«Οι Κούρδοι της Τουρκίας - Από την Οθωμανική αυτοκρατορία έως τις μέρες μας», επιστημονική επιμέλεια: Αντώνης Δεριζιώτης, Μουράτ Ισσί, Νίκος Χριστοφής, εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 2023
Στην Ελλάδα το Κουρδικό Ζήτημα έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε σε συνάρτηση με την Τουρκία και τα ελληνοτουρκικά, ως υπό-παράγοντα πολιτικών, αποσπασματικό και κατακερματισμένο. Οι επιμελητές του βιβλίου προσπάθησαν να υπερβούν αυτή την πεπατημένη με μια σημαντική προσθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία και προσεγγίζουν την ιστορία ή μάλλον τις ιστορίες του κουρδικού λαού, φωτίζοντας τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις στην πορεία της εθνικής και πολιτικής του συγκρότησης. Οι Κούρδοι παρουσιάζονται μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες μειονότητες που διαβιούσαν μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που στα τέλη του 19ου αιώνα διαγκωνίζονταν τόσο με την κεντρική εξουσία όσο και μεταξύ τους για δικαιώματα, αυτονομία και τελικά ανεξαρτησία.
Μέσα από άρθρα έγκριτων ιστορικών, αναλύθηκε το τοπικιστικό στοιχείο, το στοιχείο του φυλετικού κατακερματισμού, που λειτουργούσε συχνά σε συνάρτηση και εξάρτηση με μια ή περισσότερες μεγάλες δυνάμεις και έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διεκδικήσεις των Κούρδων, καθώς καθήλωσε εν πολλοίς τους πληθυσμούς σε μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική κατάσταση εκμετάλλευσης και οπισθοδρόμησης, και μόνο πολύ αργότερα, η μετακίνηση πληθυσμών από τις κοιτίδες τους και από τις παραδοσιακές μορφές τους εξουσίας θα τους ριζοσπαστικοποιήσει. Αναδείχθηκε η επιρροή των Αποικιακών Δυνάμεων που επένδυαν σε αντίρροπους εθνικισμούς, όπως ήταν σε μεγάλο βαθμό ο αρμενικός με τον κουρδικό από τη στιγμή που διεκδικούσαν κοινές περιοχές.
Η οθωμανική εξουσία ακόμη και αν μετήλθε την umma και το χαλιφάτο ως ένα μηχανισμό συσσωμάτωσης, εμπιστεύθηκε μόνο ευκαιριακά κούρδους ηγέτες και ενίσχυσε την αντιπαλότητα Κούρδων - Αρμενίων. Η δε κατάργηση του χαλιφάτου και η κοσμική διακυβέρνηση που επακολούθησε θεωρήθηκε ακόμη ένα πλήγμα στους δεσμούς των Κούρδων με την κεντρική εξουσία παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο στρατηγός Καζίμ Καραμπεκίρ, το «κλειδί για την επιτυχία στο Ερζερούμ και τη Σεβάστεια (23 Ιουλίου - 7 Αυγούστου 1919) και (4-11 Σεπτεμβρίου 1919)» που είχε συγκαλέσει ο μέχρι τότε άγνωστος Μουσταφά Κεμάλ κρίθηκε στην ικανότητά του «να πείσει τους Κούρδους ότι το Κουρδιστάν κινδύνευε να γίνει Αρμενία». Τη δεκαετία του 1950 επί Μεντερές, πολλοί Κούρδοι γίνονται εσωτερικοί μετανάστες και έρχονται δυτικά στις μεγάλες πόλεις για εύρεση εργασίας και εκεί, στις παραγκουπόλεις Άγκυρας και Κωνσταντινούπολης αποκτούν την εθνική σχεδόν παράλληλα με την ταξική συνείδηση, οργανώνονται και διεκδικούν.
Η ανάπτυξη της τουρκικής αριστεράς και το παράνομο ΡΚΚ
Από το 1961 και μετά, βλέπουμε πως το νέο σύνταγμα και οι ελευθερίες συντείνουν στην ανάπτυξη της τουρκικής αριστεράς, η οποία με τη σειρά της δείχνει νέους δρόμους πολιτικής διεκδίκησης στους Κούρδους των πόλεων, κυρίως στους φοιτητές. Σταδιακά βγαίνουν από την απομόνωσή τους και προσπαθούν να αρθρώσουν νέο πολιτικό λόγο, δηλαδή αριστερό πολιτικό λόγο, μιλώντας για τον τόπο τους και την Ανατολή σε μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και επανασύνδεσης με το κουρδικό ιστορικό παρελθόν. Σε όλη τη δεκαετία του 1960 υφίστανται συστηματική κυβερνητική καταπίεση και διώξεις και αυτό μαζί με τις υπόλοιπες εξελίξεις εντός και εκτός χώρας (παγκόσμιο ’68, διαφοροποίηση από το «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» του Ιράκ του Μπαρζανί) οδηγούν σε διεκδικήσεις που είχαν σαν βάση την ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών αλλά πλέον κινούνταν και πέρα από αυτή με λόγο περί κουρδικότητας και κουρδικής εθνότητας.
