Οι υγειονομικοί κίνδυνοι ως συνέπεια της πλημμύρας στη Θεσσαλία είναι πολυεπίπεδοι και σχετίζονται τόσο με τη σφοδρότητα του φαινομένου και τις άμεσες ενέργειες του κράτους, όσο και με τη χρόνια υποβάθμιση των υποδομών και του Συστήματος Υγείας.
Έλλειψη τρεχούμενου νερού και στάσιμα νερά
Ο κυριότερος υγειονομικός κίνδυνος και ο πρώτος χρονολογικά είναι η διακοπή της παροχής ασφαλούς, για κάθε χρήση, τρεχούμενου νερού σε μεγάλο μέρος των πληγεισών περιοχών. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτού του κινδύνου αξίζει να σημειωθεί πως η εξασφάλιση καθαρού τρεχούμενου νερού είναι ιστορικά η παρέμβαση στη Δημόσια Υγεία με τη μεγαλύτερη επιρροή στο προσδόκιμο επιβίωσης (με δεύτερη σημαντικότερη παρέμβαση τον καθολικό εμβολιασμό για λοιμώδη νοσήματα). Οι ανάγκες για πόσιμο νερό καλύφθηκαν σε κάποιο βαθμό, όχι παντού με την ίδια επάρκεια και όχι παντού με κρατική μέριμνα. Η έλλειψη σε πολλές περιοχές για μέρες νερού κατάλληλου για γενική χρήση και ακόμα περισσότερο η υποψία επικοινωνίας σε κάποιες περιοχές των δικτύων ύδρευσης με αυτά της αποχέτευσης αυξάνουν σημαντικά των κίνδυνο λοιμώξεων ιδίως του γαστρεντερικού, του δέρματος αλλά και ηπατιτίδων.
Δεύτερος σημαντικός κίνδυνος τα στάσιμα νερά τόσο εντός των πόλεων και των οικιών, όσο και στον κάμπο. Ο κίνδυνος αυτός έχει 3 επίπεδα. Πρώτα, η ανάμιξη των πλημμυρικών νερών με τοξικά υγρά όπως τεράστιες ποσότητες πετρελαίου και άλλων καυσίμων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κ.α. τα καθιστά ιδιαίτερα τοξικά. Δεύτερο επίπεδο η επιμόλυνσή τους και η ανάπτυξη μικροβιακού φορτίου από ούρα και κόπρανα ζώων και τρωκτικών και από τα νεκρά ζώα που απομακρύνονται με αργούς ρυθμούς και κατά τα φαινόμενα όχι με αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα. Αυτή η διαδικασία απομάκρυνσης των νεκρών ζώων με τον τρόπο που περιγράφηκε βάζει επιπλέον κινδύνους τόσο για την υγεία όσων ενεπλάκησαν χωρίς κατάλληλα μέτρα προστασίας, όσο και επιμόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πέραν του κινδύνου λοιμώξεων του γαστρεντερικού τα παραπάνω αυξάνουν σημαντικά και τον κίνδυνο λεπτοσπείρωσης, μιας δυνητικά θανατηφόρου ασθένειας δεδομένου ότι με τα λίγα επιδημιολογικά δεδομένα που έχουμε στη Θεσσαλία υπάρχει, αν και όχι σε μεγάλα επισήμως ποσοστά, φορεία σε ζώα του λοιμογόνου μικροβίου. Τρίτο επίπεδο η δημιουργία ιδανικών συνθηκών για τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των κουνουπιών αυξάνοντας την πιθανότητα κρουσμάτων ασθενειών που μεταδίδονται με αυτά. Είναι γνωστό ότι τους προηγούμενους μήνες περιστατικά μόλυνσης με τον ιό του Δυτικού Νείλου υπήρξαν στην περιοχή μας, ενώ δεν είναι πολύ μακρινές οι εποχές που νοσηλεύτηκαν σποραδικές περιπτώσεις ασθενών με ελονοσία ειδικά από την περιοχή της λίμνης Κάρλας, αποξηραμένης λίμνης που με τα πλημμυρικά νερά ανασυστάθηκε. Η επιλογή της παρακολούθησης της επιμόλυνσης των προνυμφών ίσως στις παρούσες συνθήκες δεν είναι επαρκής χωρίς προσπάθεια μείωσης του πληθυσμού των κουνουπιών με αεροψεκασμούς.
Αποσάθρωση της υγειονομικής φροντίδας
Ο κίνδυνός της οξείας απορρύθμισης σε πρώτη φάση και παραμέλησης σε δεύτερη φάση των χρόνιων νοσημάτων των ανθρώπων που κατοικούν στις πληγείσες περιοχές έχει βρει λιγότερο χώρο στο δημόσιο λόγο αλλά είναι ίσως ο κίνδυνος που θα κοστίσει περισσότερο τόσο σε νοσηρότητα όσο και σε ανθρώπινες ζωές. Είναι δεδομένο ότι στις περισσότερες περιοχές που υπέστησαν ολική καταστροφή ο πληθυσμός είναι σε μεγάλο ποσοστό μεγάλης ηλικίας και με αυξημένη νοσηρότητα για πολλούς λόγους. Οι ζημιές, απόλυτη καταστροφή σε κάποιες περιπτώσεις, υποδομών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, σε συνδυασμό με το επιπλέον φόρτο εργασίας στο ήδη πολύ λίγο υγειονομικό προσωπικό βάζουν τη βάση της απόλυτης αποσάθρωσης της υγειονομικής φροντίδας στη Θεσσαλική επαρχία. Πρόσθετα προβλήματα όπως η οικονομική καταστροφή ανθρώπων που αδυνατούν πια να καλύψουν το βάρος της συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη και η ψυχική επιβάρυνση όσων είδαν κόπους μιας ζωή να χάνονται που τους οδηγεί σε γενικότερη παραίτηση, δημιουργούν τις προϋποθέσεις απόλυτης παραμέλησης της παρακολούθησης και συνεπούς θεραπείας για τα χρόνια νοσήματα με αναμενόμενες σοβαρές επιπτώσεις στη νοσηρότητα και τη θνητότητα τόσο άμεσα όσο και κυρίως σε βάθος χρόνου. Επιπλέον δυσκολίες στη άμεση τουλάχιστον φάση δημιούργησαν και οι σημαντικές ελλείψεις κρίσιμων φαρμάκων συνολικά στη Θεσσαλία και ακόμα πιο ακραία στις απομακρυσμένες και αποκλεισμένες περιοχές.
