Την Δέσποινα Σπανούδη την ξέρουμε καλά από την ενεργό συμμετοχή της στα περιβαλλοντικά, κοινωνικά, αντιρατσιστικά και φιλοζωικά κινήματα. Πέραν αυτής της κινηματικής παρουσίας και παράλληλα με αυτή, είναι χημικός μηχανικός-περιβαλλοντολόγος και σύμβουλος τοπικής αυτοδιοίκησης. Συνδυάζοντας τις κινηματικές της δραστηριότητες με τις επιστημονικές της γνώσεις, επιλέχθηκε ως επικεφαλής μιας ανεξάρτητης παράταξης που συγκροτήθηκε από τοπικά κινήματα στη Στερεά Ελλάδα που συμμετείχε στις περιφερειακές εκλογές του 2010, και εκλέχθηκε περιφερειακή σύμβουλος. Για όλα αυτά θεωρήσαμε ότι, εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, είναι το κατ’ εξοχήν κατάλληλο πρόσωπο να μας γράψει ένα κείμενο για τις σχέσεις της Αριστεράς με την αυτοδιοίκηση. Την ευχαριστούμε για την πρόθυμη αποδοχή της πρότασής μας, αλλά κυρίως για το ριζοσπαστικό και καλογραμμένο κείμενο που μας έστειλε το οποίο δημοσιεύουμε σήμερα.
Χ.Γο.
Σε αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές, η κρίση της Αριστεράς είναι οδυνηρά ορατή. Σε όλη τη χώρα, αριστεροί ενταγμένοι και ανένταχτοι, στελεχώνουν ψηφοδέλτια που ποτέ στο παρελθόν δεν θα είχαν φανταστεί. Ψηφοδέλτια που πολιτικά βρίσκονται σε όλο το φάσμα και αυτοδιοικητικά περίπου στο μηδέν, αφού δεν πρόκειται για παρατάξεις με δική τους οντότητα και ζωή αλλά για λίστες υποψηφίων που εξυπηρετούν προσωπικές ή κομματικές στοχεύσεις. Λίγα σχήματα, που τα περισσότερα ήδη υπήρχαν, έχουν αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά, αυτόνομη λειτουργία, συνδέονται ουσιαστικά με τοπικά κινήματα και τοπικά θέματα.
Είναι η κατάληξη μιας πορείας που έχει προϊστορία. Από την εποχή της κυβέρνησης του βουνού όταν η αυτοδιοίκηση απέκτησε πραγματικό περιεχόμενο, αλλά ακόμη και από την εποχή των κομμουνιστών δημάρχων στις λαϊκές και προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι που χώρισε την Αριστερά από την αυτοδιοίκηση τυπικά και ουσιαστικά.
Τα τελευταία χρόνια, η Αριστερά ακολούθησε την πεπατημένη του παραδοσιακού μοντέλου των αστικών κομμάτων στην αυτοδιοίκηση. Είτε εκκινώντας από τις τοπικές οργανώσεις, είτε από τα κεντρικά όργανα, είτε από φιλόδοξους τοπικούς παράγοντες, οι παρατάξεις και οι επικεφαλής τους ήταν προϊόντα κομματικών αποφάσεων, ομολογημένων ή μη. Με το παιχνίδι και τον επικεφαλής υποψήφιο καθορισμένο από την αρχή, αυτοί που συμπληρώνουν τα ψηφοδέλτια είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένο ότι δεν μετέχουν σε μια δημοκρατική - αυτοδιοικητική διαδικασία.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το παραδοσιακό μοντέλο του κομματισμού της αυτοδιοίκησης, τηρήθηκε με μεγαλύτερο ζήλο από τα κόμματα της Αριστεράς. Τα αντάρτικα ψηφοδέλτια ήταν και εξακολουθούν να είναι φαινόμενα κυρίως του χώρου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Αν ωστόσο τα παραδοσιακά αστικά κόμματα έχουν στενούς δεσμούς με την τοπική κοινωνία μέσα από ένα δίκτυο πελατειακών σχέσεων και εκπροσωπήσεων και αν το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι κατεβαίνει με κομματικά σχήματα στην αυτοδιοίκηση, τα αυτοδιοικητικά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ που δεν πληρούσαν επαρκώς καμία από τις δύο προϋποθέσεις, κατέρρευσαν με θόρυβο.
