Το παραμύθι που δήλωνε δημόσια, πως δεν πρόκειται για αχυράνθρωπο του καταδικασμένου νεοναζί Ηλία Κασιδιάρη, φαίνεται να πίστεψε για λίγο και ο ίδιος ο πρόεδρος των Σπαρτιατών, Βασίλης Στίγκας, όπως φαίνεται από τις αναταράξεις που επικρατούν το τελευταίο διάστημα στο ακροδεξιό μόρφωμα.
Οι μάσκες έπεσαν
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη Ιουλίου, όταν ο βουλευτής των Σπαρτιατών, Κωνσταντίνος Φλώρος, έσπευσε να χαιρετήσει στη Βουλή την υποψηφιότητα του Η. Κασιδιάρη για τον δήμο Αθηναίων, με τον Β. Στίγκα να δηλώνει πως θα πάρει μέτρα κατά των «πρωτοβουλιών» του βουλευτή του. Τα μέτρα, βέβαια, λήφθηκαν τελικά από τους υπόλοιπους βουλευτές εναντίον του, βγάζοντας ανακοίνωση καταδίκης του προέδρου τους (πλην των Γ. Ασπιώτη και Μ. Γαυγιωτάκη), αφού προφανώς η στήριξη Κασιδιάρη δεν επρόκειτο για προσωπική πρωτοβουλία κάποιου, αλλά για δεδομένη στόχευση του μορφώματος.
Αναμενόμενο, αφού όλοι σχεδόν οι βουλευτές των Σπαρτιατών ήταν πριν μέλη ή/και υποψήφιοι των «Ελλήνων» του Η. Κασιδιάρη, εκτός του Δ. Βαλτογιάννη, που είναι κουμπάρος του καταδικασμένου Κ. Μπαρμπαρούση και πρώην μέλος της Χρυσής Αυγής και του Μ. Γαυγιωτάκη, που στις εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος με την Ελληνική Λύση. Οι δε Π. Δημητριάδης και Χ. Κατσιβαρδάς είναι και νομικοί σύμβουλοι του Η. Κασιδιάρη, ενώ και ο ίδιος ο Β. Στίγκας είχε περάσει, πέραν των άλλων κομμάτων και της ΕΛΑΣΥΝ του έτερου καταδικασμένου νεοναζί, Γ. Λαγού, και από τους Έλληνες.
Το μόρφωμα, τελικά, έβγαλε και επίσημη ανακοίνωση υποστήριξης της υποψηφιότητας του καταδικασμένου χρυσαυγίτη, με την οποία τάχθηκε δημοσίως και ο Β. Στίγκας, αλλά η προ στιγμήν αμφισβήτησή του προς τον πραγματικό αρχηγό των Σπαρτιατών, σήμανε μια σειρά κινήσεων για ανατροπή του, με αποκορύφωμα τη μη εμφάνιση των βουλευτών κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, την Πέμπτη 31/8.
Η απάντηση του Β. Στίγκα ήταν να βγάλει τα άπλυτά τους στη φορά, μιλώντας για την υποκίνηση από ξένα κέντρα, Δον Κορλεόνε και μαφία με στόχο τη διαχείριση της δημόσιας χρηματοδότησης του κόμματος, διαγράφοντας, παράλληλα, τρεις από την ΚΟ (Ι. Κόντη, Ι. Δημητροκάλη και Χ. Κατσιβαρδά). Ακολούθησε η ανεξαρτητοποίηση των Γ. Μανούσου και Κ. Φλώρου. Ξαφνικά, όμως, όλες οι διαφορές φάνηκαν να λύνονται, οι κατηγορίες να ανασκευάζονται και να ξαναγίνονται μια ωραία ατμόσφαιρα (για την ώρα), μετά την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που κάλεσε την περασμένη Τρίτη τον Β. Στίγκα προς κατάθεση σχετικά με τις δηλώσεις περί «Greek Μafia».
«Η ελλειμματική συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σπαρτιατών μαρτυρά την αδυναμία συλλογικής λειτουργίας αυτού του μορφώματος, το οποίο συγκροτείται με βάση την πίστη και την αναφορά του σε μια ηγετική φυσιογνωμία, που προφανώς δεν είναι ο κ. Στίγκας, αλλά ο Ηλίας Κασιδιάρης», σημειώνει στην «Εποχή» η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Ιφιγένεια Καμτσίδου.