Τέλος, αλλά όχι με μικρότερη σημασία, όπως είναι αναμενόμενο μετά από ακραία φαινόμενα που απείλησαν αρχικά τη ζωή πολλών χιλιάδων ανθρώπων και έφεραν στη συνέχεια τρομακτικές ανακατατάξεις στη ζωή ακόμα περισσότερων, ο κίνδυνος για την ψυχική υγεία των Θεσσαλών είναι υπαρκτός και σοβαρός.
Χωρίς υγειονομική θωράκιση
Η Θεσσαλία όπως έγινε αντιληπτό τις τελευταίες ημέρες δεν είχε επαρκή αντιπλημμυρική θωράκιση. Η Θεσσαλία όμως δεν έχει ούτε επαρκή υγειονομική θωράκιση, ειδικά μπροστά σε όλους τους υγειονομικούς κινδύνους που αναφέρθηκαν. Η επιδημιολογική επιτήρηση δεν είναι επαρκής και συστηματική και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι υποβαθμισμένη και σοβαρά υποστελεχωμένη. Η αναλογία υγειονομικών και νοσοκομειακών κλινών νοσηλείας ανά κάτοικο στις Δημόσιες Δομές είναι από τις χειρότερες της χώρας (και της Ευρώπης). Οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας, μετανοσοκομειακής φροντίδας-αποκατάστασης και νοσηλείας χρονίως πασχόντων ανύπαρκτες.
Η εμβολιαστική κάλυψη του ενήλικου πληθυσμού στη Θεσσαλία είναι απίστευτα μικρή, ακόμα και για νοσήματα που θα έπρεπε να είναι καθολική και που απειλούν στη δεδομένη συγκυρία, όπως ο τέτανος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πρώτες μέρες μετά την πλημμύρα εξαντλήθηκαν τα αποθέματα αντιτετανικού ορού, μιας θεραπείας που χορηγείται σε ασθενείς με τραυματισμό ή έκθεση πληγής σε μολυσμένα νερά ή λάσπες μόνο εφόσον δεν είναι εμβολιασμένοι. Τις επόμενες ημέρες άρχισε ένα πρόγραμμα αντιτετανικού εμβολιασμού και εμβολιασμού σε ειδικές ομάδες πληθυσμού για την Ηπατίτιδα Α. Οι εμβολιασμοί αυτοί αφενός χρειάζονται χρόνο για να παρέχουν προστασία στους εμβολιαζόμενους, αφετέρου γίνονται σε εμβολιαστικά κέντρα των πόλεων και όχι με κινητές μονάδες στην κοινότητα ή στους χώρους εργασίας και έτσι είναι και πάλι λίγοι.
Άμεσα και μακροπρόθεσμα μέτρα
Από τα παραπάνω εύκολα συμπεραίνεται τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση των υγειονομικών κινδύνων της πλημμύρας τόσο άμεσα, όσο και μακροπρόθεσμα. Η αποκατάσταση των δικτύων ύδρευσης και η εξασφάλιση ασφαλούς τρεχούμενου νερού για κάθε χρήση είναι υψηλής προτεραιότητας παρέμβαση. Αντίστοιχης σημασίας μακροπρόθεσμα είναι και η επένδυση σε σύγχρονα δίκτυα ύδρευσης, ανθεκτικά σε ακραίες φυσικές καταστροφές. Πρέπει να απομακρυνθούν άμεσα τα νεκρά ζώα με τρόπο ασφαλή και υγειονομικά ορθό. Να αποστραγγιστούν τα στάσιμα νερά και να γίνουν άμεσα ψεκασμοί για τον περιορισμό του πληθυσμού των κουνουπιών. Να δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο δίκτυο συστηματικής επιδημιολογικής επιτήρησης για την έγκαιρη ανίχνευση συρροών κρουσμάτων και τοπικών επιδημιών. Να χορηγηθούν σε επαρκείς ποσότητες μέσα ατομικής προστασίας στους ανθρώπους των πληγεισών περιοχών. Να ενεργοποιηθούν άμεσα κινητές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με έμφαση στη διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων και τους εμβολιασμούς και κινητές μονάδες ψυχικής υγείας. Άμεσα να ενεργοποιηθεί η μηδενική συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη των ασθενών από τις πληγείσες περιοχές που ανακοινώθηκε πανηγυρικά αλλά ακόμα δεν έχει εφαρμοσθεί. Να προκηρυχθούν άμεσα και με ταχύτατες διαδικασίες όλες οι κενές οργανικές θέσεις υγειονομικών στη Θεσσαλία.
Ακόμα και μετά την πανδημία του COVID-19 το κράτος μας αντιστέκεται στην ενίσχυση ενός ολιστικού, ποσοτικά επαρκούς και ποιοτικά άρτιου δημόσιου συστήματος υγείας με πραγματικά καθολική, ισότιμη πρόσβαση. Αυτή ακριβώς είναι η λύση και για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των υγειονομικών κινδύνων από τις πλημμύρες, σήμερα στη Θεσσαλία και αύριο αλλού.