Με μια «λοξή ανάγνωση» θα λέγαμε πως έχουμε μικρή κοινοβουλευτική ακροδεξιά σε σχέση με όσα ακροδεξιά συμβαίνουν. Η ελληνική κοινωνία παράγει περισσότερη ακροδεξιά από όση ψηφίζει.
Αφορμή για τη σκέψη αυτή είναι η αλληλουχία των τραγικών γεγονότων από το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου (υπό συνθήκες τουλάχιστον ύποπτες) ως τις φωτιές στον Έβρο με νεκρούς μετανάστες και πολιτοφύλακες κυνηγούς κεφαλών. Και στις δυο περιπτώσεις γύρω από τα θύματα στήθηκε ένας ρατσιστικός χορός μίσους. Και στις δυο περιπτώσεις θεσμικός λόγος τροφοδότησε ή δικαιολόγησε αυτό το μίσος. Οι συνθήκες ευνοούν την «κοινωνική ακροδεξιά», τη διάχυση αντιδραστικών θέσεων σε μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, φαινόμενο που υποβαθμίζεται όταν ονομάζεται «συντηρητικοποίηση».
H ελληνική Alt-right συγκροτείται με τις εσωτερικές της αντιφάσεις και μετατοπίσεις. Δεν είναι ίδια τα τριάμιση ακροδεξιά κόμματα (μέρος της ρητορικής της Πλεύσης Ελευθερίας την κατατάσσει εν μέρει εκεί), δεν είναι ίδιος ο χώρος που κάλυπτε η ΧΑ με αυτόν που διεκδικεί ο Κασιδιάρης, δεν είναι ίδιος ο χριστιανικός φονταμενταλισμός της Νίκης με τη ρωσόφιλη συνωμοσιολογία του Βελόπουλου, δεν είναι όλη η ακροδεξιά βίαιη ή νεοφασιστική. Οι διαφοροποιήσεις είναι κρίσιμες.
Αυτή η Alt-right εμπεριέχει συνέχειες και ασυνέχειες της μεταπολιτευτικής ακροδεξιάς με κοινό υπόβαθρο τον νέο μετα-φασιστικό εθνικισμό που έχει στο στόχαστρο τη μετανάστευση και το Ισλάμ. Από την άλλη, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι αυτή η ακροδεξιά έχει γίνει η φωνή των θιγόμενων από τον κοσμοπολιτισμό συντηρητικών, των αδικημένων από την παγκοσμιοποίηση. Ανέρχεται μιλώντας για ελευθερίες και δικαιώματα γύρω από την πολιτισμική ταυτότητα, είναι διατεθειμένη να δώσει με ορμή τους πολέμους της. Πολιτεύεται ως «κόμμα-ενάντια-στα-κόμματα» προβάλλει τον εθνικό της χαρακτήρα ως υπέρβαση της διάκρισης αριστερά/δεξιά. Όλα όσα στα μάτια μας φαντάζουν απωθητικά, αποτελούν την ισχυρή αποκρυστάλλωση των αντιδραστικών ιδεών: εθνικισμός, μιλιταρισμός, αντιμεταναστευτικός ρατσισμός, προνοιακός σοβινισμός, αντιεπιστημονικός ανορθολογισμός, παραδοσιακή πατριαρχία.
Γιατί μιλάμε για το μαγευτικό Alt-right καλοκαίρι; Γιατί η ιδιαίτερη συνθήκη του καλοκαιριού 2023 ίσως επιταχύνει την ανάπτυξη ενός ολόκληρου μοτίβου με ακροδεξιόστροφη απόληξη. Κομβικά σημεία του η καλλιέργεια κλίματος ξενοφοβίας από μεγάλα ΜΜΕ, η τεράστια εθνική φυσική καταστροφή και η αίσθηση διαρκούς επικείμενου κινδύνου, η επίκληση εξωτερικού εχθρού, η δημιουργία εσωτερικού εχθρού, η δαιμονοποίηση των μεταναστών, οι κρατικές δομές σε αδυναμία ανταπόκρισης σε στοιχειώδεις ανάγκες, η δημιουργία ισχυρού αισθήματος ανασφάλειας, οι αυτονομημένοι θύλακες και οι ένοπλες πολιτοφυλακές, η στοχοποίηση υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι θεωρίες συνωμοσίας και η παραπληροφόρηση, η ασθενής αντιπολίτευση, η ατροφική κοινωνία πολιτών και κινημάτων με αντιρατσιστικό πρόσημο, η άνοδος αυταρχικών αντιλήψεων και αντικοινοβουλευτισμού.
Το τοπίο αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη λογοδοσίας, την αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών, τη σιγή των Ανεξάρτητων Αρχών, συνθέτει μια νέα πολιτική αρχιτεκτονική: κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης με γονατισμένη τη δημοκρατική αντιπολίτευση και ηττημένη την αριστερά σε κοινοβουλευτικό και κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή δεξιά κυβέρνηση με ακροδεξιά αντιπολίτευση σε μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται.
