο.
Η περιπλάνηση αυτή δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να θίξει μια σειρά από θέματα: την εξορία («δεν υπάρχει τίποτα να πεις για την εξορία»), τη θέση (και «τις αμφισημίες, ενίοτε βολικές, συχνά ταπεινωτικές») των Αφρικανών συγγραφέων (ή εκείνων αφρικανικής καταγωγής) στη γαλλική λογοτεχνική σκηνή (καθώς και το πώς η αστική Γαλλία επιδιώκει να έχει ήσυχη τη συνείδησή της καθαγιάζοντας κατά καιρούς κάποιον Αφρικανό συγγραφέα), τη σύγχρονη μετανάστευση και τους νεαρούς Σενεγαλέζους που πνίγονται στη θάλασσα προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη, τις κλειστές και τις ρευστές ταυτότητες.
Τελικά, όμως, η συζήτηση επιστρέφει στην αιώνια πληγή, την αποικιοκρατία (και τα κρυφά πολλές φορές απόνερά της): μπροστά στην αγωνία ενός Αφρικανού να ακολουθήσει ευρωπαϊκούς κώδικες για να γίνει αποδεκτός, ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου θα πει, θα κραυγάσει: «η αποικιοκρατία σπέρνει στους αποικιοκρατούμενους την ερήμωση, τον θάνατο, το χάος. Αλλά σπέρνει επίσης μέσα τους –κι αυτή είναι η πιο διαβολική επιτυχία της– την επιθυμία να γίνουν εκείνο που τους καταστρέφει». Έτσι, υπό το πρίσμα της «θλίψης της αλλοτρίωσης», διαβάζει την ιστορία του Ελιμάν αυτός ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, καθώς αποφασίζει να μην επιστρέψει ξανά στη Γαλλία, «όπου μας ταΐζουν με το ένα χέρι, για να μας στραγγαλίσουν με το άλλο».
Ο συγγραφέας αυτού του εξαιρετικά ενδιαφέροντος και καλογραμμένου βιβλίου, Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ, είναι γεννημένος στη Σενεγάλη, το 1990, αλλά ζει στη Γαλλία. Το συγκεκριμένο βιβλίο του κέρδισε το 2021 το Βραβείο Γκονκούρ, την κορυφαία διάκριση των γαλλικών γραμμάτων.
Σελίδες της Σενεγάλης ΙΙ - 18ος αιώνας
Νταβίντ Ντιοπ «Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή», μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδόσεις Πόλις, 2023
Τη στιγμή που πεθαίνει, ο επιφανής Γάλλος φυσιοδίφης Μισέλ Αντανσόν ψιθυρίζει μια σχεδόν ακατάληπτη και μυστηριώδη λέξη (Μαμά; Μα Αράμ; Μαράμ;), ενώ αφήνει κληρονομία στην κόρη του, Αγκλαέ, έναν τεράστιο όγκο από σαβούρα, όπως αυτή νομίζει. Ωστόσο, μέσα σε ένα παλιό σεκρετέρ, σε μια κρυφή θήκη, η Αγκλαέ θα βρει ένα πακέτο τετράδια, όπου ο πατέρας της εξιστορούσε μια περιπέτεια που τελικά θα αποδεικνυόταν κρίσιμη, καθοριστική για τη ζωή του: το ταξίδι του στη Σενεγάλη το 1750, σε ηλικία 23 ετών. Ο Αντανσόν πήγε εκεί με στόχο να μελετήσει τη χλωρίδα και την πανίδα της χώρας και με όνειρο να γράψει μια παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια που θα του χάριζε την αναγνώριση και την καταξίωση στον κόσμο της επιστήμης.
Ήταν η εποχή που οι δάσκαλοι δίδασκαν ότι «οι νέγροι ήταν ακαλλιέργητοι και βάναυσοι» και η καθολική εκκλησία κήρυττε ότι «οι νέγροι είναι από τη φύση τους σκλάβοι». Εκεί όμως, στη Σενεγάλη, ο Αντανσόν θα γνωρίσει από κοντά τι σημαίνει αποικιοκρατία. «Εκεί συνάντησα πόνο», θα πει, ενώ θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις επικερδέστατες επιχειρήσεις που έχει στήσει η αποικιακή διοίκηση: ελεφαντόδοντο, χρυσάφι, αραβικό κόμμι, δέρμα και, πάνω απ’ όλα, το κυριότερο: το εμπόριο σκλάβων.
Ο φυσιοδίφης όμως έχει κάνει ένα θεμελιώδες βήμα: έχει μάθει τη γλώσσα (για την ακρίβεια, μία από τις γλώσσες) των ντόπιων. Χάρη σ’ αυτή θα έρθει σε άμεση επαφή με τους κατοίκους της περιοχής («ήταν επιφυλακτικοί με όλους τους λευκούς»), με την πραγματικότητά τους και τη ζωή τους σε όλες τις (φωτεινές ή σκοτεινές) πλευρές τους («σκεφτόμουν τους βασιλιάδες τους που, σαν τους δικούς μας, δεν διστάζουν να ευνοούν τη δουλεία προκειμένου να κερδίσουν ή να διατηρήσουν την εξουσία»), με τα έθιμα και τις αφηγήσεις τους («τα ιστορικά μνημεία των νέγρων της Σενεγάλης βρίσκονται στις αφηγήσεις τους, στα παραμύθια τους, που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά από τους ιστορικούς-τραγουδιστές τους»).
Ξεκινώντας, επιπλέον, από μια περιέργεια που σιγά σιγά θα γίνει εμμονή, ο Αντανσόν θα ριχτεί και σε μια περιπέτεια που τελικά θα τον οδηγήσει να συναντηθεί και με έναν άνθρωπο, με τη «γυναίκα που επέστρεψε» από έναν τόπο χωρίς επιστροφή («από την άλλη πλευρά της θάλασσας, από εκείνη τη χώρα που οι σκλάβοι δεν επιστρέφουν ποτέ»): θα μάθει την πραγματική ιστορία της, θα φωτίσει κρυφές γωνίες και τελικά θα πάρει αποφάσεις που θα αλλάξουν τη ζωή του.
Η σύγκρουσή του με τις αποικιακές αρχές θα είναι σκληρή, θα υποστεί και ο ίδιος απρόσμενη βία, έχοντας όμως πάντα, σε τελική ανάλυση, ως ύστατη ασπίδα προστασίας το λευκό του δέρμα.
Με ύφος που αποφεύγει τις φραστικές υπερβολές ή «κορυφώσεις» και τους εύκολους μανιχαϊσμούς, ο Ντιοπ έγραψε ένα σκληρό και δυνατό βιβλίο για τη μύηση στον άγνωστο και «απειλητικό» κόσμο της Αφρικής (αλλά και για τα όρια αυτής της μύησης), για τη συνάντηση του επιστήμονα του Διαφωτισμού με την αποικιοκρατία, για την ιστορία ενός ανθρώπου που «δεν επέστρεψε ποτέ πραγματικά από το ταξίδι του στη Σενεγάλη».
Ο Ντιοπ έχει γεννηθεί στη Γαλλία αλλά μεγάλωσε στη Σενεγάλη. Τώρα είναι καθηγητής στη Γαλλία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί και το εξαιρετικό Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα (International Booker 2021 και Goncourt de Lycéens 2018, μεταξύ πολλών άλλων βραβείων).
Όψεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού
Σβεν Λίντκβιστ «Εξοντώστε όλα αυτά τα κτήνη. Ένα ταξίδι στην καρδιά της γενοκτονίας», μετάφραση: Δημήτρης Ράπτης, εκδόσεις Ποταμός, 2023
«Δεν μας λείπουν οι γνώσεις. Μας λείπει το θάρρος να συνειδητοποιήσουμε όσα ήδη ξέρουμε»: έτσι αρχίζει και τελειώνει αυτό το βιβλίο του Σουηδού συγγραφέα, το οποίο επιδιώκει να διερευνήσει και να φωτίσει το μείζον έγκλημα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Αφρική.
