«Βλέπω τη δυσθυμία, αλλά μια κυβέρνηση κρίνεται στο σύνολό της» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος από την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. Με μία λέξη αποπροσανατολισμός. Με μία παροιμία «αλλού βαρούν τα όργανα, αλλού χορεύει η νύφη». Βλέπω το πρόβλημα και πάω να λύσω αυτό –το άλλο- που με απασχολεί. Σε καμία στιγμή δεν επιχείρησε ο πρωθυπουργός να εμβαθύνει: Που εντοπίζει δυσθυμία; Τι θα κάνει για αυτή; Ποιες είναι οι κοινωνικές ομάδες που χρήζουν στήριξης; Ποιο είναι το αποτύπωμα της κυβέρνησης;
Τοξική διακυβέρνηση
Λίγες μόλις μέρες μετά, ο υπουργός Επικρατείας, Μ. Βορίδης, και ο υπουργός Εργασίας, Α. Γεωργιάδης απέκλεισαν από τους δυσθυμούντες τους εργαζόμενους και απαξίωσαν το συνδικαλιστικό κίνημα. Έκαναν λόγο για «επαναστατική γυμναστική», για «απεργία αλληλεγγύης, αφού οι κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενοι δεν απήργησαν», για «απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος», για «αποτυχημένη απεργία», για «ρεζίλι», κ.λπ.
Το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε κάμψη μετά και από νόμους που πέρασε η ΝΔ την προηγούμενη τετραετία και με διατάξεις που πρόσθεσε τώρα, όπου οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι έχουν απωλέσει μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής τους δύναμης, απεργοί διώκονται ποινικά ή και τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα, έχει θεσμοθετηθεί η απεργοσπασία, κ.λπ. Οι απανωτές κρίσεις, η διαμόρφωση μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών, η υπερίσχυση του ατομικού «εγώ» από το συλλογικό «εμείς», η στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και η απανθρωποποίηση, ακόμα και η απογοήτευση από την Αριστερά έχουν κάμψει το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως και την κοινωνία ολόκληρη. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτό τον κοινωνικό εκφυλισμό, που και η ίδια έθρεψε, και όχι μόνο θεσμοθετεί αντεργατικούς και αντικοινωνικούς νόμους, που ενισχύουν την ανάγκη για προσωπική επιβίωση και σπάνε κοινωνικούς δεσμούς, αλλά και μαθαίνει την κοινωνία με τη στάση της να απαξιώνει και να μην δείχνει καθόλου σεβασμό σε όποιους –έστω και μειοψηφικά (άλλωστε πάντα οι μικρές μειοψηφίες έφερναν τις μεγάλες αλλαγές) – διεκδικούν ένα καλύτερο μέλλον. Οι μόνοι που μπορούν να έχουν όραμα είναι οι κυβερνώντες. Όλοι οι άλλοι δέχονται επίθεση, ολομέτωπη.
Είναι η συνέχεια της λογικής «δεν υπάρχει αντιπολίτευση, θα κυβερνώ μόνος μου»: δεν υπάρχει κοινωνία, αλλά μόνο μάζες και επομένως τις ελέγχω απόλυτα. Είναι μια τόσο τοξική για την κοινωνία πολιτική που το μόνο που προκαλεί είναι περαιτέρω διάλυση, κάτι που φυσικά θα καταλήξει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, ορισμένες από τις οποίες ήδη βλέπουμε, με τη συνεχόμενη αύξηση της επιρροής της ακροδεξιάς, με την αύξηση της βίας κατά ανθρώπων (γυναικών, μεταναστών, επισφαλώς εργαζομένων, ανάπηρων, Ρομά…). Ό,τι σπέρνεις θερίζεις. Και η κυβέρνηση σπέρνει τον αφανισμό των συνεκτικών αρχών της κοινωνίας.