Η βαθιά κρίση της περιόδου, η δραστηριοποίηση των Γκρίζων Λύκων σε βάρος των κουρδικών οργανώσεων ολοκληρώθηκε με το «σιωπητήριο» του πραξικοπήματος του ‘71, ωστόσο, το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία είχε δημιουργηθεί και πλέον τα αιτήματά του περιλάμβαναν πολιτικά αλλά και εθνικά δικαιώματα. Μέσα από μια συνέχεια κομμάτων που δημιουργούνταν και έκλειναν, στην παρανομία αρχικά (νόμιμα αργότερα), φτάνουμε στο παράνομο PKK του 1978. Η ιδιαιτερότητα του PKK ήταν ότι τα μέλη του ήταν κυρίως φτωχοί φοιτητές και ακτήμονες της Ανατολής -άνδρες και γυναίκες με ίσα δικαιώματα- και ότι πρέσβευε τον ένοπλο αγώνα προκειμένου να τερματιστεί η τουρκική αποικιοκρατία και να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο και δημοκρατικό Κουρδιστάν. Βέβαια αντί να στραφεί εναντίον του τουρκικού κράτους, επέλεξε αρχικά να κάνει εκκαθαρίσεις Κούρδων γαιοκτημόνων και αγάδων στις ανατολικές περιοχές και έτσι να κερδίσει την υποστήριξη των φτωχών και καταπιεσμένων Κούρδων που ζούσαν εκεί. Μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η κουρδική κοινότητα ήταν βαθιά διχασμένη.
Η άγρια δίωξη του ΡΚΚ και στη συνέχεια του ΗDP
Στον ένοπλο αγώνα του ΡΚΚ το τουρκικό κράτος απάντησε με άγρια καταστολή, όπως μας εξηγεί στις σελίδες του βιβλίου ο Μεσούτ Γεγέν. Η κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης φτάνει στη σύλληψη του Οτζαλάν, οπότε το ΡΚΚ μεταλλάσσεται και πάλι, μέσα από τον προβληματισμό του αρχηγού του που μιλάει πλέον για «ελεύθερο Κουρδιστάν» και όχι για «ελεύθερο και ανεξάρτητο Κουρδιστάν».
Και εδώ έχει σημασία να μιλήσουμε για μια άλλη μετάλλαξη, αυτή τη φορά στην τουρκική κυβερνητική πολιτική. Ο Ταγιπ Ερντογάν διακήρυξε το 2009 την πρόθεσή του να «διορθώσει» τις αδικίες έναντι των Κούρδων με το σχέδιο «εθνικής Ενότητας και Αδελφοσύνης», βασισμένο στη θρησκεία όμως και όχι στην ιδιότητα του πολίτη, άρα έχουμε πάλι μια θρησκευτική ανάγνωση, όχι πολιτικό δικαίωμα. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνιστούσαν μια ρήξη με το κεμαλικό παρελθόν, ωστόσο σχετικά σύντομα αποδείχθηκαν μια κίνηση τακτικής του Ερντογάν, αφού, μετά και τη διαφωνία του με το Τζεμαάτ, και αφού το αριστερό φιλοκουρδικό HDP με μόλις 3 χρόνια ζωής πήρε 15% στις εκλογές του 2015, επέλεξε να τελειώσει τις διαπραγματεύσεις και να στραφεί εναντίον του HDP με κάθε ευκαιρία, φυλακίζοντας τους αρχηγούς του, απολύοντας υποστηρικτές του, διώκοντας με κάθε τρόπο κόμμα, μέλη και στελέχη.
Η παλινωδία αυτή δείχνει βέβαια εκτός από την ευκαιριακή λογική που διέπει πολλές από τις επιλογές Ερντογάν πόσο πολύ και διαχρονικά ανησυχεί το κουρδικό την τουρκική εξουσία αλλά και πόσο γρήγορά το ΗDP συγκέντρωσε υποστηρικτές όσο αφέθηκε ανενόχλητο να δραστηριοποιηθεί πολιτικά. Ο Ερντογάν επέστρεψε σχετικά γρήγορα στην ακροδεξιά, τις αγκάλες του ΜΗΡ και στις κορώνες περί τρομοκρατίας, ωστόσο έχει σημασία να σταθούμε στο HDP. Το αριστερό κόμμα που είναι φιλοκουρδικό αλλά μιλάει για οικολογία, κινήματα και ισότητα των φύλων και προσελκύει και αριστερούς Τούρκους και αυτό ίσως επειδή η «τουρκική» αριστερά δεν μπόρεσε ποτέ να απωλέσει το φίλτρο του κεμαλισμού. Το HDP είναι η αριστερά στην Τουρκία σήμερα παρά τις απηνείς διώξεις που υφίσταται, τις συλλήψεις στελεχών, την παρεμπόδιση της λειτουργίας του κτλ.
Στον επίλογο του βιβλίου ο Τζουστ Γιόνγκερντεν περιγράφει το κουρδικό ως αγώνα των Κούρδων για το «δικαίωμα στα δικαιώματα». Εγώ θα πρόσθετα ότι οι αγώνες αυτοί αντανακλούν την ιστορία όλων των μειονοτήτων στα εδάφη αυτά που υπέστησαν γενοκτονίες, ανταλλαγές πληθυσμών, αφομοιωτικές πολιτικές, διακρίσεις και καταπίεση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ιδεατό ομοιογενές έθνος - κράτος, κάτι τόσο ανέφικτο όσο και βλαπτικό για τις κοινωνίες συνολικά, όπως αποδείχθηκε στην πορεία. Επειδή ωστόσο αυτή η προσέγγιση παραμένει κραταιά και σήμερα και όχι μόνο στην Τουρκία, το βιβλίο προσφέρει πολλά περισσότερα από μια σύνοψη της κουρδικής ιστορίας.