Κάποτε ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε εξομολογηθεί ότι με τρόπο επώδυνο αναδύθηκε το προσωπικό/συλλογικό ερώτημα «να παραμείνω μαρξιστής ή να παραμείνω επαναστάτης». Στο πλαίσιο της σωστής κριτικής του για τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό θεώρησε πως τα δύο συστατικά στοιχεία της πολιτικής του στράτευσης δεν ήταν πλέον συμβατά. Ένα παρόμοιο δίλλημα έχουν σήμερα χιλιάδες μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Να παραμείνουμε αριστεροί/ες ή να παραμείνουμε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Να μείνουμε ή να φύγουμε; Προφανώς, δεν είναι μια εύκολη απόφαση, καθώς πρέπει να συνυπολογιστούν πολλά σε μια τόσο προσωπική όσο και συλλογική εξίσωση. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, έναν τέτοιο συλλογισμό περί πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της παραμονής ή της αποχώρησης.
Να μείνουμε;
Να κάνουμε το χατίρι στη Δεξιά και να αποδυναμώσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Να χαρίσουμε «το κόμμα που μας έλαχε» σε έναν «αλεξιπτωτιστή» από την Αμερική; Αντανακλαστικά θα έλεγα όχι. Τι κερδίζουμε, λοιπόν, αν μείνουμε; Αφενός, μπορούμε να παλέψουμε να κρατήσουμε το κόμμα σε αριστερή τροχιά. Φυσικά, αυτό θα απαιτήσει συγκρούσεις σαν αυτές που δεν έγιναν την εποχή Τσίπρα υπό τον φόβο να μην δοθούν λαβές στους πολιτικούς αντιπάλους και να μη φθαρεί το πολιτικό κεφάλαιο του Τσίπρα. Η δε έκβαση δεν είναι καθόλου σίγουρη δεδομένων των δειγμάτων γραφής όσων στηρίζουν τον Κασσελάκη, αλλά και της δηλωμένης πρόθεσης του ίδιου να μετατρέψει το κόμμα σε ευπώλητο προϊόν. Αφετέρου, ο ενωμένος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παραμένει αξιωματική αντιπολίτευση, παραμένει ένα μεγάλο κόμμα που μπορεί να αποτελέσει τον υποδοχέα της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αλλά και αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο. Βέβαια, μπορεί ο Κασσελάκης να συνδέσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ή όπως αλλιώς θέλει να τον μετονομάσει, με ένα κομμάτι των οικονομικών και μιντιακών συμφερόντων, όπως έγινε με το ΠΑΣΟΚ του ’80, και να τα καταφέρει να θέσει τέρμα στον πόλεμο που ανέκαθεν δεχόταν το κόμμα. Και αυτό να έχει θετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Με μεσομακροπρόθεσμα πολύ υψηλό πολιτικό τίμημα, όμως.