Δεν προτίθεται
Και παράλληλα προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι εδώ για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Πλασματικά. Το όραμά της για την επόμενη τετραετία είναι οι καλύτεροι μισθοί και η αύξηση του εισοδήματος. Φέρνει νομοσχέδιο που κανονικοποιεί την ανάγκη των ανθρώπων για να επιβιώσουν να εργάζονται σε δύο δουλειές και την εμφανίζει ως ευκαιρία ευμάρειας. Παράλληλα εμφανίζεται ως πρόθυμη να ξεπαγώσει τις τριετίες… από το 2027, τη χρονιά των επόμενων εκλογών, σβήνοντας από το τεφτέρι τις τριετίες των χρόνων της κρίσης και των μνημονίων. Εμφανίζεται πρόθυμη να αντιμετωπίσει την αισχροκέρδεια και την ακρίβεια και παγώνει για ορισμένα προϊόντα τις τιμές στο ράφι, αφού άφησε ανεξέλεγκτα να αυξηθούν τον τελευταίο χρόνο έως και 63% και ενώ σταματά το market pass, που στη λογική της αντιμετώπιζε το κύμα ακρίβειας από τον πόλεμο και την πληθωριστική κρίση. Δεν παίρνει κανένα μέτρο για το πετρέλαιο θέρμανσης ούτε την βενζίνη, όταν αυξήθηκαν μόνο τον Ιούνιο κατά 8,4% σε σχέση με τον Μάιο και δεν ανανεώθηκε η μείωση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, η οποία έληξε στις 30 Ιουνίου. Δεν παίρνει κανένα μέτρο για την αύξηση από τα προϊόντα που έχουν πληγεί από τις πλημμύρες. Δεν έχει λέει, ενώ δεν προτίθεται. «Πάνω από όλα δίνουμε στους πολίτες αυτά που έχουμε και όχι αυτά που δεν έχουμε, μένοντας πιστοί στη βασική μας γραμμή για δημοσιονομική σταθερότητα και σοβαρότητα», δήλωσε ο Κ. Χατζηδάκης στην εξειδίκευση των μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Χωρίς κράτος
Η κυβέρνηση προσπαθεί ξανά μέσα από τις λάσπες και τα κάρβουνα να διαμορφώσει μια εικόνα διαχείρισης κρίσεων. Από τη μία «κόβει χρήμα» στη λογική των γρήγορων αποζημιώσεων και από την άλλη παρουσιάζει ως λύσεις σχέδια που θέτουν σε ρίσκο ακόμα και το ιδεολόγημά της περί ανάπτυξης. Θα σταθούμε σε δύο μέτρα: το τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, σε αντικατάσταση του φόρου διαμονής και στην υποχρεωτική ασφάλιση κατοικιών, επιχειρήσεων και πρωτογενούς τομέα έναντι φυσικών καταστροφών. Και τα δύο ακυρώνουν το κράτος και την υποχρέωσή του να συνδράμει όσους πλήττονται, κανένα από τα δύο δεν επικουρεί κάποιο σχέδιο πρόληψης και έγκαιρης αντιμετώπισης επόμενων φυσικών καταστροφών ούτε συνδράμει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την ικανοποίηση των δεσμεύσεων για την επίτευξη των στόχων. Από τη μία ανοίγει ένας «κουμπαράς» για να αποζημιώνει τους επόμενους που θα πληγούν και, από την άλλη, μεταφέρει την υποχρέωση του κράτους στους πολίτες και σε ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς κανέναν έλεγχο αλλά και αφήνοντάς τους το περιθώριο όποτε δεν δύνανται να υποχωρήσουν, αφήνοντας… συντρίμμια. Στις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζεται η υποχρέωση ασφάλισης, εκατομμύρια ιδιοκτήτες κατοικιών αναμένουν τα ασφάλιστρά τους να εκτοξευτούν στα ύψη (+27%) μετά την επιδείνωση των κλιματικών καταστροφών, σύμφωνα με έρευνα του First Street Foundation, την ίδια στιγμή που αμερικανικοί κολοσσοί δεν ασφαλίζουν πλέον για φυσικές καταστροφές καθώς δεν δύνανται να καλύψουν το αυξανόμενο κόστος της ανοικοδόμησης έπειτα από καταστροφές. Το σχέδιο αυτό έχει, δηλαδή, ήδη εφαρμοστεί και αποτύχει στις ΗΠΑ και αναζητείται λύση από το κράτος, την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα εμφανίζεται ως «πρωτοπόρο».
Από την άλλη, το τέλος διαμονής θα πλήξει ακόμα περισσότερο τον εσωτερικό τουρισμό ενώ οι «κανόνες» που εμφανίζεται η κυβέρνηση ότι βάζει στη βραχυχρόνια μίσθωση είναι πίσω όχι μόνο από τις απαιτήσεις, αλλά και από τις αποφάσεις της Ευρώπης. Όταν πια το Airbnb έχει φτάσει να εκπροσωπεί το 25% των τουριστικών καταλυμάτων στην ΕΕ και να ψηφίζονται μόλις αυτή την εβδομάδα νέοι κανόνες που θα ελέγχουν τις υπηρεσίες αυτές, η ελληνική κυβέρνηση απλά αναγνωρίζει τη βραχυχρόνια μίσθωση ως επαγγελματική κατηγορία. Παράλληλα, δεν τη συνδέει ούτε ως νύξη με την στεγαστική κρίση και δεν παίρνει κανένα μέτρο όταν οι αυξήσεις στα ενοίκια από το 2018 στο 2022 κυμαίνονται από το 37,2% στο 42,1% αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια και για το 2023 προστέθηκε επιπλέον αύξηση 10%.
Η κυβέρνηση βλέπει τη «δυσθυμία», της δίνει ορατότητα, μέσα από δηλώσεις που ζητούν περισσότερο χρόνο και επιλέγει να τη χρησιμοποιήσει ως περιτύλιγμα για να εφαρμόσει τις πολιτικές της. Η συσσωρευμένη οργή που κοχλάζει δεν φαίνεται να είναι –προς το παρόν– στο καζάνι των κινημάτων και των αντιστάσεων αλλά στο καζάνι της αντιπολιτικής. Και αυτός ο βρασμός είναι επικίνδυνος όχι μόνο για την κοινωνία, αλλά και για τη ΝΔ, που θα φτάσει να απειλείται από την ακροδεξιά. Όμως η κυβέρνηση στο σχέδιό της: αλλού βαρούν τα όργανα, αλλού χορεύει…