Η ελληνική Αριστερά δεν είναι ξένη στις μεταμορφώσεις. Η ιστορία της καταγράφει μια σειρά από συνομιλίες με άλλους χώρους, με νέες ιδέες, με διαφορετικές κατευθύνσεις. Μια σειρά από μπολιάσματα με βάση τη συγκυρία, τις αντικειμενικές συνθήκες, τις διαφορετικές προοπτικές. Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη την προηγούμενη εβδομάδα αποτελεί το τέλος ενός δρόμου για την Αριστερά. Και αυτό γιατί σε αυτή την περίπτωση η Αριστερά μπολιάστηκε με το αντίθετό της.
Αν η ξαφνική «εισβολή» και επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη μπορεί να συγκριθεί με κάτι, αυτό είναι η αντίστοιχη πορεία και επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 στις εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Και οι δύο πολιτικοί δεν είχαν καμία σχέση με το πολιτικό κόμμα το οποίο τελικά κατέκτησαν. Και οι δύο χρησιμοποίησαν την πολιτική τους άγνοια ως ανεστραμμένο προσόν. «Ερχόμαστε από τον κόσμο του επιχειρείν», μας είπαν, «από τον πραγματικό κόσμο και όχι από τον κομματικό σωλήνα». Και οι δύο παρουσιάστηκαν σαν αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες, ενώ στην πραγματικότητα και οι δύο στηρίχθηκαν σε οικογενειακές σχέσεις και γνωριμίες, ώστε να χτίσουν τις δουλειές τους. Το επιχείρημα «δεν μπορώ να αγοραστώ» (υπονοώντας ότι έχω πολλά λεφτά, άρα δεν το έχω ανάγκη) ακούστηκε και στις δύο καμπάνιες. Για την ακρίβεια ήταν κεντρικό επιχείρημα της προεκλογική εκστρατείας του Τραμπ, ενώ ακούστηκε στο πρώτο μήνυμα του Στέφανου Κασσελάκη.
Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε μια σαφή έλλειψη θέσεων. Ή πιο συγκεκριμένα, κάποιες θολές ή κοινότοπες τοποθετήσεις δίπλα σε άλλες τελείως ανερμάτιστες (βλ για παράδειγμα τη θέση Κασσελάκη για τις οικογένειες των στρατιωτικών). Οι γκάφες άγνοιας που δημιούργησε αυτή η έλλειψη θέσεων, όπως για παράδειγμα οι δηλώσεις Κασσελάκη για την Κύπρο, όχι μόνο σώζονταν εκ των υστέρων μέσα από γρήγορες απαντήσεις, αλλά για κάποιον λόγο λειτουργούσαν υπέρ του υποψηφίου. Συνέβαλαν έτσι ώστε το επικοινωνιακά άψογο προϊόν να φαίνεται ατελές άρα οικείο, ανθρώπινο. Και η κατασκευή οικειότητας και στις δύο περιπτώσεις ήταν κεντρική στρατηγική. Ο Τραμπ ήταν γνωστός ως διασημότητα και ως παρουσιαστής ριάλιτι. Το ίδιο και πολλά μέλη της οικογένειάς του. Ο Στέφανος Κασσελάκης ήταν εντελώς άγνωστος, ακόμα και για το ίδιο του το κόμμα. Το πρώτο που έκανε ήταν να παρουσιάσει την προσωπική του ζωή ως κομμάτι του πολιτικού του αφηγήματος. Να δημιουργήσει έτσι μια ψευδή οικειότητα με το κοινό του στο πλαίσιο μιας σειράς υποσχέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, η έλλειψη θέσεων και η εστίαση στην προσωπικότητα δημιούργησαν όρους μεσσιανισμού. Την περιγραφή ενός σωτήρα που έρχεται από το πουθενά για να σώσει την κατάσταση.
Και οι δύο καμπάνιες χαρακτηρίστηκαν από μια ανορθόδοξη επικοινωνιακή υπεροπλία. Χρησιμοποίησαν σχεδόν αποκλειστικά τα social media, με τα χαρακτηριστικά που αυτά επιβάλλουν. Ταχύτητα και αμεσότητα, εικόνα ενάντια στην έλλειψη περιεχομένου και (για άλλη μια φορά) οικειότητα. Και φυσικά δίπλα σε αυτή την στρατηγική και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν τα fake news, οι καταγγελίες χωρίς προτάσεις, η τοξικότητα που δεν μπορεί να δεχτεί απάντηση.
Προφανώς και υπάρχουν μια σειρά από διαφορές στα δύο πολιτικά φαινόμενα. Ο ξενοφοβικός και μισάνθρωπος λόγος του Τραμπ, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να σταθεί στο ακροατήριο της ελληνικής Αριστεράς. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι τα κοινά χαρακτηριστικά. Όλα αυτά που περιγράφουν μια στρατηγική ξένη τόσο στα ήθη, όσο και στην ουσία της Αριστεράς. Εκεί όπου η έλλειψη περιεχομένου και ιδεολογίας είναι η ίδια περιεχόμενο και ιδεολογία.
Με όλα αυτά η Αριστερά δεν έχει και δεν πρέπει να έχει καμία σχέση.