«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»
Με την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998) και ενώ έχει προηγηθεί «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991) και «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κλείνει την Τριλογία των Συνόρων κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Κανών.
Ο ήρωάς του, ο Αλέξανδρος, που επί χρόνια προσπαθεί να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο του Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», βρίσκεται αντιμέτωπος με το τέλος της ζωής του. Όμως η συνάντησή του με ένα παιδί των φαναριών θα τον κάνει να αναβάλει την εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Περιπλανιέται μαζί με τον μικρό μετανάστη από την Αλβανία αναλογιζόμενος τη ζωή του, τις χαμένες ευκαιρίες, τα λάθη, τις αβλεψίες και τις εμμονές και θέλει να μεταφέρει στο παιδί μια γνώση η οποία θα χαθεί με τον θάνατό του.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, μέσα από τη συνάντηση του Αλέξανδρου με τον μικρό και τις μνήμες που τον περιτριγυρίζουν, σκάβει βαθιά στον χρόνο και την Ιστορία, συνδέει το παρελθόν με το παρόν (Αλέξανδρος), και αφήνει το παράθυρο ορθάνοιχτο προς το μέλλον (το παιδί των φαναριών). Προς την αέναη πορεία των γεγονότων, προς τη μέρα που ακολουθεί την αιωνιότητα αλλά δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από τα παλιά.
Έτσι και στα ταραγμένα Βαλκάνια που οι άνθρωποι περνούν τα σύνορα αψηφώντας φράχτες και συρματοπλέγματα, άνθρωποι που μετακινούνται ακολουθώντας τον ρου της Ιστορίας και συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και μισαλλοδοξίας. Και αισθάνονται παντού ξένοι, «ξενίτες» όπως τους αποκαλεί ο μικρός Αλβανός που κάνει τον Αλέξανδρο να σημειώνει τις λέξεις που ακούει και τις αγοράζει, όπως έκανε ο Διονύσιος Σολωμός. Και είναι οι λέξεις εκείνες που συνθέτουν τη γλώσσα που είναι η πατρίδα μας, η γλώσσα που ξεχνιέται και χάνεται, ο νόστος που δυναμώνει.
Ένα ταξίδι στη μνήμη επιχειρεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, στις εκκρεμότητες, τις διαψεύσεις και τη θλίψη των χαμένων οραμάτων που συμβολίζει ο μοναχικός διαδηλωτής με την κόκκινη σημαία που μπαίνει στο λεωφορείο. Που ωστόσο υπάρχει και επιμένει επειδή η Ιστορία δεν τελειώνει. «Γιατί μητέρα, δεν ήρθε τίποτα όπως το περιμέναμε;» ρωτά ο Αλέξανδρος αποχαιρετώντας τη μητέρα του. «Γιατί να σαπίζουμε ανάμεσα στον πόνο και την επιθυμία; Γιατί έζησα τη ζωή μου στην εξορία;». Εξόριστος, λοιπόν κι αυτός, «ξενίτης» στον δικό του τόπο, θύμα των συνόρων που δεν υπάρχουν μόνον μεταξύ των κρατών αλλά και εντός των κρατών αλλά και των ανθρώπων.
.jpg)
«Άμλετ»
Δολοπλοκίες στο βασίλειο της Δανιμαρκίας
Το 1564 γεννήθηκε ο μεγάλος άγγλος δραματουργός Ουίλιαμ Σέξπιρ, συγγραφέας ενός πλούσιου και ιδιαίτερα σημαντικού έργου. Το 1964, που γιορτάστηκαν παγκοσμίως τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, η Σοβιετική Ένωση συμμετείχε στον εορτασμό με τη μεταφορά στον κινηματογράφο του περίφημου «Άμλετ» (Gamlet) σε σκηνοθεσία του Γκριγκόρι Κόζνιτσεφ. Η ταινία, η οποία σήμερα θεωρείται κλασική, είναι μία από τις πάμπολλες μεταφορές του διάσημου θεατρικού στη μεγάλη οθόνη. Κατατάσσεται δε, στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου και θεωρείται επίσης ως η κορυφαία μεταφορά του «Άμλετ» στο σινεμά μαζί με εκείνη του Λόρενς Ολιβιέ το 1948.
Ο Κόζνιτσεφ παραμένει πιστός στο κείμενο του Σέξπιρ αν και αναγκάστηκε να «κόψει» αρκετά κομμάτια προκειμένου να μη γίνει απαγορευτική, λόγω χρόνου, η παρακολούθησή της. Η ιστορία είναι γνωστή. Ο βασιλιάς της Δανίας δολοφονείται από τον αδελφό του Κλαύδιο και μαζί με τον θρόνο που παίρνει, παντρεύεται και τη γυναίκα του νεκρού, τη Γερτρούδη. Όταν όμως ο γιος του βασιλιά, που ονομάζεται κι αυτός Άμλετ, συναντήσει το φάντασμα του πατέρα του θα μάθει την αλήθεια και θα προσπαθήσει να εκδικηθεί τον θάνατό του. Εν τω μεταξύ συμβαίνουν πολλά και διάφορα μέχρι να φτάσουμε στην ολοκλήρωση του δράματος.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό αριστούργημα που εντυπωσιάζει με την πλαστικότητα των εικόνων, την ισορροπία των πλάνων και τις εντυπωσιακές φωτοσκιάσεις της θαυμάσιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Ένα κινηματογραφικό ποίημα με υποβλητικούς φωτισμούς και με λήψεις από κάθε δυνατή γωνία που εντυπωσιάζουν τον θεατή. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις εξαιρετικές, εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, ιδανικό στο ρόλο του δανού πρίγκιπα, τις χορογραφημένες κινήσεις και τη συγκρατημένη θεατρικότητα ώστε να πλησιάζει τις ανάγκες της κινηματογραφικής ερμηνείας.
Όσο για την υπόθεση, ο «Άμλετ» είναι μια σκοτεινή ιστορία απληστίας, προδοσίας και δολοπλοκιών. Μια ιστορία για την ανθρώπινη φύση και την αγάπη της για πλούτη και εξουσία.
Με σαφές πολιτικό μήνυμα και αιχμές για το σοβιετικό καθεστώς -ιδίως για την περίοδο του σταλινισμού- ο Κόζνιτσεφ σκιαγραφεί το πορτρέτο του σκληρού ηγεμόνα που φτάνει στην εξουσία εξουδετερώνοντας τους αντιπάλους του με ίντριγκες. Να μην ξεχνάμε πως η ταινία γυρίστηκε οκτώ μόλις χρόνια μετά την καταδίκη του σταλινισμού και της προσωπολατρίας στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Το μεγαλειώδες αυτό αριστούργημα αποτελεί μια απάντηση σε όσους θεωρούν το σοβιετικό σινεμά συνώνυμο με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.