Ενώ συμπληρώνει πως «τα μέλη του κόμματος αλληλοκατηγορούνται για διάπραξη σοβαρότατων αδικημάτων, τα οποία στρέφονται κατά του πολιτεύματος. Αυτό που αποδίδουν δημόσια ο ένας στον άλλον είναι ο χρηματισμός και η λήψη ανταλλαγμάτων για τη διαμόρφωση της στάσης κάποιων βουλευτών. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει δωροληψία δημόσιου λειτουργού και θα πρέπει να διερευνηθεί ποινικά από την Εισαγγελία, η οποία κινητοποιήθηκε άμεσα. Αναμένουμε, λοιπόν, την έκβαση της έρευνας».
Για τα λεφτά τα κάνουν όλα
Υπενθυμίζεται πως για να διατηρηθεί η ΚΟ των Σπαρτιατών, και άρα να απολαμβάνει όλα τα προνόμια ενός κόμματος, μεταξύ αυτών και τη χρηματοδότηση, πρέπει να διατηρήσει συνολικά 5 βουλευτές. Ενώ για να δημιουργήσουν νέα ομάδα με τα αντίστοιχα προνόμια, οι ανεξαρτητοποιημένοι βουλευτές θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 10. Με άλλα λόγια, μάλλον απλά δεν τους έβγαιναν τα κουκιά για να συνεχίσουν να λαμβάνουν τα χρήματα του Δημοσίου, αν η ομάδα των 12 δεν παρέμενε ως έχει και διασπαζόταν.
Η στάση τους, λοιπόν, «δεν φαίνεται να γίνεται με πολιτικά και πολιτειακά κριτήρια, αλλά κυρίως με οικονομικά. Για το πώς, δηλαδή, θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τη στήριξη του κράτους», εξηγεί η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου.
Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει και το ζήτημα τι απογίνονται αυτά τα χρήματα και αν έχει βρεθεί ο ελληνικός λαός να χρηματοδοτεί τον καταδικασμένο εγκληματικής οργάνωσης, Η. Κασιδιάρη.
Ο ρόλος του Εκλογοδικείου
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, ανασύρθηκε το ζήτημα του Εκλογοδικείου, στο οποίο έχουν γίνει προσφυγές κατά των Σπαρτιατών, με κάποιους συνταγματολόγους να λένε πως αν αποδεικνυόταν τώρα πως σκιώδης αρχηγός είναι ο καταδικασμένος Η. Κασιδιάρης, θα μπορούσαν να εκπέσουν του αξιώματός τους.
Αυτό, όμως, συναντά μια σειρά δικονομικών και πολιτικών κωλυμάτων, όπως επισημαίνει η Ιφιγένεια Καμτσίδου. Πρώτον, χρειάζονται 11 προσφυγές για προσβολή ανακήρυξης του κάθε βουλευτή ατομικά, αφού δεν υπάρχει νομικά η δυνατότητα να στραφεί κάποιος κατά κόμματος ενώπιον του Εκλογοδικείου, αμφισβητώντας την παρουσία του στο Κοινοβούλιο. Δεύτερον, θα έπρεπε το Εκλογοδικείο να έρθει σε ρήξη με την κρίση του Αρείου Πάγου που έκρινε νόμιμη τη συμμετοχή των Σπαρτιατών, και μάλιστα βάσει μεταγενέστερων στοιχείων. Τρίτον, όμως και κυριότερον, «αν αναγνωρίσουμε στο Εκλογοδικείο μια τέτοια εξουσία, του δίνουμε τη δυνατότητα να αξιολογεί την ιδεολογία και την πράξη όλων των πολιτικών κομμάτων και να αντικαθιστά με την κρίση του την κρίση του Αρείου Πάγου και αυτή του ελληνικού λαού. Ένα όργανο που δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως είναι το δικαστήριο, θα αντιπαρατεθεί ευθέως με τη βούληση του εκλογικού σώματος, που εκφράζει τον κυρίαρχο λαό». Κοινώς, θα συντελούταν ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο για την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Πολιτικό ζήτημα
Αντίστοιχο ζήτημα περί νομικής απάντησης στην ακροδεξιά έχει ανοίξει και για την υποψηφιότητα Κασιδιάρη στον δήμο Αθηναίων, με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ να έχουν καταθέσει προτάσεις νόμου στη Βουλή για κώλυμα εκλογιμότητάς του και στις αυτοδιοικητικές.