Από την άλλη, τι χάνουμε, αν μείνουμε; Ήδη έχουν ξεκινήσει οι ατομικές αποχωρήσεις με το σκεπτικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι πλέον αριστερό κόμμα και οι αριστεροί άνθρωποι δεν βρίσκουν τον εαυτό τους εκεί. Όσο μένει κανείς βλέπει την ταυτότητά του να ξεφτιλίζεται. Όχι πως το αρχηγικό μοντέλο Τσίπρα που αγνοούσε το κόμμα δεν είχε εδραιωθεί εδώ και καιρό. Όχι πως η εκλογή του προέδρου ουσιαστικά από το λαό δεν ήταν αυτό που οδήγησε στο εκφυλιστικό φαινόμενο υπερψήφισης ενός «αλεξιπτωτιστή» χωρίς σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, την Αριστερά και την ελληνική πραγματικότητα. Όχι πως η πολιτική Τσίπρα που απευθυνόταν στους πάντες δεν ήταν αυτή που θόλωσε το πολιτικό μήνυμα του κόμματος. Τώρα, όμως, ύστερα από την εκλογική συντριβή, ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να διορθωθούν πολλά. Αντ’ αυτού, η νίκη Κασσελάκη δείχνει να επιδεινώνει τις παθογένειες που κληροδότησε η εποχή Τσίπρα. Το γεγονός ότι οι φανατικοί οπαδοί του, άδολοι και ιδιοτελείς, δεν το βλέπουν και αρέσκονται σε αριστερή συνωμοσιολογία περί υπονομευτών, προκειμένου να συνεχίσουν να κυριαρχούν στο κόμμα με άλλο αρχηγό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
Να φύγουμε;
Η φυγή του αριστερού κόσμου από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα διευκολύνει κάθε περαιτέρω δεξιά μετατόπιση και θα αποδυναμώσει το κόμμα σε βαθμό που η ιταλοποίηση της ελληνικής πολιτικής ζωής να φαντάζει το πιο πιθανό σενάριο. Όσο και αν υποτιμούν κάποιοι το ποσοστό που θα μπορούσε να αποσπάσει ένα κόμμα-προϊόν διάσπασης, είναι σίγουρο ότι είναι αρκετό για να κόψει τα φτερά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τη στιγμή που προσπαθεί να ξαναπετάξει. Προφανώς και δεν είναι «βαρίδια» όσοι σκέφτονται να αποχωρήσουν, αν σκεφτεί κανείς την εμπιστοσύνη που έδειξε ο ίδιος ο Τσίπρας σε πολλά στελέχη με τέτοιο προφίλ, καθώς και την προσφορά τους στην άνοδο του κόμματος, στην απαγκίστρωση από τα μνημόνια, και στην λειτουργία των τοπικών οργανώσεων. Από την άλλη, ένα καινούργιο κόμμα, όσο συντεταγμένη και αν ήταν η διάσπαση που θα το γεννούσε, δύσκολα θα είχε διαφορετική τύχη από τη ΔΗΜΑΡ, τη ΛΑΕ, το ΜΕΡΑ25, ειδικά αν δεν δοθούν επαρκείς για το ευρύ κοινό αφορμές από την πλευρά Κασσελάκη ή δεν δοθεί επαρκής χρόνος δοκιμής του τελευταίου. Σε αυτή την περίπτωση, μάλιστα, η διάσπαση των στελεχών δεν θα τραβήξει πολύ κόσμο της βάσης. Η μεγαλύτερη απώλεια, όμως, θα ήταν το οριστικό τέλος της πλουραλιστικής ενωτικής κουλτούρας που ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στα ήθη της ελληνικής Αριστεράς (και η οποία λείπει από τις περισσότερες χώρες), διδάσκοντας επί δύο δεκαετίες ότι οι αριστεροί/ες μπορούν να συνεννοούνται μέσα από διάλογο και ανοχή παρόλες τις διαφορές. Η επιστροφή της Αριστεράς στα προ ΣΥΡΙΖΑ ήθη θα ήταν καταστροφική.
Από την άλλη, τι έχουμε να κερδίσουμε, αν φύγουμε με τις καλύτερες συνθήκες; Θα βρουν επιτέλους πολλοί αριστεροί και αριστερές ένα χώρο για τον οποίο δεν θα νιώθουν άσχημα και, άρα, θα παραμείνουν ενεργοί/ες. Όλος αυτός ο κόσμος θα σώσει την πολιτική αξιοπρέπειά του. Έπειτα, μπορεί να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, όπως τη δημιουργία μιας Πράσινης Αριστεράς ή μιας Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας. Όμως, μη γελιόμαστε, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και το ΜΕΡΑ25 δεν θα συμμαχήσουν με τους «αργοπορημένους» αποχωρήσαντες, αλλά θα τους υποβάλουν στα μαρτύρια της μετάνοιας. Θα τους λοιδορούν μέχρι να πουν «ήμαρτον». Τέλος, το στελεχιακό δυναμικό που θα φύγει δεν είναι φρέσκο και δύσκολα θα μπορέσει να οικοδομήσει ένα νέο πολιτικό εγχείρημα χωρίς ταυτόχρονα να το καθηλώνει.