Η υποψηφιότητα Κασσελάκη, αλλά πολύ περισσότερο η επιτυχία του στον πρώτο γύρο και το ενδεχόμενο αύριο να γίνει αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από παθογένειες. Παθογένειες που βρίσκονταν εκεί για χρόνια, αλλά δεν ήταν ορατές στους οπαδούς, στα μέλη ακόμα και στους παρατηρητές του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτονομημένα τα στοιχεία αυτά στράφηκαν για πρώτη φορά εναντίον των μέχρι χθες (και υποτίθεται και από αύριο) συντρόφων τους. Με αποτέλεσμα να εμφανιστούν γυμνά, στην πραγματική τους μορφή και στις αληθινές τους διαστάσεις.
Όταν περιγράφουμε τον ΣΥΡΙΖΑ με πολιτικούς όρους, συνήθως κρίνουμε με βάση πολιτικές τοποθετώντας, πρόσωπα και προτάσεις σε μια οριζόντια κλίμακα από τα αριστερά μέχρι το κέντρο. Άλλοτε τον χαρτογραφούμε με βάση τις τάσεις, τις επιρροές, τις συμπάθειες. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει και ένας άλλος πολιτικός διαχωρισμός, που όπως φάνηκε στον δημόσιο λόγο την τελευταία εβδομάδα (και όπως φαινόταν, αλλά πολλοί δεν ήθελαν να τον δουν) ορίζει τα στελέχη, τις πολιτικές και τις προτάσεις με τρόπο πολύ πιο απόλυτο. Από τη μία, είναι αυτοί που έχουν αναφορά στην πολιτική, την ανάλυση, τους ταξικούς διαχωρισμούς κτλ. Μια συγκεκριμένη αναφορά στην ιστορικά προσδιορισμένη περιγραφή των πραγμάτων. Μετεξελίξεις της Αριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας με μια ρητορική που πηγάζει από αυτές τις παραδόσεις, με συγκεκριμένη καταγωγή, ανιχνεύσιμη ανάλυση και αντίστοιχες προτάσεις γύρω από τη χειραφέτηση, την αναδιανομή του πλούτου, τη φορολογία κτλ. Σε ένα φάσμα από την Αριστερά μέχρι το Κέντρο, το κομμάτι αυτό δεν γίνεται ορατό ως ενιαίο ακριβώς λόγο των ιδεολογικών διαφορών και των πολιτικών διαφωνιών. Γίνεται ορατό ως τέτοιο μόνο αν τοποθετηθεί δίπλα στον άλλο πόλο. Και αυτός είναι ο πόλος της καταγγελίας.
Ο πόλος αυτός μέχρι πρόσφατα δεν ήταν απόλυτα ορατός. Και αυτό γιατί σε ένα ενοποιημένο κόμμα δανειζόταν ουσιαστικά ουσία και ανάλυση από τον άλλο πόλο με τον οποίο συνυπήρχε κάτω από την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα. Ακόμα και αν δεν επεδίωκε κάτι τέτοιο, η συνύπαρξη όριζε τη λειτουργία αυτή με όρους αυτοματισμού. Αυτονομημένος στο μετεκλογικό τοπίο ο πόλος αυτός εμφανίστηκε ως μπλοκ γύρω από την υποψηφιότητα Κασσελάκη. Και δίπλα στη δική του έλλειψη πολιτικών θέσεων, ήρθε να τοποθετήσει τη δική του πολιτικά συγκεχυμένη στάση.
Γιατί η καταγγελία δεν ξεκινά από την πολιτική. Πιο πολύ αποτελεί μια συγκεχυμένη και παρωχημένη κοινωνική ηθική. Ο πόλος αυτός διαρκώς εγκαλεί στο όνομα μιας καθαρότητας, μιας αδιαπραγμάτευτης στάσης, στο όνομα του λαού. Δεν αναλύει και δεν προτείνει. Στιγματίζει με όρους καλού και κακού, με αφηρημένους ταυτόχρονα κανόνες μέσα στην απολυτότητά του. Όταν κάτι τέτοιο γινόταν απέναντι στους καναλάρχες, στις τράπεζες ή την αυθαιρεσία μια κυβέρνησης σε μια σειρά από ακραίες πολιτικές δεν ήταν τόσο ορατό. Ακριβώς γιατί συνυπήρχε δίπλα στον άλλο πόλο που εκλογίκευε, ανέλυε και τελικά πολιτικοποιούσε αιτήματα και λύσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, ο λόγος αυτός ήταν όσο απολίτικος και επικίνδυνος είναι και τώρα.
Ένας τυφλός λόγος που έχει ως ακροατήριο πάντοτε τη μάζα και ποτέ τον λαό ή τους πολίτες, σε μια απευθείας σχέση μακριά από όργανα και πάντοτε στο όνομα του αρχηγού. Ένας λόγος που αισθητικοποιεί και διαχωρίζει τους πάντες σε φίλους και εχθρούς με απόλυτους όρους, ένας λόγος που απευθύνεται αποκλειστικά στα αντανακλαστικά και όχι στην κρίση, στο θυμικό και όχι στην πολιτική. Είναι ο πολιτικός αυτός λόγος και η πολιτική αυτή στάση που εξέθρεψε και στη συνέχεια δικαιολόγησε τη λογική των τρολ και των fake news, τον «βρώμικο πόλεμο» της διαδικτυακής προπαγάνδας, τον μεσιανισμό του αρχηγού και μια σειρά από παρόμοια φαινόμενα.
Όλα αυτά ήταν εκεί και πολλοί τα ανέχτηκαν, ενώ τα ξέρανε. Τώρα στρέφονται εναντίον τους. Και έτσι αυτονομημένα τα στοιχεία αυτά, όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την Αριστερά, αλλά συχνά γίνονται ακριβώς το αντίθετό της.