Σημειώνεται ότι αν ο Η. Κασιδιάρης ψηφιστεί, θα εκπέσει αμέσως του αξιώματος λόγω της καταδίκης του για εγκληματική οργάνωση, αλλά δεν θα συμβεί το ίδιο και με τους υπόλοιπους δημοτικούς συμβούλους του συνδυασμού του. Παρόλ’ αυτά, όπως έχει δείξει το πρόσφατο παρελθόν, τα νομικά κωλύματα μάλλον λειτουργούν σαν διαφήμιση «αντι-συστημικότητας» για τον νεοναζί, παρά σαν ανάχωμα. Η κυβέρνηση, βέβαια, που δεν έχει κάνει δεκτές αυτές τις προτάσεις νόμου, δεν φαίνεται να το κάνει γιατί έχει λάβει το μάθημά της, καθώς προωθεί πολύ πιο ουσιαστικά την ακροδεξιά, αναπαράγοντας τον ρατσιστικό της λόγο, όπως πχ με τη στοχοποίηση των μεταναστών για τις πυρκαγιές.
«Είναι σαφές πως μία απαγορευτική διάταξη είναι εύκολο να παρακαμφθεί από αυτούς που είναι εχθροί της δημοκρατίας και θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις διαδικασίες της προκειμένου να βρεθούν στην εξουσία. Το είδαμε ήδη με τους Σπαρτιάτες που μπήκαν μέσα σε 15 μέρες στη Βουλή. Τη δημοκρατία δεν την προστατεύουμε με απαγορεύσεις. Την προστατεύουμε με πολιτικές που καταπολεμούν την κοινωνική περιθωριοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, τις ανισότητες και προστατεύουν την κοινωνική αξιοπρέπεια καθενός ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια», τονίζει η Ιφιγένεια Καμτσίδου. Από κει και πέρα, βέβαια, είναι ευθύνη της κυβέρνησης, όπως υπογραμμίζει, να μην αφήνει τον Η. Κασιδιάρη να κάνει προεκλογικές εκστρατείες μέσα από τις φυλακές, παραβιάζοντας κάθε κανονισμό, αλλά και ευθύνη κάθε πολιτικής δύναμης να μην κανονικοποιεί τις ρητορικές των ναζιστών, των φασιστών και των ακροδεξιών.
Άλλωστε, όπως είδαμε και από την εμπλοκή της Ελληνικής Λύσης στην πρόκληση εγκληματικών πράξεων κατά μεταναστών, η ακροδεξιά εν γένει είναι ο κίνδυνος που πρέπει να απαντηθεί πολιτικά. Στον δήμο Αθηναίων, για παράδειγμα, ο Η. Κασιδιάρης μπορεί να είναι ο μόνος καταδικασμένος εγκληματίας, αλλά δεν είναι ο μόνος που διακηρύσσει το μίσος, τον κοινωνικό αυτοματισμό, τον ανορθολογισμό, τον ρατσισμό. Η υποψήφια δήμαρχος Ελένη Παπαδοπούλου, που έλαβε πρόσφατα και τη στήριξη της «Νίκης», πέραν της συνωμοσιολογίας με τις νέες ταυτότητες, των συντηρητικών-θρησκευτικών θέσεων, της εναντίωσης στην ανακύκλωση, και αυτή καταφέρεται ανοιχτά εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των μεταναστών, φθάνοντας στο σημείο να τους στοχοποιεί, ανεβάζοντας φωτογραφίες τους στο facebook της.
Ζητούμενο, λοιπόν, είναι απέναντι στη μισαλλοδοξία και την απανθρωποίηση, να προκρίνουμε αξίες και πολιτικές ισότητας, ανθρωπιάς, αλληλεγγύης. «Το δόγμα ΤΙΝΑ συνέβαλε πάρα πολύ στην απογοήτευση του εκλογικού σώματος και το ώθησε προς την ακροδεξιά, που εμφανίστηκε σαν εναλλακτική πρόταση. Χρειαζόμαστε τον πολιτικό ανταγωνισμό που θα παρουσιάζει περισσότερες δυνατές λύσεις, ώστε να επιστρέψουν οι πολίτες στις δημοκρατικές διαδικασίες. Να πειστούν ότι η δημοκρατία προσφέρει προοπτική», καταλήγει η Ιφιγένεια Καμτσίδου.