Το καίριο ερώτημα είναι: ποιες είναι οι αιτίες που η Αριστερά μέσα και έξω από το κοινοβούλιο ασχολείται ελάχιστα με την αυτοδιοίκηση, χωρίς επεξεργασίες, χωρίς σοβαρές διεκδικήσεις, χωρίς να προωθεί ένα διαφορετικό μοντέλο αυτοδιοίκησης;
Αριστεροί δήμαρχοι ή απλώς καλύτεροι διαχειριστές;
Είναι γεγονός ότι η αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα είναι σε γενικές γραμμές ανίσχυρη και ποδηγετημένη από την κεντρική εξουσία. Έχει ελάχιστα χρήματα που μπορεί να διαχειριστεί με δικό της σχεδιασμό και προτεραιότητες, δεν επιβάλει φόρους, τα δημοτικά τέλη αφορούν αποκλειστικά ανταποδοτικές υπηρεσίες ηλεκτροφωτισμού και καθαριότητας. Έχει επίσης ελάχιστη δυνατότητα να αποφασίζει σε σχέση με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων που ορίζει το Σύνταγμα. Δεν αποφασίζει καν για τα μεγάλα έργα, τις βιομηχανίες, τις ανεμογεννήτριες, τις τουριστικές μονάδες, τις ιχθυοκαλλιέργειες, τα γήπεδα, τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων κλπ που γίνονται στην περιοχή της, και δεν διαθέτει σοβαρούς μηχανισμούς ελέγχου. Όλες οι αποφάσεις περνούν από μια τόσο μακρόσυρτη και άκαμπτη γραφειοκρατική διαδικασία, που στην πραγματικότητα κάθε αιρετή αρχή ολοκληρώνει αυτά που κληρονόμησε από την προηγούμενη… εκτός αν είσαι ο Πατούλης ή ο Μπακογιάννης, οπότε όλα λύνονται αυτομάτως.
Με αυτά τα δεδομένα, η αυτοδιοίκηση είναι εν πολλοίς ένας θεσμός διεκπεραίωσης και διαχείρισης. Δεν είναι ένα καθαρό πεδίο ταξικής πάλης, δεν προσφέρεται για άσκηση ουσιαστικών πολιτικών αναδιανομής εισοδήματος, περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικών παρεμβάσεων. Στο ερώτημα τι κάνει μια αριστερή δημοτική αρχή κανείς δεν έχει μια ακριβή ιδέα. Ωστόσο, ξέρουμε ότι υπήρξαν δημοτικές αρχές που μπήκαν μπροστά στον αγώνα ενάντια σε μεγάλα και οικονομικά συμφέροντα για να υπερασπίσουν τους δημόσιους χώρους και το περιβάλλον: στη Νέα Φιλαδέλφεια η δημοτική αρχή αντιστάθηκε στο σχέδιο Μελισσανίδη για το γήπεδο της ΑΕΚ (και υπέστη συνεχείς απειλές, τραμπουκισμούς και κατασυκοφάντηση), στο Κερατσίνι- Δραπετσώνα η δημοτική αρχή στάθηκε απέναντι στην OIL-ONE του Μελισσανίδη (από την οποία σύρθηκε σε δίκη ο δήμαρχος Χρήστος Βρετάκος), στο Ελληνικό απέναντι στη Lamda Development του Λάτση βρέθηκε η δημοτική αρχή που πρωτοστάτησε και στο γκρέμισμα των κάγκελων που έκλειναν την πρόσβαση στις παραλίες (για το οποίο ο δήμαρχος Χρήστος Κορτζίδης σύρθηκε σε δίκες από τους ιδιώτες που τις είχαν φράξει), και αρκετές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις όπου δημοτικές αρχές αναλαμβάνουν να οργανώσουν κινητοποιήσεις και αντιστάσεις και να σταθούν αντιμέτωπες με «υπέρτερες δυνάμεις», έμπρακτα και με προσωπικό ρίσκο και κόστος.
Υπήρξαν δημοτικές αρχές που αγωνίστηκαν ενάντια σε έργα διευθέτησης για διασώσουν ποτάμια και ρέματα, όπως έγινε στη Ν. Φιλαδέλφεια-Ν. Χαλκηδόνα με τον Ποδονίφτη και τον Κηφισό, στον Άγιο Δημήτριο με το ρέμα της Πικροδάφνης. Δημοτικές αρχές που προσπαθούν να εφαρμόσουν ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης των απορριμμάτων, ακόμη και αν κάποιες από αυτές δεν ανήκουν στην Αριστερά, όπως στη Βάρη- Βούλα -Βουλιαγμένη, στα Βριλήσσια, στο Χαλάνδρι, στο Βύρωνα. Υπήρξαν παλαιότερα δήμαρχοι, όπως ο Χρήστος Παλαιολόγος στη Λιβαδειά, ο οποίος προώθησε το ρόλο της αυτοδιοίκησης μέσα από τη δράση του στα συλλογικά της όργανα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και ταυτόχρονα περιφρούρησε το δημόσιο χώρο, το περιβάλλον και τις λειτουργίες της πόλης ακόμη και απέναντι σε βιομήχανους και μεγαλοεργολάβους που τον έσυραν σε μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες που συνεχίστηκαν μετά τη θητεία του.
