Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η διαδοχή της καταστροφής είναι τέτοια που δεν σου επιτρέπει να την δεις συνολικά. Το ένα περιστατικό διαδέχεται το άλλο με αποτέλεσμα να το επικαλύπτει. Έτσι η κάθε καταστροφή λειτουργεί ως άλλοθι για την προηγούμενη. Η απότομη εστίαση στο κατ’ επείγον, ο πανικός για το νέο περιστατικό, η διαρκής έκτακτη ανάγκη της πραγματικότητάς μας δημιουργεί μια συλλογική αμνησία.
Πόσοι μιλούν για τον Έβρο μετά τις πλημμύρες, πόσοι μιλούν για τα Τέμπη μετά τον Έβρο; Η λογική μας είναι τηλεοπτική, μια περιορισμένη συλλογιστική, στεγνή σαν βραδινό δελτίο ειδήσεων. Με ατζέντα προτεραιοτήτων, με φρέσκες καταστροφές να πάρουν την θέση αυτών που εμπεδώθηκαν. Δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, δεν υπάρχουν αναλύσεις. Μόνο μια περιφορά των πληροφοριών που δεν περιγράφουν άλλο από τον εαυτό τους. Αδυνατούν να καταλήξουν σε κάποιο άθροισμα. Μόνο στοιχίζονται η μία δίπλα στην άλλη αποκρύβοντας έτσι το πλήθος τους.
Η ζωή όμως είναι αυτή που είναι. Πέρα από τις νέες της κωδικοποιήσεις, πέρα από την επικοινωνιακή λειτουργία της πολιτικής. Ακόμα και αν νομίζαμε διαφορετικά, ζούμε όπως ζούσαμε. Έχουμε τις ίδιες ανάγκες με πριν, τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο κόσμος μας διαλύεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Άσχετα με την πολιορκημένη μας αντίληψη.
Αυτό που συμβαίνει στη χώρα τους τελευταίους μήνες δεν έχει ξανασυμβεί. Αυτή η συλλογική εικόνα καταστροφής και παραίτησης, διάλυσης και εμπαιγμού. Οι κοινότητές μας πολιορκούνται με κάθε πιθανό τρόπο και αποτυγχάνουν στο κάθε τους αποτέλεσμα. Ξεκινώντας από την μικρή κλίμακα της καθημερινότητας και φτάνοντας μέχρι την συνολική εικόνα. Οι πόλεις βιώνουν την πλήρη απαξία τους, με πρώτη την Αθήνα. Οι δρόμοι υιοθετούν τη βρώμα σαν δεδομένη μοίρα, τα φώτα και τα φανάρια καίγονται και δεν αλλάζουν ποτέ, η πόλη παραμένει ανοιχτή εδώ και μήνες σαν μια εγχείρηση θώρακα που διακόπηκε και ο ασθενής περιμένει. Οι υποδομές πιο πολύ τρομάζουν παρά εξυπηρετούν. Η Αττική οδός παρατημένη στα χιόνια, οι εγκλωβισμένοι άνθρωποι στην εθνική οδό στην επιστροφή από τις διακοπές, οι νεκροί των Τεμπών, οι νεκροί της Πύλου, η διάλυση των ακτοπλοϊκών μεταφορών μέσα από τα μονοπώλια με τα εισιτήρια τους στα ύψη, η χώρα κομμένη στα δύο ύστερα από τις πλημμύρες. Τόσες πληγές για ένα μόνο σώμα…
Η χώρα καμένη. Για μήνες να καίγεται. Η χώρα πλημμυρισμένη. Σώμα που δεν στεγνώνει. Και τώρα η παραμονή της αρρώστιας. Η αναμονή για το ξέσπασμα επιδημιών, το περίμενε της μόλυνσης, τον πυρετό της κοινωνίας. Αυτή είναι μια παρατημένη χώρα. Με τα λεφτά για τις υποδομές σε τσέπες οικείων, με τη διαφθορά να βαφτίζεται επιχειρείν και να σκυλεύει ό,τι έχει περισσέψει από έναν διαλυμένο οργανισμό.
Αυτός ο τόπος δεν ήταν ποτέ ιδανικός. Πάντοτε έμοιαζε πρόθυμος να αποπλανηθεί. Σχεδόν πάντα αποφάσιζε πρόχειρα χωρίς μνήμη, χωρίς συνολική κρίση. Και πάντοτε οι αποφάσεις του είχανε επιπτώσεις. Τώρα ο τόπος βουλιάζει. Παρατημένο γιαπί, πλημμυρισμένο λατομείο. Χωρίς μέριμνα, χωρίς εναλλακτική. Με κάθε βοήθεια να έχει καταργηθεί, με κάθε αερόσακο πουλημένο σε κλεπταποδόχους. Βουλιάζει και βουλιάζουμε μαζί της. Σε μια κάθοδο που διαρκώς μας ξαφνιάζει με το νέο της βάθος.
Ο τόπος αυτός είναι η ανάμνηση μιας χώρας. Και ό, τι απέμεινε μετά την κατάργησή της.