Φανταστείτε ότι γίνονται εκλογές και κανείς δεν κατεβαίνει υποψήφιος. Αυτό θα σήμαινε το τέλος κάθε δημοκρατικής δεοντολογίας και πρακτικής. Όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες με το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς, Die Linke. Το σχέδιο της να εκλέξει στις 4 Σεπτεμβρίου δυο νέους εκπροσώπους της κοινοβουλευτικής ομάδας, ύστερα από την παραίτηση του Ντίτερ Μπαρτς και της Αμίρα Μοχάμεντ Άλι, αναβλήθηκε για τα τέλη Οκτωβρίου, επειδή κανείς και καμιά δεν ήθελαν να είναι υποψήφιοι διάδοχοί τους. Ο λόγος γι’ αυτό: η επίγνωση ότι θα είναι χαμένοι από χέρι. Η κοινοβουλευτική ομάδα είναι τόσο κατακερματισμένη, ώστε η πιθανότητα για την επίτευξη του ελάχιστου αριθμού των 20 βουλευτών και βουλευτριών (σε σύνολο 39), που απαιτούνται για την εκλογή τους, να θεωρείται μηδαμινή.
Δεν μοιάζει, όμως, μόνο η κοινοβουλευτική ομάδα με διαλυμένη διαδήλωση. Την ίδια εικόνα δίνει και ολόκληρο το κόμμα. Αυτό δεν οφείλεται στον μεγάλο αριθμό των ρευμάτων (Kομμουνιστική Πλατφόρμα, Aντικαπιταλιστική Αριστερά,Σοσιαλιστική Αριστερά, Κινηματική Αριστερά, Χειραφετιστική Αριστερά και πάει λέγοντας), που ενίοτε αλληλοσπαράσσονται, συνήθως όμως τονώνουν με τις αντιπαραθέσεις τους την κομματική ζωή. Αλλά σε ένα άλλο κρίσιμο γεγονός: στη συντελούμενη διάσπαση του κόμματος. Η Linke είναι ήδη διαλυμένη ντε φάκτο, η κατάστασή της θυμίζει τον ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν από τη διάσπασή του το καλοκαίρι του 2015, απλώς επίσημα η διάλυση καθυστερεί –προφανώς για λόγους τακτικής εκ μέρους των αντιπάλων στρατοπέδων.
Η υπαίτιος της διάσπασης έχει όνομα: Σάρα Βάγκενκνεχτ. Η 54χρονη βουλεύτρια από γερμανίδα μητέρα και ιρανό πατέρα ήταν για δεκαετίες, λόγω της ευγλωττίας, της σπιρτάδας και της φωτογένειάς της, το «πρόσωπο» του κόμματος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οδεύει σε αντικομματικούς ατραπούς. Οικονομικά εκθειάζει τον «Ordoliberalismus» του πρώην χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου και «πατέρα» του γερμανικού «οικονομικού θαύματος» τη δεκαετία του 1950 Λούντβιχ Έρχαρτ, που στοχεύει στον «λαϊκό καπιταλισμό». Στο προσφυγικό τάσσεται υπέρ της παροχής ασύλου μόνο στο μέτρο που το «αντέχει» η γερμανική κοινωνία. Στην εξωτερική πολιτική καταδικάζει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επειδή αυτή, ως «σημαντικότερος προμηθευτής της Γερμανίας» σε γκάζι, πρέπει να μένει στο απυρόβλητο. Στην κομματική πολιτική απαιτεί την στροφή από τα κοινωνικά κινήματα, κυρίως τα οικολογικά, που γι’ αυτήν είναι απλώς χόμπι της «Αριστεράς του σαλονιού», προς τις ανάγκες του «μικρού ανθρώπου». Και σε ό,τι αφορά την πανδημία του Covid-19 είχε υποστηρίξει το 2021 ενώπιον και ενάντια στην αφρόκρεμα των επιδημιολόγων, ότι οι βλαβερές συνέπειες του long Covid δεν είναι αποδεδειγμένες και ότι επομένως τα κρατικά μέτρα εναντίον του είναι εκ του πονηρού.
Εκείνο που «αρρωσταίνει», όμως, κυριολεκτικά είναι η γλώσσα της. Η Βάγκενκνεχτ έχει ένα απόλυτο ιδίωμα που «πονάει». Ένα παράδειγμα, με αφορμή τη σεξουαλική επίθεση σε γυναίκες από σύριους πρόσφυγες το 2016 στην Κολωνία, είχε ζητήσει την απέλαση των δραστών. «Όποιος καταχράται το δικαίωμα της φιλοξενίας, το χάνει αυτοδικαίως» είχε δηλώσει, ξεχνώντας προφανώς ότι το δικαίωμα στο άσυλο δεν αναιρείται με τίποτα, ούτε και λόγω παράνομων πράξεων.
Η Βάγκενκνεχτ έχει προφητικό χάρισμα –ή νομίζει ότι έχει. Στο συνέδριο του κόμματος στην Ερφούρτη τον Ιούνιο του 2022, είχε προβλέψει ότι το αποτέλεσμά του θα είναι «ίσως η τελευταία ευκαιρία» της Linke να επιβιώσει πολιτικά. Φωνή βοούσα εν τη ερήμω. Η πλειοψηφία αρνήθηκε να υπακούσει. Από τότε διακηρύσσει ότι το κόμμα έχει ξοφλήσει πολιτικά και ότι θα ιδρύσει καινούριο, με την ίδια επικεφαλής και με γνήσια «φιλολαϊκό» προσανατολισμό.
«Ίδρυσε το επιτέλους!», ήταν η προτροπή της αριστερής εναλλακτικής εφημερίδας Tageszeitung. O λόγος γι’ αυτό, το κόμμα της θα ήταν το ιδανικό ανάχωμα κατά της ακροδεξιάς Εναλλακτικής Λύσης για τη Γερμανία AfD, που τελευταία σημειώνει ρεκόρ στις δημοσκοπήσεις –ομοσπονδιακά 20% (δεύτερο κόμμα πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες) και 35% στην πιο αντιδραστική «κοίτη» του, στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Ο αριστερός λαϊκισμός θα απωθούσε σε μεγάλο βαθμό τον ακροδεξιό, κάτι που θα ήταν καλό και για την Αριστερά και για τη χώρα.
Η Βάγκενκνεχτ δεν δείχνει, ωστόσο, να βιάζεται. Το πιθανότερο είναι ότι θα εξαγγείλει την ίδρυση του νέου κόμματος στις παραμονές των Ευρωεκλογών (Ιούνιος του 2024), για να συμμετάσχει σε αυτές ως νέα και άφθαρτη πολιτική δύναμη. Οι αντίπαλοί της αντιδρούν μοιραία και άβουλα σε αυτό, χωρίς πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα και κηρύσσοντας την μεν ανεπιθύμητη στο κόμμα, παίρνοντας όμως μόνο ημίμετρα εναντίον της. Και επιτρέποντας της έτσι να μεταμορφωθεί από πρόσωπο της ενωμένης, σε προσωπείο της διαλυμένης Αριστεράς.