Συμμετοχή και αυτοδιοίκηση απέναντι στον νέο ολοκληρωτισμό
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν υπάρξει ακόμη μέχρι σήμερα δημοτικές αρχές που να κάνουν πράξη τη λαϊκή συμμετοχή, πατώντας πάνω στο ισχνό θεσμικό πλαίσιο και δίνοντάς του ουσιαστικό περιεχόμενο: λαϊκές συνελεύσεις που να υλοποιούνται οι αποφάσεις τους, τοπικά δημοψηφίσματα με δεσμευτικό χαρακτήρα, διαχείριση προϋπολογισμού από τις δημοτικές κοινότητες, ουσιαστική λειτουργία της επιτροπής διαβούλευσης, λειτουργία δημοτικής υπηρεσίας ενημέρωσης και υποστήριξης της λαϊκής συμμετοχής κλπ. Ίσως γιατί η άσκηση της δημοκρατίας είναι η πιο δύσκολη επιχείρηση και τα δεδομένα της καθημερινής διαχείρισης απαιτούν τόση κατανάλωση δυνάμεων που δεν περισσεύουν για τέτοιες απόπειρες. Ή ίσως γιατί η πεπατημένη είναι πάντα πιο απλή.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν η αυτοδιοίκηση ασθμαίνει στον στενό κορσέ της κεντρικής εξουσίας, η δυνατότητα να κινητοποιεί το ενδιαφέρον των πολιτών και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους αναγνωρίζεται καθολικά. Γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία έχει τοποθετηθεί έξω και πάνω από την κοινωνία, η αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να διαμορφώνει έναν αυτόνομο χώρο πολιτικής δραστηριότητας. Η εδραίωση ανοιχτών δημοκρατικών θεσμών στο δήμο και στη γειτονιά, εκεί δηλαδή που ο καθένας βλέπει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του και νοιάζεται αφού και ο ίδιος είναι αποδέκτης τους, ακυρώνει το ρόλο του παθητικού και αδιάφορου θεατή/καταναλωτή, του αγχωμένου εργαζόμενου ή του απελπισμένου και περιθωριακού ανέργου που μας επιφυλάσσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Από την άλλη πλευρά, είναι σημάδι πραγματικής και βαθιάς κρίσης η ένδεια της Αριστεράς στο θεωρητικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό πεδίο της αυτοδιοίκησης, χωρίς την οποία κάθε υπόσχεση για λαϊκή εξουσία, δημοκρατία, οικολογικό μετασχηματισμό είναι γράμμα κενό. Αναγνωρίζουμε τη σημασία της αυτοδιοίκησης στη Ροτζάβα και στην Τσιάπας, αλλά τη θεωρούμε περιττή για τον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Πρόκειται για μια απόδειξη της παραδοχής ότι ο κόσμος καθορίζεται από συγκεντρωτικούς εθνικούς και κυρίως υπερεθνικούς μηχανισμούς και ότι αυτό δεν αλλάζει. Ότι είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μια νέα φεουδαρχία, όπου ο πληθυσμός συγκεντρώνεται σε μητροπολιτικά κέντρα - μεγάλες αγορές, όπου η ύπαιθρος και οι δημόσιες εκτάσεις περνούν σε λίγα χέρια για ανεμπόδιστη εκμετάλλευση, αυτοί που δουλεύουν είναι είτε εργάτες γης (συνήθως μετανάστες χωρίς δικαιώματα), είτε εργάτες σε βιομηχανίες, εξορύξεις, τουριστικά μεγαθήρια κλπ, είτε εργάτες και υπάλληλοι σε μεγάλες επιχειρήσεις με χρήση πληροφορικής και διαδικτύου. Ένας κόσμος με συνεχή ανασφάλεια, κατακερματισμένος, αποδιοργανωμένος, ένας κόσμος που οι εκρήξεις, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι μεγάλες κινητοποιήσεις δεν οδηγούν πουθενά… παρά μόνο στην υποχώρηση, την απογοήτευση ή ακόμη χειρότερα στον φόβο, τον ανορθολογισμό, την εναλλακτική πραγματικότητα, την Ακροδεξιά.
Αν όμως αυτό δεν αλλάζει και δεν μας ενδιαφέρει ούτε ως πρόπλασμα ή ως υπόδειγμα μιας άλλης κοινωνίας για να το αναδείξουμε και να το διεκδικήσουμε, τότε όλα όσα διεκδικούμε και παλεύουμε, έχουν μόνο μια αξία αντίστασης που συνεχώς οπισθοχωρεί. Τα σημερινά επίδικα είναι πάντα τα χθεσινά δεδομένα, αυτά που είχαν άλλοτε κερδηθεί.
Δεκαετίες πριν, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, έγραφε ότι «η αυτοδιοίκηση με την έννοια του αποκεντρωμένου ελέγχου στα δημόσια αγαθά, στους φυσικούς πόρους, στις συνθήκες παραγωγής, μέσα από διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, περιγράφει ένα όραμα ανατροπής όσο και μια επιλογή ανάγκης και επιβίωσης. Περιγράφει ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης, όπου όλοι θα έχουν γνώση και γνώμη και θα συναποφασίζουν ώστε να γίνει πράξη η διαχείριση των «κοινών» από τους ελεύθερους πολίτες.»1 Και παρότι αναγνώριζε ότι η αυτοδιοίκηση στα αστικά κράτη δεν έχει αυτό το περιεχόμενο, θεωρούσε ότι αποτελεί προνομιακό χώρο δράσης όχι μόνο για τη συγκρότηση αντιστάσεων, αλλά και για την διεκδίκηση ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Όπως σημείωνε πριν από μερικά χρόνια η Ελένη Πορτάλιου2, η έννοια του πολίτη και της άμεσης συμμετοχής στους πολιτικούς θεσμούς της πόλης, με κορυφαία έκφρασή της την Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεν έχει, παρά τις ιστορικές μεταλλαγές, εξαφανιστεί στα σύγχρονα συμφραζόμενα. Αναβιώνει εκεί όπου η πολιτική των αποκάτω ασκείται αυτοπρόσωπα και ενσώματα, πρωτίστως σε στιγμές που η λάμψη της αντίστασης και των κοινωνικών αγώνων διακόπτει το συνεχές είτε αυταρχικών καθεστώτων είτε σύγχρονων δημοκρατιών, στις οποίες, η έννοια του πολίτη έχει θεσμικά συρρικνωθεί στο εκλογικό του δικαίωμα.
Αυτοοργάνωση και αυτοδιοίκηση υπήρξαν πάντα οι μορφές οργάνωσης από τα κάτω, εκεί που ο καθένας και η καθεμιά μπορούν να συναντηθούν, να αναλάβουν δράση στη γειτονιά, στο δημόσιο χώρο, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην προστασία του τόπου και του τοπίου. Εκεί που μπαίνει φρένο στον πλειστηριασμό, στον καταπατητή, στην ενδοοικογενειακή βία, στην κακοποίηση των ευάλωτων, στην εκμετάλλευση των μεταναστών, στον ρατσισμό και τον φασισμό. Εκεί που σώζεται το ελάχιστο πράσινο και τα πάρκα των τσιμεντουπόλεων, που ανοίγουν οι μπάρες των διοδίων, που κλείνουν οι πόρτες των βιομηχανιών που ρυπαίνουν, που ελευθερώνονται οι παραλίες, που σώζονται τα μνημεία, που σταματάνε τα φορτηγά με τα πτερύγια που πάνε να καρφώσουν γιγάντιες ανεμογεννήτριες σε κάθε κορφή, εκεί που ξεσηκώνονται αντιδράσεις ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου, φυσικού αερίου και χρυσού, εκεί που σταματάνε οι εκτροπές των ποταμών, τα φράγματα, ο εγκιβωτισμός των ρεμάτων.
Μια χαμένη αλλά κρίσιμη στρατηγική επιλογή
Όλα αυτά σημαίνουν τοπικά κινήματα και ταυτόχρονα ισχυρή και αυτόνομη τοπική αυτοδιοίκηση. Αν πρέπει από κάπου να ξεκινήσουμε για να πιάσουμε πάλι το νήμα είναι από κει. Να δώσουμε σημασία στην αυτοδιοίκηση, να αφιερώσουμε δυνάμεις, να ασχοληθούμε, να συμμετέχουμε ή να συγκροτήσουμε σχήματα με κόσμο που υπάρχει, ανασαίνει, λειτουργεί, ενδιαφέρεται και μπορεί να συμφωνήσει για το πώς βλέπει την παρέμβασή του στην κοινότητα. Σχήματα τα οποία με την δυναμική και την κοινωνική τους γείωση θα διεκδικήσουν και θα υποστηριχτούν από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων. Σχήματα στα οποία αυτοί που συμμετέχουν θα συνδιαμορφώνουν τις πολιτικές και δεν θα αποτελούν θεατές επιλογών που εκφωνούνται από ένα κομματικό μηχανισμό.
Το Νοέμβρη 2013, είχα γράψει ένα αντίστοιχο κείμενο στην «Εποχή» για τις επερχόμενες τότε ταυτοδιοικητικές εκλογές στο οποίο σημείωνα ότι «...παρά τις παροδικές εξάρσεις, οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν είναι ανάλογες της επίθεσης που δεχόμαστε. Και δεν είναι ανεξήγητο. Η κοινωνία -μεταξύ άλλων- δεν αντέχει άλλο ξόδεμα, πισωγυρίσματα και αποτυχίες. Δεν ελπίζει στις δυνάμεις της, γιατί όσοι επιχειρούν να την εκπροσωπήσουν δεν της απευθύνονται παρά για να της ζητήσουν γενικά και αόριστα να «παλέψει», επιφυλάσσοντας στον «κυρίαρχο λαό», ρόλο παρατηρητή, οπαδού ή ψηφοφόρου. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια ευκαιρία, αλλά ταυτόχρονα και μια απειλή. Αν επιλεγούν για ευθεία αναμέτρηση δυνάμεων των κομμάτων εξουσίας και υιοθετηθεί έστω και καμουφλαρισμένα το παραδοσιακό μοντέλο, είναι πιθανές δύο εξίσου προβληματικές εκδοχές: Είτε να επικρατήσουν παρατάξεις υποστηριζόμενες από το κυβερνητικό μπλοκ, λόγω του κοινού μοντέλου αλλά της καλύτερης «πρόσφυσής» τους στο τοπικό γίγνεσθαι των πελατειακών συναλλαγών. Είτε να επικρατήσουν παρατάξεις που θα πρόσκεινται μεν στην αντιπολίτευση, αλλά δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις επιτακτικές ανάγκες, ούτε να ‘φυσήξουν’ τα πανιά της κοινωνικής αλλαγής. Αντίθετα, αν υπηρετηθεί η αυτονομία των αυτοδιοικητικών σχημάτων, η κινηματική και δημοκρατική τους συγκρότηση- που αποτελούν διακηρυγμένη κατεύθυνση τουλάχιστον για τον ΣΥΡΙΖΑ- τότε υπάρχει ελπίδα για μια πραγματική ανακατανομή δυνάμεων, ανατροπή του ζοφερού σκηνικού, υπεράσπιση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι θέμα επιλογής.»
Τότε, λοιπόν, έγινε μια συγκεκριμένη επιλογή που τα αποτελέσματά της είναι ορατά σήμερα. Όπως ορατά είναι και τα αποτελέσματα της επιλογής του ΚΚΕ να πορεύεται με κομματικά ψηφοδέλτια, καλώντας να συμμετέχουν άτομα που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν ούτε καν για το όνομα της παράταξης. Για τις επερχόμενες εκλογές το τοπίο έχει διαμορφωθεί.
Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα να υποστηριχτούν παρατάξεις με συνεργασίες ενεργών ανθρώπων από διαφορετικούς χώρους που συμφωνούν σε ένα κοινό πλαίσιο (με οικολογικό, αλληλέγγυο, δικαιωματικό, δημοκρατικό, αριστερό πρόσημο, εν όλω ή εν μέρει) και μια βασική προγραμματική συμφωνία. Η εκλογική απήχηση τέτοιων σχημάτων, αλλά και η ουσιαστική λειτουργία και παρέμβασή τους στη συνέχεια, θα μπορούσε να είναι η βάση για να δημιουργηθεί ένα αυτοδιοικητικό κίνημα που να αποτελεί στρατηγική επιλογή για την Αριστερά. Γιατί Αριστερά δεν υπάρχει χωρίς αυτοδιοίκηση και δημοκρατία.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1 Murray Bookchin, Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιοπέλαγος, 1993
2 ΣτΕ: Η Ελένη Πορτάλιου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και εμβληματικό πρόσωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων. Υπήρξε δημοτική σύμβουλος της Ανοιχτής Πόλης στον Δήμο της Αθήνας για δύο θητείες, και δύο φορές υποψήφια δήμαρχος.