Συζητάμε με τον Γιάννη Μπαλαμπανίδη για την κυριαρχία της κυβέρνησης και την εικόνα αποσυντονισμού που παρουσιάζει, τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης και την νομιμοποίησης της Ακροδεξιάς. Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης εστιάζουμε στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, την ενότητα, την πολλαπλότητα και τον αρχηγοκεντρισμό. 

 

 

Αν βάζαμε σε ένα πολιτικό περίγραμμα ό,τι βιώνουμε τις τελευταίες βδομάδες, αν όχι μήνες, τι θα περιλάμβανε;   

 Εδώ και καιρό παρατηρούμε μια αποδιοργάνωση διαφόρων υποσυστημάτων του κράτους, που έχουν να κάνουν με την προστασία της ζωής και τους στοιχειώδεις όρους ασφάλειας των πολιτών. Μια σειρά επεισόδια –τα Τέμπη, η Πύλος, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες– που το καθένα τους προκαλεί ένα σοκ και μια αίσθηση ματαίωσης. Αυτά τα σοκ λειτουργούν σωρευτικά πλέον, και υπάρχει το ενδεχόμενο να τροφοδοτούν ένα θερμό κοινωνικό υλικό πάνω στο υπόστρωμα της διάψευσης από το κράτος, τις κυβερνήσεις, το πολιτικό σύστημα εν γένει. Συσσωρεύεται έτσι ένα δυναμικό οργής και ανημπόριας ταυτόχρονα, που παραμένει βουβό καθώς δεν βρίσκει διεξόδους πολιτικής εκπροσώπησης –η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη και αναζητά ηγεσία ή/και φυσιογνωμία, ενώ η κυβέρνηση, παρά την πρόσφατη επιβεβαίωση της κυριαρχίας της, μοιάζει αποσυντονισμένη. Όλη αυτή η συνθήκη αποτελεί ιδανική πρώτη ύλη για την ανάπτυξη ενός γενικευμένου αντιπολιτικού αισθήματος, ενός «αντισυστημισμού» που θα μπορούσε να στραφεί ενάντια στο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Όχι πολύ αισιόδοξη κατάσταση, δηλαδή. 

 

Εντοπίζεις ρήγματα στην ηγεμονία της κυβέρνησης; Βρισκόμαστε μόλις δύο μήνες μετά τις εκλογές, όπου η ΝΔ κατάφερε να κυριαρχήσει. 

 Η κυριαρχία παραμένει, κυρίως με την έννοια ότι δεν υπάρχει αντίπαλο δέος. Σε ποιο βαθμό θα παραμείνει ισχυρή, μένει να αποτυπωθεί σε πρώτη φάση στις αυτοδιοικητικές εκλογές, εκεί θα έχουμε ίσως κάποιες πιο ασφαλείς ενδείξεις. Από την άλλη, έχει χάσει σημαντικά ερείσματα ως προς την ατζέντα της και τις προσδοκίες χάρη στις οποίες κέρδισε τις εκλογές – ιδίως στο θέμα της ασφάλειας και της διαχείρισης κρίσεων. Είναι σαν να μην υπάρχουν αποθέματα ανανέωσης του (μεταρρυθμιστικού ή διαχειριστικού) προφίλ της, του προγράμματός της ή ακόμα και του πολιτικού προσωπικού που έχει να επιδείξει. Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για ρήγματα, σίγουρα όμως η κυβέρνηση βρίσκεται σε μία κατάσταση που δεν είχε αντιμετωπίσει την προηγούμενη τετραετία. Το ερώτημα είναι εάν θα καταφέρει, όπως έκανε πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια, να αντιστρέψει την εικόνα. 

 

Βλέπεις να ανοίγει ο διάλογος για το τι πολιτικές χρειαζόμαστε και με τι πρόσημο; Αναδύεται ξανά η αλληλεγγύη ή μπαίνει στο τραπέζι των συζητήσεων το ζήτημα τι πρωτογενή παραγωγή χρειαζόμαστε ή πώς αντιμετωπίζεται η κλιματική κρίση; 

