Όλοι οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουν ένα πολιτικό στίγμα, απαντούν σε κάποιο κοινωνικοπολιτικό αίτημα, κατά τη γνώμη μου υπαρκτό.
Ο Στέφανος Τζουμάκας επιμένει πως πρέπει να επιστρέψει η πολιτική βούληση και, άρα, το κόμμα πρέπει να ανασυνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υπηρετεί αυτό το κύριο ζητούμενο της πολιτικής. Αν και διατυπώνει αυτό το αίτημα με τρόπο που παραπέμπει σε περασμένες εποχές, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν μεγάλα περιθώρια αυτονομίας, σε μια εποχή πριν την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το αίτημα της κοινωνίας είναι σαφές: Τα κόμματα πρέπει να συγκεντρώνουν πολιτική ισχύ, ώστε να δύνανται να επηρεάσουν θετικά τη μοίρα της. Στον λόγο του δεν είναι σαφές τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ώστε να πετύχει το ζητούμενο, όμως φωτίζεται κάτι που μας είχε διαφύγει. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ταυτισμένος με την πολιτική αδυναμία, ενώ η ΝΔ με την πολιτική ισχύ, τότε δεν έχει καμία τύχη. Προσωπικά, θα πρόσθετα ότι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στοίχισε η αίσθηση ότι αν δεν σε θέλουν «οι έξω» και δεν μπορείς να επιβληθείς στο τρίγωνο της διαπλοκής μέσα, τότε ίσως μια κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία τα πάει καλά και με τους μέσα και με τους έξω, να είναι καλύτερη. Για αίσθηση μιλάω, όχι για κάτι άλλο.
Ο Νίκος Παππάς υπενθυμίζει ότι το κόμμα, αν θέλει να παραμείνει κόμμα εξουσίας, θα πρέπει να καλύπτει τον πολιτικό χώρο που εκτείνεται από την καθ’ ημάς Αριστερά έως το προοδευτικό Κέντρο. Ανεξάρτητα από τον τονισμό, το αίτημα αυτό απηχεί την ιστορική (και την πρόσφατη) εμπειρία, καθώς και την εκλογική αριθμητική. Αν και ο ίδιος συνδέει ευθέως την πολιτική γεωγραφία με την κοινωνική διαστρωμάτωση, γεγονός που εγείρει δικαιολογημένες ενστάσεις, αναδεικνύει την ανάγκη της διευρυμένης κοινωνικής απεύθυνσης και των κοινωνικών συμμαχιών, μάλλον στο πρότυπο των αλυσίδων ισοδυναμίας που παραπέμπει στον αριστερό λαϊκισμό. Επίσης, τονίζει την ανάγκη υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας έναντι του αναθεωρητισμού της Τουρκίας. Ανεξάρτητα από το εάν αυτή η υπογράμμιση στοχεύει στην προσέλκυση πασοκογενών ψηφοφόρων, η υπενθύμιση της πρωτοκαθεδρίας της εξωτερικής πολιτικής απηχεί το αίτημα να σταματήσει η Αριστερά να παραγνωρίζει την ανάγκη καθησύχασης των πολιτών πριν αυτοί κληθούν απερίσπαστοι να αγωνιστούν για μια καλύτερη κοινωνία.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θέτει ως προτεραιότητα την επανάκτηση της αριστερής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ώστε αυτός να επαναπροσεγγίσει τα κοινωνικά στρώματα που επιδιώκει προνομιακά να εκπροσωπήσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς σαφές στίγμα δεν υπάρχει αξιοπιστία και χωρίς ευκρινή πολιτική ταυτότητα δεν υπάρχουν σταθερές σχέσεις εκπροσώπησης. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν δίνει τις ιδεολογικές μάχες, που ούτως ή άλλως δίνει ο βασικός της αντίπαλος, τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να διαμορφώσει κοινωνικό ρεύμα πάνω στο οποίο θα μπορέσει να οικοδομήσει μια άλλη προοπτική, αλλά θα μοιάζει με ένα αχρείαστο κόμμα ανάμεσα στο ιδεολογικά δογματικό ΚΚΕ και στο κυνικά διαχειριστικό ΠΑΣΟΚ. Έπειτα, τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος, ώστε αυτό να εμπνέει τη βάση, να κινητοποιεί τα στελέχη και να καθιστά την ηγεσία υπόλογη για τις ενέργειές της. Υπογραμμίζει δε ότι η «δουλειά μυρμηγκιού» είναι αυτή που θα φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πάλι σε θέσεις μάχης και όχι η πολιτική του «ώριμου φρούτου».
