Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ένα θετικό. Έχει φέρει στο επίκεντρο τη συζήτηση για την πολιτική του. Μέχρι τις εκλογές του 2023, το χαρακτηριστικό της πορείας του ήταν η απουσία της. Απουσία που, πέρα απ’ όλες τις άλλες αιτίες, σχετιζόταν με τη φοβία ότι η αντιπαράθεση πάνω σε κρίσιμα ζητήματα θα ανέκοπτε την προοπτική της επιστροφής του στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια λογική του μέσου όρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν πολυφωνικός. Ήταν μονοφωνικός, δίχως όμως να εκπέμπει ένα καθαρό μήνυμα. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν σε κεντρικά ερωτήματα επέλεγε συχνά απαντήσεις που επιχειρούσαν να ικανοποιήσουν τους πάντες ή σίγουρα να μην ενοχλήσουν κανέναν. Η αρχή έγινε τις ημέρες της πανδημίας και συνεχίστηκε σε διαδοχικά επεισόδια –στην κλιματική κρίση, στο προσφυγικό, στην επιδοματική πολιτική, στις σχέσεις μικρών αφεντικών και εργαζομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν διάλεγε πλευρά και περιοριζόταν σε μια ενδιάμεση θέση του «ναι μεν, αλλά» που εν τέλει, εκ του αποτελέσματος, δεν έπεισε. Και ηττήθηκε.
Και τώρα;
Η διαχείριση της ήττας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τα κόμματα της σιδηράς πειθαρχίας, αυτά που ακόμα και τη στιγμή της συντριβής τους την αντιμετώπιζαν ως ένα προσωρινό πισωγύρισμα στον ιστορικό χρόνο, δεν υπάρχουν πια. Η ήττα οδηγεί σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια όπου κυριαρχεί ο εκνευριστικός «σταλεγακισμός» και η απελευθέρωση καταπιεσμένων παραπόνων και πικριών. Αλλά ακόμα και αυτό, είναι κάτι το αναγκαίο. Είναι η προϋπόθεση για την παραγωγική μετάβαση στην επόμενη μέρα. Φτάνει ο κλυδωνισμός να μη μετατραπεί σε καθήλωση. Και στο σημείο βρίσκεται η πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: αν η ήττα θα οδηγήσει στην αναδίπλωσή του στις πρακτικές και τις επιλογές που τον έφεραν μέχρι εδώ ή αν θα μεταβολίσει την εμπειρία αυτή σε έναν νέο τρόπο οργάνωσης της πολιτικής του. Μην υποτιμάμε τη δύναμη της αδράνειας. Η υπέρβασή της δεν θα έρθει μέσα από την αφηρημένη επίκληση μιας νέας εποχής. Απαιτεί συγκρούσεις. Συγκρούσεις με τη διαμορφωμένη πολιτική κουλτούρα του μέσου όρου και συγκρούσεις μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Επιμένω στη διάσταση της σύγκρουσης, γιατί θεωρώ ότι αυτός είναι ο πυρήνας της δημοκρατίας. Είναι αυτή που χτίζει επιχειρήματα, κατασκευάζει και κινητοποιεί κοινωνικές δυναμικές, μετατρέπει την πολιτική από ένα πλαδαρό πεδίο φραστικών αντιπαραθέσεων σε ένα παραγωγικό πεδίο, όπου οι πολίτες καλούνται να κάνουν τις δικές τους επιλογές –αυτές που επικοινωνούν με τα υλικά τους συμφέροντα, αξιακές αναφορές και καθημερινές ανάγκες. Θα γίνω συγκεκριμένος με ένα παράδειγμα. Αυτό το καλοκαίρι η χώρα βιώνει μια τεράστια καταστροφή: από τις πυρκαγιές μεταβήκαμε στις πλημμύρες. Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι δεδομένες. Η παραδοσιακή αντιπολιτευτική πρακτική είναι η κατάδειξή τους. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν μπορούμε όντως να φανταστούμε μια ζωή που η καταστροφή δεν θα είναι η μόνιμη καθημερινότητά μας. Η απάντηση εκεί δεν μπορεί να είναι η καλύτερη διαχείριση, γιατί απλά δεν είναι πια θέμα διαχείρισης. Είναι θέμα πολιτικής απόφασης για τη σύγκρουση με ένα εμπεδωμένο μοντέλο ανάπτυξης και την επένδυση στην καταπολέμηση της νέας απειλής, που συνοψίζεται ως κλιματική κρίση. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι σε έναν φαύλο κύκλο.
Για την Αριστερά του 21ου αι.
Η σύγκρουση, όμως, αυτή απαιτεί μια σύγκρουση και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Στις τάξεις του υπάρχει ένα ρεύμα που αμφισβητεί τη σημασία της κλιματικής κρίσης μέσα από έναν αριστερόστροφο λόγο, που θεωρεί ότι η επίκλησή της είναι το άλλοθι των κυβερνητικών ευθυνών ή ακόμα χειρότερα γιατί τη συνδέει με σκοτεινά σχέδια κάθε είδους –όπως στο παράδειγμα όπου οι πυρκαγιές εμφανίζονται ως συνωμοσία για την εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Είναι μια αντίληψη που έχει απήχηση σε όλο το πολιτικό φάσμα και επικοινωνεί και με κοινωνικές αντιδράσεις. Έχει ακροατήριο. Το αποτέλεσμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να μην είναι σήμερα το κόμμα που έχει στη σημαία του την κλιματική κρίση ως πρόκληση και δυνατότητα για ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Το ερώτημα της επόμενης μέρας είναι αν θα παραμείνει ένα τέτοιο κόμμα ή όχι. Ο συμβιβασμός και η λογική του μέσου όρου οδηγεί στην αναπαραγωγή αυτού που ήταν. Η αλλαγή του, όμως, απαιτεί τη σύγκρουση, με δομές και κανόνες, ώστε να είναι ένα διαφορετικό κόμμα. Ένα κόμμα συγκεκριμένο στους στόχους του.
Για εμάς που συμφωνούμε ότι η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν είναι ένας ταυτοτικός προσδιορισμός, αλλά η δυνατότητα μεγάλων μεταβολών στο σήμερα, οι δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι μεγάλες. Την ίδια στιγμή όμως η δυνατότητα υπάρχει. Και η απόδειξή της είναι η δυναμική των υποψηφιοτήτων του Ευκλείδη Τσακαλώτου και της Έφης Αχτσιόγλου. Δεν είναι μυστικό ότι υποστηρίζω την Έφη Αχτσιόγλου, γιατί πιστεύω ότι είναι το πρόσωπο που μπορεί να φέρει την ανανέωση του πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού στην πολιτική ζωή της χώρας. Εδώ υπάρχει κάτι το γενεακό. Όχι γιατί η νεότητα είναι ταυτόσημη με τον ριζοσπαστισμό –ο Νίκος Παππάς και ο Στέφανος Κασσελάκης ανήκουν για παράδειγμα στην ίδια γενιά, υποστηρίζοντας όμως διαφορετικές εκδοχές διατήρησης της πολιτικής του μέσου όρου. Αλλά γιατί η Αχτσιόγλου εκφράζει μια γενεακή εμπειρία πολιτικής πρακτικής όπου η λογική της σύγκρουσης με ισχυρά συμφέροντα και παγιωμένες νοοτροπίες δημιουργεί προοδευτικές ρωγμές και φέρνει νέα κοινωνικά υποκείμενα στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Θεωρώ ότι η πορεία της συμπυκνώνει τη δυνατότητα συνάντησης του οραματικού στόχου –αυτό που η ίδια κωδικοποίησε ως «κοινωνική ισότητα»– με την εφαρμοσμένη πολιτική που αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων και αλλάζει, και εδώ είναι το πιο δύσκολο, το ίδιο το πεδίο της πολιτικής. Η ενδεχόμενη ανάδειξη της Έφης Αχτσιόγλου στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένα διάβημα αμφισβήτησης παγιωμένων βεβαιοτήτων, που αφορούν και τον χώρο μας, για το τι είναι η πολιτική στην Ελλάδα. Εκπροσωπεί μια αλλαγή παραδείγματος. Και αυτή η αλλαγή είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα για μια Αριστερά που μπορεί να κερδίσει.