 Θα έλεγα ότι διαφαίνονται δύο αντίρροπες τάσεις. Αυτό που συμβαίνει πάντα σε μεγάλα σοκ είναι ότι η κοινωνία αναζητά την ασφάλεια, που πρωτίστως παρέχει το κράτος. Επομένως, βρισκόμαστε σε μια συγκυρία στην οποία ευνοούνται αυτοί που έχουν μια ατζέντα η οποία τείνει περισσότερο στην ισχυρή δημόσια παρέμβαση παρά στην αγορά. Αν κανείς μπορέσει να μιλήσει πειστικά, συνδέοντας το αίτημα της ασφάλειας και σταθερότητας μετά την κόπωση της δεκαετούς κρίσης –το οποίο καθόρισε τις εκλογές του 2019 και του 2023– με το δημόσιο αγαθό και με ένα αποτελεσματικό κράτος, θα κέρδιζε πόντους και χώρο στο κοινωνικό πεδίο. Από την άλλη, μπορεί να υπάρχει και μια τάση μοιρολατρικής αποδοχής αυτής της κατάστασης διηνεκούς κρίσης (perma-crisis) που απολήγει στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και στη διάψευση της συλλογικής προσδοκίας υπέρ μιας εξατομικευμένης διευθέτησης. Αυτές οι δύο τάσεις, παρότι αντιφατικές, μπορεί να συνυπάρχουν. Το ζήτημα της κλιματικής κρίσης θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει μια πολιτική αιχμή που να δίνει συνοχή σε αυτό το κατακερματισμένο τοπίο. Αρκεί να μη μιλά κανείς για αυτήν εργαλειακά ή «επικοινωνιακά», αλλά με μια συνεκτική ατζέντα, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Μπορεί όμως να συνθέσει την προσαρμογή στις πολυ-κρίσεις της εποχής μας με την ποιότητα και ασφάλεια της ζωής, την ατομική ευθύνη με τη συλλογική κινητοποίηση, το τοπικό με το παγκόσμιο. Η οικολογία όμως απουσιάζει δραματικά από την ελληνική πολιτική, όχι ως «πράσινη απόχρωση» αλλά ως βασικός καμβάς πολιτικού και προγραμματικού λόγου. 

 

Στην κοινωνία έχουν μπολιάσει ξανά οι φασιστικές και οι φασίζουσες ιδέες, που βρήκαν χώρο και στα έδρανα της βουλής. Ο κύκλος βίας της ακροδεξιάς έχει ανοίξει και πάλι, όπως τον είχαμε βιώσει με τη Χρυσή Αυγή. Πόσο ανησυχητική είναι αυτή η κατάσταση;  

 Και μόνο το γεγονός ότι κάποιοι ένιωσαν άνετα να ανεβάσουν βίντεο όπου έχουν αιχμαλωτίσει ανθρώπους σε μια καρότσα και τους περιφέρουν ως «κομμάτια» είναι ήδη πολύ ανησυχητικό σύμπτωμα. Δηλαδή, ακόμα και αν είναι περιορισμένο, έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ευρύ και διάχυτο. Δεν πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία μετατοπίστηκε ξαφνικά ή ότι παγιώθηκε μια αξιακή μετατόπιση προς τα ακροδεξιά. Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι μάλλον ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της Κεντροαριστεράς απείχε, από πολιτική ματαίωση και απογοήτευση, την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο μέρος της άκρας Δεξιάς πήγε και ψήφισε, εκφράστηκε γιατί υπήρχαν οι προϋποθέσεις. Γιατί, ας πούμε, εδώ και καιρό συζητάμε το μεταναστευτικό με όρους οχύρωσης απέναντι στις ροές ανθρώπων και όχι με όρους ενσωμάτωσης των συμπολιτών μας, δείγμα μιας φοβικής κοινωνίας και όχι μιας κοινωνίας με αυτοπεποίθηση και δυνατότητες ανανέωσης. Η Ακροδεξιά απέκτησε ορατότητα και νομιμοποίηση μέσα στο κοινοβούλιο, σε ποικίλες αποχρώσεις, μέσα στην καρδιά της δημοκρατίας – ευτυχώς προς το παρόν χωρίς ισχυρό «πρόσωπο». Έτσι, όμως, νιώθει πιο άνετα κανείς να επιδείξει συμπεριφορές σαν αυτές που είδαμε στον Έβρο. Το πρόβλημα είναι παρών. Το έχουμε ξαναδεί με τη Χρυσή Αυγή, και εδώ όλα τα όπλα είναι χρήσιμα, τόσο τα νομικά όσο και τα πολιτικά. 

 

Αυτή την Κυριακή γίνονται εξ αναβολής οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρείς ότι είναι κάτι που αφορά τον κόσμο ή το πολιτικό σύστημα;  

 Η αναζήτηση νέας ηγεσίας προέκυψε αναγκαστικά, από τις διαδοχικές εκλογικές ήττες. Ένα κόμμα σε συνεχή πτωτική πορεία χρειάζεται να ταρακουνηθεί και να ξανασυστηθεί. Και τότε τα πρόσωπα έχουν σημασία, αφού η σύγχρονη πολιτική, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι σε μεγάλο βαθμό «προσωποποιημένη». Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει αυτό που θα λέγαμε πολιτική ζήτηση, μια αναζήτηση στον ευρύτερο μάλιστα χώρο της Κεντρο-Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή δίνει την αίσθηση ότι έγινε πάλι ορατός, είχε πολύ καιρό να προκαλέσει ένα πολιτικό γεγονός και να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κόσμου. Ως προς αυτό, ο πλουραλισμός των προφίλ των υποψηφίων είναι θετικός, δίνει ένα στίγμα ευρυχωρίας. Από την άλλη, υπάρχει και ο κίνδυνος να αναπτύσσονται ασύμπτωτες πορείες.  