Ο Στέφανος Κασσελάκης, στην υποψηφιότητα του οποίου άσκησα δριμεία κριτική στο προηγούμενο φύλλο, ανέδειξε ένα αίτημα πολιτικής ανανέωσης, τόσο σε επίπεδο προσώπων, όσο και σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας. Μπορεί τα παντελώς άγνωστα πρόσωπα στο κοινό, τα οποία έρχονται από το πουθενά, να μην είναι η απάντηση στην ανάγκη ανανέωσης, ωστόσο η υποψηφιότητα Κασσελάκη θέτει την πρόκληση με τον πιο καθαρό τρόπο: Μπορεί το κόμμα να εξασφαλίσει μέσα από εσωτερικές διαδικασίες την ανανέωση προσώπων προς όφελος μιας ανανεωμένης σχέσης με το κοινό μετά από συντριπτικές ήττες; Σε τι θα συνίστατο ένα «σοκ ηγεσίας», όπως το ονόμασε ο Γεράσιμος Μοσχονάς; Έπειτα, μπορεί η πολιτική επικοινωνία made in USA να διολισθαίνει προς τη μεταπολιτική και να παρουσιάζει τα πρόσωπα σαν προϊόντα που ο καθένας και η καθεμία μπορεί να αγοράσει, και άρα να μη μας κάνει, αλλά φέρνει στο προσκήνιο ένα από τα μεγάλα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αυτό της πολιτικής επικοινωνίας. Η λύση στο πρόβλημα αυτό επείγει, καθώς το τρίγωνο της διαπλοκής έχει ναρκοθετήσει το επικοινωνιακό πεδίο. Τέλος, η υποψηφιότητα ενός ανοιχτά γκέι πολιτικού ανεβάζει τον δικαιωματικό πήχη για το κόμμα, δημιουργώντας ένα πολύ καλό προηγούμενο.
Η Έφη Αχτσιόγλου φαίνεται να αφουγκράζεται αρκετά από τα παραπάνω αιτήματα: το αίτημα για επιστροφή της πολιτικής, το αίτημα για κάλυψη όλου του χώρου από την Αριστερά ως το προοδευτικό Κέντρο, το αίτημα για επανάκτηση των σχέσεων εκπροσώπησης με τον κόσμο της εργασίας και τη δημιουργία ενός δημοκρατικότερου κόμματος, καθώς και το αίτημα για ανανέωση. Στην πολιτική της πλατφόρμα συγκεντρώνονται τα διάσπαρτα αιτήματα. Μεταξύ του «γηραιού» Τζουμάκα και του «άψητου» Κασσελάκη, όπως και μεταξύ του «αριστερού» Τσακαλώτου και του «δεξιού» Παππά (με όρους εσωτερικής πολιτικής γεωγραφίας, όπως και με όρους αυτο- ή ετερο-κατανόησης), στέκεται η υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου. Γι’ αυτό και φαντάζει η πιο ενωτική επιλογή. Είναι όμως και ελπιδοφόρα για λόγους που αφορούν στα δικά της χαρακτηριστικά. Απαντά τόσο στο αίτημα της θηλυκοποίησης της πολιτικής και στη δημιουργία μιας κοινωνίας έμφυλης ισότητας, όσο και στο αίτημα για δημιουργία ενός κόμματος δομών που θα συμπεριλαμβάνει όλους και όλες και κανόνων που δεν θα παραβιάζονται κατά το δοκούν.