Το βιβλίο του Λίντκβιστ συνομιλεί ευθέως με την Καρδιά του σκότους, του Τζόζεφ Κόνραντ. Άλλωστε ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το χέρι του Κουρτς, του διαβόητου πρωταγωνιστή στο βιβλίο του Κόνραντ. Ο Λίντκβιστ (που γράφει αυτό το βιβλίο ενώ ταξιδεύει στην αφρικανική έρημο, ταξίδι που καταγράφεται επίσης στο βιβλίο) ιχνηλατεί την πορεία μέσα από την οποία ο Κόνραντ συνέλαβε και προετοίμασε τη συγγραφή της Καρδιάς του σκότους, επικεντρώνοντας την προσοχή του προφανώς στην παραμονή του συγγραφέα στο Κονγκό, που έλαβε χώρα βεβαίως προτού έρθει στην (ευρωπαϊκή) επιφάνεια η κατάσταση στο Κονγκό του Λεοπόλδου (βλ. π.χ., συμπληρωματικά, και Έντμουντ Μορέλ, Απέναντι στην Καρδιά του Σκότους. Ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908], μτφ., ανθολόγηση Θοδωρής Τσομίδης, εκδ. Πατάκη, 2022).
Ο Λίντκβιστ συγκροτεί έναν συλλογισμό όπου συνδέει την αποικιοκρατία με όλες τις ρατσιστικές, «εκπολιτιστικές» κ.λπ. θεωρίες, όλες τις «θεωρίες της εξόντωσης» και τις αντιλήψεις που υποστήριζαν ότι οι «κατώτερες» φυλές πρέπει να θυσιάζονται στο όνομα της «προόδου», οι οποίες αποτελούν, όπως λέει, «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά». Με τρόπο παράλληλο και με μια αποσπασματική γραφή, μελετάει, για παράδειγμα, την επεκτατική πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών, την έννοια του «ζωτικού χώρου» που διατυπώθηκε στη Γερμανία το 1897, τα τεράστια οικονομικά οφέλη των ευρωπαϊκών χωρών από την αποικιοκρατία (το Κονγκό ξεκίνησε ως προσωπική περιουσία του βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδου του 2ου), την ιστορία και την πολιτική των «εξερευνητών» της Αφρικής, τον ρόλο των ευρωπαϊκών εφημερίδων και τη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης», τη βιομηχανία και τον ρόλο των όπλων, την εξαφάνιση κάθε φωνής ντόπιων Αφρικανών, τη θεωρία για το «χρέος του λευκού» και το «ιμπεριαλιστικό καθήκον», το δουλεμπόριο, αλλά και τις όποιες κριτικές φωνές στον ιμπεριαλισμό και τη γενοκτονία ακούστηκαν εκείνη την εποχή.
Περνώντας από τη Λατινική Αμερική, την Τασμανία, την Αλγερία και το Βιετνάμ και φτάνοντας μέχρι το σήμερα και τις νεοναζιστικές επιθέσεις σε πρόσφυγες, ο Λίντκβιστ υποστηρίζει ότι ο ευρωπαϊκός κυρίαρχος λόγος συστηματικά συγκαλύπτει μια σειρά από εγκλήματα και οργανωμένες γενοκτονίες, καθώς αποδέχεται και καταδικάζει βολικά μόνο τα εγκλήματα του ναζισμού και το Ολοκαύτωμα. Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή για μια κριτική στον Λίντκβιστ για σχετικοποίηση των ναζιστικών εγκλημάτων και της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, στην οποία ο συγγραφέας απαντάει ως εξής: «Το Ολοκαύτωμα ήταν μοναδικό – στην Ευρώπη. Στις άλλες ηπείρους η ιστορία του δυτικού επεκτατισμού έχει να δείξει πολλά παρόμοια παραδείγματα εξόντωσης ολόκληρων λαών».