Η επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη με 56%, έναντι της Έφης Αχτσιόγλου για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, άφησε πολύ κόσμο να αναρωτιέται πώς γίνεται ένας άνθρωπος που μέχρι πρότινος δεν ήταν μέλος του κόμματος, ούτε καν κάτοικος Ελλάδας, και η μέχρι τώρα διαδρομή του δεν έχει κάποια σχέση με την Αριστερά, να κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος.

Πέραν του τρόπου της εκλογής (2ευρω), που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη νίκη του Στέφανου Κασσελάκη, οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στην επικοινωνιακή του υπεροπλία. Παρότι, πράγματι η καμπάνια του μπορεί να θεωρηθεί πρωτοφανής για τα δεδομένα του κόμματος, όσον αφορά τις τεχνικές μεθόδους και τη δημοφιλία της, εξετάζοντας κι άλλες πτυχές της πολιτικής επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, αλλά και την εν γένει κυρίαρχη πολιτισμική κουλτούρα, μάλλον φαίνεται πως βρήκε έναν αρκετά στρωμένο δρόμο για την επιτυχία της.

 

Βραχύβιες στοχεύσεις

 

Χονδρικά, από το 2012 και μετά, όταν παρατηρείται η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η απεύθυνση και κινητοποίηση του κόσμου του εστιαζόταν όχι τόσο σε κάποιον μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό και όραμα για την κοινωνία (χωρίς να υποστηρίζεται ότι δεν υπήρχε κι αυτό), αλλά κυρίως σε βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις, για τις οποίες κρίνονταν σκόπιμοι και κάποιοι ιδεολογικοί συμβιβασμοί.

Αρχικά ήταν η προβολή του αντι-μνημονιακού προτάγματος (και μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου το 2015, η έξοδος από αυτά) που τον έφερε στην κυβέρνηση, αλλά και που «δικαιολογούσε» τη συγκυβέρνησή του με το συντηρητικό δεξιό, αν όχι ακροδεξιό, κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Αντίστοιχα, μετά την εκλογική ήττα το 2019, η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ βασιζόταν κατά κύριο λόγο στη βραχύβια στόχευση να πέσει άμεσα η «χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης». Χωρίς να δίνεται έμφαση στην εναλλακτική πολιτική, η συσπείρωση του κόσμου επιχειρούταν πάνω σε ένα αντι-ΝΔ αίσθημα (με διεύρυνση του κόμματος ακόμα και σε δεξιούς αποχωρήσαντες, π.χ. Ευ. Αντώναρος), παρά σε ένα υπερ-ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι και τώρα, λοιπόν, παρότι οι εσωκομματικές εκλογές ήταν μια ευκαιρία να συζητηθεί η πολιτικο-ιδεολογική ταυτότητα και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του κόμματος, και που περισσότερο ή λιγότερο τέθηκαν από τους υπόλοιπους 4 υποψηφίους, ο Στέφανος Κασσελάκης εστίασε την προεκλογική του καμπάνια στο μήνυμα «κυβερνώσα παράταξη», χωρίς κάποιο ιδεολογικο-πολιτικό πρόσημο πια, επανακαλώντας απλά το προϋπάρχον και ανεκπλήρωτο πρόταγμα του κόμματος να έρθει στην κυβέρνηση.

Η απήχηση, βέβαια, αυτής της ψευδούς πιθανότητας ρελάνς, ενώ δεν τίθεται κανένα τέτοιο ζήτημα το επόμενο διάστημα, καταδεικνύει ταυτόχρονα την αδυναμία μέρος του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί και να αναγνώσει το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, όπως και ότι για κάποιους η ανάκτηση της κυβέρνησης αποτελεί τη μοναδική σύνδεσή τους με το κόμμα.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis για τον α’ γύρο, μπορεί ο Στέφανος Κασσελάκης να ήταν ο προτιμότερος πρόεδρος για όσους θα συμμετείχαν στην εκλογή, αλλά όχι για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, και ούτε για το σύνολο των ψηφοφόρων (μόνο το 19% τον έβλεπε θετικά). Τα ευρήματα αυτά, όμως, δεν φάνηκαν να επηρεάζουν την πεποίθηση του «να ‘τος, να ‘τος ο πρωθυπουργός», όπως υποδέχτηκαν τον νέο πρόεδρο οι υποστηρικτές του στην Κουμουνδούρου. Αναμενόμενο μάλλον, αν αναλογιστούμε τη στάση που είχε καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο εργαλείο των δημοσκοπήσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια.