Όσο οικονομικά/ κοινωνικά δεδομένα και κραυγαλέες ανεπάρκειες του «επιτελικού μοντέλου» κρατικής διοίκησης δημιουργούν ρηγματώσεις στο κυβερνητικό αφήγημα, θα μοιάζει ελκυστικότερη επιλογή ή και μονόδρομος για την κυβερνητική παράταξη να αναδεικνύεται στον ισχυρό πόλο απέναντι στην «λαϊκιστική ακροδεξιά». Πρόκειται για το μοντέλο Μακρόν: δημιουργία του διπόλου κεντροδεξιά-ακροδεξιά στο οποίο αναγκαστικά οι δημοκρατικές δυνάμεις συσπειρώνονται απέναντι στην ακροδεξιά. Ταυτόχρονα επιλογές κυβερνητικές θα κρατάνε ανοιχτούς τους διαύλους με το ακροδεξιό ακροατήριο: καλλιέργεια κλίματος ξενοφοβίας, ρητορική υπερσυντηρητική σε ζητήματα ασφάλειας, επαμφοτερίζουσα στάση σε θέματα όπως οι νέες ταυτότητες.
Απέναντι σε αυτό το δεδομένο ο λόγος που αρθρώνουμε είναι κατά τη γνώμη μου ελλιπής ή λαθεμένος. Είναι μέρος του προβλήματος ένας λόγος επίκρισης που περιορίζεται να λέει τι κακή που είναι η ακροδεξιά. Παραβλέπουμε κάτι βασικό, ιδίως ενόψει των επετείων των 50 ετών (Πολυτεχνείο και μετά Μεταπολίτευση) που θα γίνουν γήπεδο για απόπειρες αναθεωρητισμού: η κοινοβουλευτική δημοκρατία αντλεί ιστορικά κύρος από την αίγλη της Μεταπολίτευσης και την απαξίωση της δικτατορίας, άρα αυτή η επίδραση έχει ηλικιακό όριο. Οι χαμηλές ηλικιακές ομάδες γνωρίζουν ένα σύστημα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν εμπιστεύονται. Ας σκεφτούμε το 2023 ως χρονιά κοινωνικής παρατήρησης με τα μάτια ενός εφήβου: πόσο υπερασπίσιμη και πολύ περισσότερο ελκυστική είναι μια δημοκρατία σε συνθήκες φυσικής καταστροφής και κρατικής καταβύθισης; Το δημοκρατικό βίωμα έχει ξεθυμάνει. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης τείνει να αποτυπώνεται σε θέσεις όπως «όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», δηλαδή ένα κατ’ εξοχήν ακροδεξιό, αντικοινοβουλευτικό σλόγκαν ιδιαίτερα ελκυστικό στους νέους όπως και η διατύπωση της ανάγκης να υπάρξει ένα εθνικό κόμμα στην Ελλάδα που συγκινεί σχεδόν το 50% (έρευνα Σημείου, 2022).
Δεν αρκεί ως απάντηση στην ακροδεξιά το υψωμένο δάχτυλο της επίκρισης από τις φιλελεύθερες ελίτ που αποκόπηκαν από τα κοινωνικά και ταξικά συμφραζόμενα της ελληνικής κρίσης της τελευταίας 15ετίας, όπως έκαναν και αλλού με πρώτο και καλύτερο παράδειγμα τη Γαλλία. Όσοι ανήγαγαν τα πάντα σε μια πολιτισμική αναφορά περί κρίσης και μιλούσαν διαρκώς για τον λαϊκισμό των άκρων, εντέλει μάλλον νοηματοδοτούν την ενίσχυση της ακροδεξιάς με τη χρήση του «αντιλαϊκισμού» ως δραστικού εργαλείου εξοβελισμού από τη δημόσια σφαίρα όχι πια του λαϊκισμού αλλά του λαϊκού.
Απάντηση δε μπορεί να είναι και μια αριστερά του σωτηριολογικού υπερθεάματος με όρους λαμπρής κενότητας και άνευρες επιλογές μεταδημοκρατίας. Απέναντι στον δεξιό λαϊκισμό που ορθώνει ξενοφοβικές, ρατσιστικές, εθνικιστικές άμυνες, χρειάζεται να αντιπαρατεθεί μια άλλη συλλογική βούληση με βάση κοινά αισθήματα για την υπεράσπιση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ίσως είναι αυτό που η Mouffe Chantal αποκαλεί «αριστερό λαϊκισμό» που θα απευθυνθεί στους ηττημένους της αριστείας και τους αδικημένους της παγκοσμιοποίησης, ειδικά στο momentum της κρίσης του νεοφιλελεύθερου ηγεμονικού σχηματισμού.
Μετά το καλοκαίρι, αναμένουμε τους νέους πολέμους της κουλτούρας, την επίθεση στο πεδίο των έμφυλων δικαιωμάτων, τις μάχες του σχολείου, τις μάχες των ταυτοτήτων. Για τους πολέμους αυτούς να ετοιμαζόμαστε. Ο στηλιτευτικός λόγος περί της κακής ακροδεξιάς δεν αρκεί.