Μετά το σκάνδαλο Γιουβέντους και την τιμωρία της ομάδας με αφαίρεση 15 βαθμών από το ιταλικό πρωτάθλημα, ο Αντρέα Φουμαγκάλι, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Παβία, αναλύει στον ιστότοπο Effimera πώς το ποδόσφαιρο μεταμορφώνεται σε έναν τομέα υψηλής παραγωγής υπεραξίας και κατεξοχήν εικόνα της διαδικασίας χρηματιστικοποίησης των συλλογικών συναισθημάτων. Το περιοδικό Humba! στο τεύχος 47 που κυκλοφορεί δημοσιεύει ολόκληρο του άρθρο του Α. Φουμαγκάλι σε μετάφραση του Παναγιώτη Καλαμαρά. Η «Εποχή» αναδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο:
«Στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, το άθλημα του ποδοσφαίρου είναι σαφώς εκείνο που στην Ιταλία προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά και γύρω από το οποίο γίνονται οι βασικές business. Το ποδόσφαιρο στον 21ο αιώνα έχει γεννήσει ένα άκρως σύνθετο οικονομικό σύστημα. Μπορεί να θεωρηθεί ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ακριβώς εκείνη η οικονομία του συμβάντος που συνιστά τον τομέα του ελεύθερου χρόνου, σε βαθμό που αν και επιδεικνύει έναν ιδιαίτερο δυναμισμό, πολύ συχνά αποδεικνύεται ανίκανη να τον ελέγξει, με αποτέλεσμα να γεννιούνται αντιφάσεις και παγιδεύσεις. Η δυναμική της, στην κατεύθυνση ενός βιομηχανικού μετασχηματισμού, έχει προσλάβει πολύ σαφείς αναπτυξιακές διαστάσεις, με δύο ανάμεσά τους να παίζουν, πιο συγκεκριμένα, τον ρόλο του driver: πρόκειται για τη θεαματικοποίηση και τη χρηματιστικοποίηση. Δύο έννοιες των οποίων η εφαρμογή στο ποδόσφαιρο και στην οικονομία του χρήζουν απαραιτήτως διευκρίνισης.
Σήμερα, η θεαματικοποίηση δεν είναι πλέον το θέαμα που στοχεύει στην πρόκληση συλλογικών συναισθημάτων, αλλά κάτι παραπάνω: είναι ο κύριος μηχανισμός για τη δημιουργία ετεροκατευθυνόμενων φαντασιακών. Έχει γίνει έτσι ένα από τα πολλά εργαλεία του κοινωνικού ελέγχου, όντας σε θέση να επηρεάζει τις οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων. Πράγματι, το ποδόσφαιρο είναι σήμερα ένα είδος μεγάλης έμβιας πλατφόρμας, που επιδρά στις κοινωνικές σχέσεις και στην αναπαραγωγή των επιτυχημένων φαντασιακών εξίσου με τις πλατφόρμες των social networks, με τις οποίες το ποδόσφαιρο συνδέεται στενά. Το πιο χρησιμοποιημένο εργαλείο είναι το τηλεοπτικό, που στοχεύει στην προσέλκυση ενός όσο γίνεται ευρύτερου ακροατηρίου, διαφοροποιώντας την ώρα διεξαγωγής των αγώνων και εκ των πραγμάτων εξαπλώνοντάς τους σχεδόν σε όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Έτσι όχι μόνο αυξάνεται η επικοινωνιακή διεισδυτικότητα του επιτυχημένου και ατομικού φαντασιακού του ποδοσφαίρου, αλλά αξιοποιείται και ο ελεύθερος χρόνος μέσω της πληρωμής των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, προς όφελος τελικά των ίδιων των ποδοσφαιρικών ενώσεων και των πιο ισχυρών ομάδων.
Ο μηχανισμός είναι ο κλασικός των πλατφορμών. Ο χρήστης πληρώνει συνδρομή σε ένα τηλεοπτικό κανάλι για να μπορεί να δει ένα παιχνίδι και, ταυτοχρόνως, ως prosumer, όχι μόνο συνεισφέρει στη δημιουργία ενός κοινού προς όφελος της βιομηχανίας της επικοινωνίας, αλλά προσφέρει και δεδομένα και πληροφορίες που μετουσιώνονται σε ανταλλακτική αξία, πάντοτε προς όφελος της πλατφόρμας του network, χωρίς να υπάρχει καμία ανταμοιβή για κάτι τέτοιο, αλλά μόνο κόστος. Ταυτοχρόνως, η πληρωμή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων γίνεται το πιο μεγάλο έσοδο στον ισολογισμό μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας, αντικαθιστώντας το παραδοσιακό έσοδο, κάποτε κύριο, που είχε να κάνει με την πώληση των εισιτηρίων στο γήπεδο. Η ετήσια έκθεση της UEFA, δημοσιευμένη το 2020 (τελευταία χρονιά πριν την πανδημία και, γι’ αυτόν τον λόγο, επιτρέπει τη διατύπωση αξιόπιστων εκτιμήσεων), αναφέρεται σε ένα 53% των εσόδων που προέρχεται από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της αγγλικής Premier League, με την ιταλική Serie A να έχει έσοδα 47% και την ισπανική La Liga 42%. Όσον αφορά την ιταλική Serie A, οι εισπράξεις από τα εισιτήρια αποτελούν μονάχα το 12% των επιχειρηματικών εσόδων.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναζήτηση νέων εσόδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησε μερικές από τις πιο ισχυρές ποδοσφαιρικές εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Άγιαξ, Μπαρτσελόνα, Μπάγερν Μονάχου, Μπορούσια Ντόρτμουντ, Ίντερ, Γιουβέντους, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μίλαν, Ολιμπίκ Μαρσέιγ, Παρί Σεν Ζερμέν, Αϊντχόβεν, Πόρτο και Ρεάλ Μαδρίτης, στις οποίες προστέθηκαν αργότερα η Άρσεναλ, η Μπάγιερ Λεβερκούζεν, η Ολιμπίκ Λιόν και η Βαλένθια) να θελήσουν να αποσχιστούν από την UEFA και τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, προκειμένου να διοργανώσουν ένα είδος ευρωπαϊκής Σούπερ Λίγκας, θέλοντας να μοιραστούν ολόκληρη την πίτα των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Ο στόχος αυτός προς στιγμή δεν έχει επιτευχθεί, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Είναι γνωστό ότι τα αθλήματα, ξεκινώντας από τις ιπποδρομίες, υπήρξαν πάντοτε αντικείμενο στοιχηματισμού και το ίδιο συμβαίνει ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό με το ποδόσφαιρο. Κάθε φορά που μπαίνει ένα στοίχημα, πραγματοποιείται μια κερδοσκοπική δραστηριότητα. Όμως όσο μια τέτοια δραστηριότητα αφορά ξεχωριστά άτομα, που στη βάση των προσδοκιών τους ως προς το τελικό αποτέλεσμα κερδίζουν ή χάνουν βάσει των αξιών που έχουν καθορίσει οι bookmakers, βρισκόμαστε πάντοτε σε ένα περιβάλλον ατομικής διαπραγμάτευσης, με το ποδοσφαιρικό παιχνίδι να είναι το μέσο για να μπει ένα στοίχημα. Οι ποδοσφαιρικές εταιρείες είναι οι ουδέτεροι θεατές σε ένα τέτοιο παιχνίδι».
Πηγή: Περιοδικό Humba!