 

Προσωποποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού

 

Η απάντηση στο πώς θα γίνει εφικτή η ανάκτηση της κυβέρνησης κατά τον προεκλογικό αγώνα του Στ. Κασσελάκη συμπυκνωνόταν, καθόλου τυχαία, στο «εγώ μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη» –χωρίς ουσιαστική πολιτική επεξήγηση γιατί επιθυμείται αυτό.

Την προηγούμενη τετραετία, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης της ΝΔ αντί επιχειρηματολόγησης εναντίον του νεοφιλελευθερισμού, των συντηρητικών και καπιταλιστικών ιδανικών κ.ο.κ, εστιαζόταν περισσότερο στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη με μομφές, πέραν της ανικανότητας, περί οικογενειοκρατίας, πολιτικού τζακιού και επαγγελματία πολιτικού. Ίδιας λογικής κατηγορίες επανέφερε η πλευρά του Στ. Κασσελάκη για τις εσωκομματικές εκλογές, στρέφοντάς τις αυτή τη φορά και εναντίον των συνυποψηφίων του (κομματικές νομεκλατούρες, παιδιά του κομματικού σωλήνα, επαγγελματίες πολιτικούς κ.ο.κ.).

Ταυτόχρονα, ακριβώς λόγω αυτής της προϋπάρχουσας απ-ονομάτισης του νεοφιλελευθερισμού, καθιστώντας έτσι τον καπιταλισμό σαν φυσικοποιημένη κατάσταση, για την οποία επιζητείται μονάχα καλή διαχείριση[1], η υπεροχή του Στ. Κασσελάκη έναντι του Κ. Μητσοτάκη με όρους απλά καλύτερων αγγλικών, μαθηματικών, χρηματοοικονομικών και λοιπών σπουδών, αντί διαφορετικού πολιτικού αφηγήματος, κατέστη δυνατόν να γίνει και πιστευτή και επιθυμητή.

Η προσωποποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού τα τελευταία χρόνια δεν υλοποιούταν, βέβαια, μόνο με τη «δαιμονοποίηση» του Κ. Μητσοτάκη, αλλά και με την «αποθέωση» του Αλέξη Τσίπρα. Για παράδειγμα, η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από το πρόσωπο του τέως αρχηγού (αφίσες, σποτάκια κτλ). Πότε άρρητα και πότε ρητά, το μήνυμα ήταν πως «ψηφίζουμε Τσίπρα», όχι ΣΥΡΙΖΑ ή Αριστερά. Σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πάτησε και κινητοποίησε τον κόσμο και ο Στ. Κασσελάκης, σκιαγραφώντας την υποψηφιότητά του σαν επιλογή και συνέχεια του πρώην προέδρου, την ίδια ώρα που ο υποστηρικτικός του κύκλος διακινούσε τον μύθο περί υπονόμευσης του Αλ. Τσίπρα από την Έ. Αχτσιόγλου.

 

Πολιτικοποίηση του θεάματος

 

Ο παραλληλισμός, βέβαια, του Στέφανου Κασσελάκη και του Αλέξη Τσίπρα αρχίζει και τελειώνει στην εικόνα του νέου, «αντισυμβατικού» άνδρα στην πολιτική, καθώς η πορεία τους δεν παρουσιάζει κάποια άλλη ομοιότητα.

Λόγω αυτής της απουσίας συμμετοχής στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, όπως και επεξεργασμένων πολιτικών αναλύσεων του Στ. Κασσελάκη, έγινε αρκετός λόγος περί θεαματικοποίησης της πολιτικής. Η πτυχή του θεάματος, όμως, κατείχε ανέκαθεν (πότε λιγότερο, πότε περισσότερο) μια θέση στην πολιτική, είτε μιλάμε για τελετές στέψης, ορκωμοσίας, εγκαίνια έργων κτλ, είτε για τα ζεϊμπέκικα του ΠΑΣΟΚ κ.ά. Αυτό που παρατηρείται τώρα, μάλλον αναλύεται καλύτερα ως πολιτικοποίηση του θεάματος, καθώς –αντίστροφα από τη θεαματικοποίηση της πολιτικής– το θέαμα, το προφίλ, η δημοφιλία είναι αυτά που, αφενός, κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και, αφετέρου, το ατομικό lifestyle, οι έξεις και οι διαθέσεις λογίζονται, αυτονομημένα από άλλες δράσεις, ως πολιτική.

Αυτό, όμως, δεν αφορά μόνο στον Στ. Κασσελάκη, αφού ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φιλοξενήσει στους κόλπους του και εξοικειώσει τους ψηφοφόρους του με διασημότητες, που τέθηκαν ως υποψήφιοί του όχι λόγω πολιτικο-ιδεολογικής ταύτισης και στράτευσης, αλλά μιας γενικής στάσης τους σε κάποια κοινωνικά ζητήματα, που κρίθηκε σαν θετική (π.χ. ο τραγουδοποιός Μιθριδάτης, ο μπασκεμπολίστας Νίκος Παππάς κ.ά.).

Η πολιτικοποίηση του θεάματος και του lifestyle, άλλωστε, δεν εντοπίζεται μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε μόνο στο κομματικό σύστημα. Συναντάται ευρύτερα στη σύγχρονη κουλτούρα της Δύσης, όπου ατομικές επιλογές τρόπου ζωής γίνονται αντιληπτές ως πολιτική δράση αμφισβήτησης του συστήματος, παρότι ενσωματώνονται πλήρως απ’ αυτό (π.χ. υιοθέτηση συγκεκριμένων διατροφικών συνηθειών, αγορά ρουχισμού second hand κτλ), με τη διάθεση συμμετοχής σε πολιτικο-κοινωνικές συλλογικότητες και αγώνες να φθίνει.

Στη σύγχρονη κουλτούρα καταναλωτισμού, όπως περιγράφεται από τον Bauman[2], όπου το σχετίζεσθαι τίθεται υπό όρους πώλησης και αγοράς και η ελευθερία νοείται κυρίως σαν ελευθερία επιλογής του εκάστοτε «προϊόντος», η εμπορευματοποίηση και προώθηση του εαυτού μας (όχι των έργων ή του λόγου) σαν brand, είναι αρκετά συνήθης πρακτική –βλ., για παράδειγμα, influencer. Πόσο αναπάντεχο, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί αυτή η αντίληψη να περνά και στον επίσημο πολιτικό στίβο και η ψήφιση ενός προσώπου για την κατοχή αξιώματος, από ανάθεση, έστω, για την υλοποίηση μιας πολιτικής, να μετατρέπεται σε επιλογή/κατανάλωση του δημοφιλούς προφίλ κάποιου;

Σε αυτό το πλαίσιο, και λαμβάνοντας υπόψιν την ήδη κοινωνικά απαξιωμένη θέση πολιτικών και κοινωνικών θεσμών (κόμματα, συνδικάτα, ΜΜΕ κτλ) σαν βρώμικων πεδίων, τα social media φαίνεται να αποκτούν ιδιαίτερο κύρος. Τι και αν είναι γνωστό πως δεν αποτελούν κάποιον δημόσιο και ελεύθερο χώρο, αλλά εμπόρευμα επιχειρηματικών κολοσσών, ότι το «προϊόν» του καθενός μας εκεί προκύπτει μετά από προσεχτική επεξεργασία και προβάλλεται υπό τους κανονισμούς αλγορίθμων, ότι τα likes δεν είναι απλά μια αυθόρμητη κίνηση, αλλά παρασυρόμαστε να μας αρέσει ό,τι αρέσει πλειοψηφικά[3], ότι το σημερινό μας σχόλιο αύριο αποτελεί παρελθόν κτλ; Η αίσθηση της ελευθερίας, της οικειότητας, του αδιαμεσολάβητου και της μετρήσιμης παρέμβασης φαίνεται να υπερισχύει.

Όλα αυτά τα στοιχεία, από τα αντίστοιχα «what I eat in a day» βιντέκια των influencer, μέχρι την πεποίθηση της δήθεν αδιαμεσολάβητης και από τα κάτω παρέμβασης, σε αντιπαράθεση με τα «βοθροκάναλα» και τους «εκλεκτούς» τους (παρότι πληθώρα μίντια ήταν φιλικά προς τον υποψήφιο), βρήκαν την εφαρμογή τους και στην καμπάνια του Στέφανου Κασσελάκη.

Η εκλογή του μάλλον, λοιπόν, δεν είναι τόσο καινοφανής, όσο συνάντηση και συμπύκνωση προϋπάρχοντων μηνυμάτων και παραγόντων τόσο εντός, όσο και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα είναι αν αυτοί οι παράγοντες θα διαδραματίσουν τον ίδιο ρόλο και στο μέλλον ή το ευρύτερο σύνολο των πολιτών θα κάνει scroll down. Προς το παρόν, πάντως, στη δημοσκόπηση της Opinion Poll αυτή την εβδομάδα, η πρόθεση ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ βαίνει μειούμενη, μόλις 14%.

 

 

Σημειώσεις:

1. Barthes R. (1979). Μυθολογίες – Μάθημα. Αθήνα: Ράππα

2. Bauman J. (2008). Ζωή για κατανάλωση (μτφ Καράμπελας Γ.). Αθήνα: Πολύτροπον.

3. The Power of the Like in Adolescence: Effects of Peer Influence on Neural and Behavioral Responses to Social Media (2016). Psychological Science, volume 27, issue 7.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet