Παρακολουθώντας τα σόσιαλ μίντια, με αφορμή την εκλογή προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν στιγμές που εκπλήσσεσαι από την ευκολία του «επιχειρήματος», τη γρήγορη και απότομη ατάκα, την απόλυτη πίστη, ακόμα και από τη βαρβαρότητα των λέξεων και των χαρακτηρισμών.
Και αναρωτιέσαι, επίσης, αν στη δημόσια συζήτηση έχει μείνει κάτι από την ουσία, από τις προγραμματικές προτάσεις, από το πολιτικό σχέδιο που κάθε υποψήφιος και υποψήφια ασφαλώς, έχουν καταθέσει. Ή, μήπως η «επικοινωνία» κερδίζει κατά κράτος την πολιτική και οι ιδέες υποχωρούν μπροστά στην επιθετικότητα της εικόνας;
Δεν είναι η πρώτη φορά που σε συλλογικότητες της Αριστεράς υπάρχει εσωτερική αντιπαράθεση. Η ιστορία μας είναι γεμάτη από εσωκομματικές συγκρούσεις. Συνήθως, όχι πάντα, η αντιπαράθεση είχε σχέση με ιδέες, με προσανατολισμό, με κατεύθυνση. Είχε σχέση με την ταυτότητα, την πολιτική συμμαχιών, το όραμα, τη λειτουργία του κόμματος.
Λίγο απ’ όλα;
Δεν είναι μυστικό δα, ότι έχω τοποθετηθεί υπέρ της υποψηφιότητας του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Όχι αβασάνιστα και όχι βιαστικά. Δεν είναι η μοναδική υποψηφιότητα, άλλωστε, που έχει να συνεισφέρει στο κοινό μας (αριστερό) σπίτι. Ευτυχώς... Αν όμως με ρώταγε κάποιος ή κάποια, ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο που ενισχύει στη δική μου σκέψη την επιλογή Τσακαλώτου, θα έλεγα, ανάμεσα σε τόσα πολλά, την άποψη που έχει πολλάκις διατυπώσει: ότι για να κάνεις ανοίγματα, διευρύνσεις και συμμαχίες, χρειάζεται να έχεις πει εσύ ποιος είσαι. Και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν κρύφτηκε πίσω από ένα, βολικό ίσως, αλλά θολό τοπίο. Είμαστε Αριστερά και ως τέτοια επιδιώκουμε τον διάλογο με ευρύτερες δυνάμεις, συζητάμε, συμμαχούμε και πορευόμαστε από κοινού, με βάση ένα σαφές πολιτικό σχέδιο.
Δεν είμαστε, ή δεν πρέπει να είμαστε, λίγο απ’ όλα. Η ταυτότητα δεν είναι κάποια εμμονή, αλλά βασική προϋπόθεση για να συνομιλήσεις αξιόπιστα και φερέγγυα με τον κόσμο που σε ενδιαφέρει. Πόσο γοητευτικό είναι, άραγε, αν πεις στον συνομιλητή σου ότι είσαι και αριστερός και κεντρώος; Πόσο πιστευτό είναι να ισχυριστείς ότι εμπνέεσαι και από τους Βενιζέλους και από τον Βελουχιώτη; Και ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά αν του πεις και με τον σοσιαλισμό και με τον καπιταλισμό;
Συλλογικότητα ή «πάω στην κάλπη για τον …»;
Το δεύτερο στοιχείο που με οδηγεί στην επιλογή Τσακαλώτου, είναι η έννοια και η ουσία της συλλογικότητας, το «εμείς» έναντι του «εγώ». Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ως όφειλε, κατέθεσε στις οργανώσεις μελών, μια σειρά από προτάσεις για τη δημοκρατική και συλλογική λειτουργία του κόμματος. Στον αντίποδα αυτών των προτάσεων ήταν η διαδικτυακή αφίσα ενός άλλου υποψηφίου που έλεγε «Πάω στην κάλπη για τον....». Και ανέφερε το όνομά του. Λες και η πολιτική (μιλάω πάντα για την Αριστερά), είναι μια προσωπική υπόθεση, ανταγωνισμός «αρίστων», γραφείο ευρέσεως διευθυντικής ή και προεδρικής θέσης.
Η Αριστερά, όμως, είναι συλλογική υπόθεση. Είναι κίνηση ανθρώπων, δράση, αγώνες, ατομική και συλλογική επεξεργασία. Γνωρίζω βέβαια ότι κινούμαστε, δυστυχώς, στην εποχή της ανάθεσης. Εξ ου και η αναζήτηση ενός νέου «μεσσία», μιας χαμογελαστής εικόνας, κάπου να αποθέσουμε ελπίδες και προσδοκίες. Η ανάγνωση είναι δύσκολη, η επεξεργασία θέλει κόπο, η συζήτηση είναι κουραστική, η δράση θέλει κότσια. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ιδεολογικός και πολιτικός αντίπαλος, ενίοτε, προσωποποιείται: η ΝΔ γίνεται Μητσοτάκης, η Δεξιά είναι απλώς ανίκανη. Η ταξική και κοινωνική μεροληψία χάνονται από κάποιους μέσα στο απολίτικο και αταξικό χυλό της δήθεν διαχωριστικής γραμμής «ικανών – ανίκανων».
Η ιστορία της Αριστεράς
Ο τρίτος λόγος έχει σχέση με την ιστορία της Αριστεράς. Δεν είναι η πρώτη φορά που στην προσπάθειά της να βγει από τα όρια της επιρροής της, επιχείρησε να αποτινάξει σύμβολα, ονόματα, αγώνες και να ενσωματωθεί στο κυρίαρχο σύστημα. Το παράδειγμα του ιταλικού ΚΚ, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό. Στην αρχή αποφάσισαν πλειοψηφικά να τελειώνουν με το περιβόητο «Κ», που, υπενθυμίζω, με αυτόν τον τίτλο είχε φτάσει στο 33%. Και το τελείωσαν ως «βαρίδι». Μετά, όμως αισθάνθηκαν, πάλι πλειοψηφικά, ότι και το «Α», δηλαδή το αριστερό, αποτελεί «βαρίδι» για να συναντηθούν με τις... μάζες. Και το πέταξαν και αυτό στα σκουπίδια. Αλλά κάθε φορά που πέταγαν «γράμματα», σύμβολα και ιστορία, το κόμμα αυτό έχανε την ορμή της νιότης του και τη φρεσκάδα των ιδεών του. Μετατρεπόταν, μέρα με την ημέρα, σε ένα κόμμα συστημικό, σε μια από τα ίδια, μέχρι που έγινε Ρέντσι, γιατί κάποιοι θεώρησαν ότι και το «Δ» ήταν ενοχλητικό στην εποχή της μεταπολιτικής.
Για να μπορέσεις, όμως, να νικήσεις τη νεοφιλελεύθερη και αυταρχική Δεξιά, χρειάζεσαι διαφορετικό και ανταγωνιστικό ιδεολογικό και πολιτικό σχέδιο. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο κοινωνικό πεδίο –από τα ταξικά έως τα περιβαλλοντικά ζητήματα, από τη σύγκρουση για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, έως την υγεία και την παιδεία– είναι ανάγκη να εκφραστεί και στο πολιτικό επίπεδο. Και αυτό είναι αδύνατο να γίνει πραγματικότητα, αν η αντιπαράθεση γίνει στο γήπεδο του αντιπάλου, με τα ίδια όπλα και τις ίδιες μεθόδους.
Σοβαρότητα, αξιοπιστία, συντροφικότητα
Ο τέταρτος λόγος (θα μπορούσα να γράψω πολλούς), έχει να κάνει με την αρχική μου επισήμανση: στην τοξικότητα και στον φανατισμό, υπάρχει η ανάγκη της σοβαρότητας και του προγραμματικού λόγου. Στο «αδειάστε μας τη γωνιά», που το ακούμε ολοένα και περισσότερο, να προτάξουμε την αξιοπιστία, την ενότητα και τη συντροφική διάθεση. Στην επιθετική αντίληψη «να τα σαρώσουμε όλα», να απαντήσουμε με την ενίσχυση της ανανεωτικής, οικολογικής, κινηματικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Είναι ώρα ευθύνης για όλες, όλους, όλα μας.