 

Αυτό το γεγονός που δημιούργησε μπορεί να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον και μετά την ανάδειξη νέας ηγεσίας;  

 Θα είναι το πρώτο στοίχημα της όποιας νέας ηγεσίας. Προηγουμένως βέβαια, ένας δείκτης θα είναι και η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, ώστε να φανεί εάν το ενδιαφέρον αυτό μεταφράζεται ή όχι σε μια διάθεση συμμετοχής, προσωπικής εμπλοκής. Από εκεί και πέρα, τα επόμενα στοιχήματα αφορούν τη δυνατότητα σύνθεσης αυτού του πλουραλισμού αλλά κυρίως σύνθεσης των αιτημάτων εκπροσώπησης, που δεν είναι πάντοτε αρμονικά. Αλλά αυτά είναι τα προβλήματα όλων των κομμάτων που θέλουν να είναι «relevant», όπως λέμε, να έχουν βάρος μέσα σε ένα κομματικό σύστημα.  

 

Είναι ερώτημα αν θα καταφέρει να διατηρήσει την ενότητα, εννοείς;  

 Την ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα, αυτός είναι ο καλύτερος ορισμός που έχω υπόψιν. Αυτή τη στιγμή, η πολλαπλότητα ηγετικών προφίλ μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δίνει μια θετική δυναμική, με την έννοια ότι δείχνει πως είναι ένα κόμμα που μπορεί να έχει «πάγκο», προτάσσει τον πλουραλισμό και μπορεί να απευθύνεται σε πολλά και διαφορετικά ακροατήρια. Είναι αυτή η οπτική κοινή για όλους; Δεν είναι βέβαιο. Το βέβαιο είναι ότι τα μεγάλα κόμματα –και ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλο κόμμα– οφείλουν να είναι και ευρύχωρα και πλουραλιστικά, και να ανταποκρίνονται στην πολιτική «ζήτηση», εφόσον βέβαια καταφέρνουν πρώτα να τη διαγνώσουν σωστά. Αλλά εδώ χρειάζονται εργαλεία μιας πιο «επαγγελματικής» προσέγγισης της πολιτικής, και ως προς αυτό ο συγκεκριμένος χώρος δεν έχει δώσει καλά δείγματα τα τελευταία χρόνια.  

 

Ο αρχηγισμός που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ τον είχε αφυδατώσει σε μεγάλο βαθμό, δεν τον άφηνε να παρέμβει στο κοινωνικό πεδίο ούτε να αποδεχτεί τα νέα προβλήματα.  Φαίνεται από το πώς εξελίσσεται η συζήτηση ότι μετατοπίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ από το αρχηγοκεντρικό μοντέλο. Είναι έτσι;  

 Μπορούμε να συμφωνήσουμε ίσως σε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταλήξει σε ένα αρχηγοκεντρικό μοντέλο, το οποίο απέκλειε όλες τις ενδιάμεσες μεσολαβήσεις και μέσα στο κόμμα και στη σχέση του κόμματος με την κοινωνία. Αυτό, σε έναν βαθμό, μπορεί να ήταν αναγκαστικό, με την έννοια ότι ο Τσίπρας ήταν χαρισματικός ηγέτης. Από την άλλη, το αρχηγοκεντρικό μοντέλο ήταν ένα όριο στην επιρροή και την ελκυστικότητα του κόμματος συνολικά, στη σύνθεση και ενσωμάτωση νέων ιδεών, στην παραγωγική συζήτηση. Η αμφισβήτηση του αρχηγοκεντρικού μοντέλου και η ανανέωση διά της συλλογικότητας (όπως προτείνουν ορισμένοι υποψήφιοι – Αχτσιόγλου, Τσακαλώτος) θα ήταν ζωτικής σημασίας, αν συνυπολογίσουμε και την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να σφυρηλατήσει σχέσεις εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης με την κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια αλλά και τη σίγαση της κριτικής στο εσωτερικό του, του αναγκαίου αναστοχασμού που είναι και πολιτικά παραγωγικός αλλά και αποτελεί βασική συνιστώσα της κουλτούρας της ανανεωτικής Αριστεράς. Από την άλλη, δεν πρέπει κανείς να αγνοεί ότι αυτή η τάση «προεδροποίησης» της πολιτικής είναι διεθνής, επηρεάζει την πολιτική κουλτούρα των ανθρώπων που τείνουν να ταυτίζουν την πολιτική με τον ηγέτη. Είναι εμπεδωμένη, όπως είναι και η καχυποψία απέναντι στα κόμματα, στην κομματική γραφειοκρατία κ.ο.κ. Αυτή την καχυποψία εκφράζει η υποψηφιότητα Κασσελάκη, φτάνοντας όμως σε μια αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη-«λαού», απέναντι στην οποία οφείλει κανείς να είναι εξίσου καχύποπτος γιατί κατά κανόνα καταλήγει αντι-πολιτική ή τυπικά λαϊκιστική και αυταρχική. Στο τέλος της ημέρας, η δύσκολη άσκηση είναι να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε αυτά τα δύο: πώς ο κομματικός οργανισμός μπορεί να γίνει πιο συλλογικός και πιο αποτελεσματικός στη σχέση του με την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα πώς τα κοινωνικά αιτήματα μπορούν συμπυκνωθούν και να εκφραστούν, να εκπροσωπηθούν μέσα από μία δυναμική φιγούρα ηγέτη.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet