Αυγή Λίλλη «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες», εκδόσεις Ποταμός, 2023
Τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό και η κριτική υποδέχτηκαν ευμενέστατα νέες και νέους κύπριους συγγραφείς (Παπαλοΐζου, Σωτηρίου, Διονυσίου, Μαργαρίτης κ.ά.) που δεν διστάζουν να ψηλαφήσουν με ανατρεπτικό και απρόσμενο τρόπο τραύματα και ανοιχτές πληγές της κυπριακής ιστορίας, αξιοποιώντας ενίοτε και την κυπριακή διάλεκτο. Η περίπτωση της Αυγής Λίλλη (1980), που με το «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες» κάνει την πρώτη της πεζογραφική εμφάνιση, είναι πολύ διαφορετική, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα.
Έχοντας στο ενεργητικό της τρεις ποιητικές συλλογές, σενάρια μικρού μήκους, θεατρικά κείμενα, μια διδακτορική διατριβή για το μυθιστορηματικό και κριτικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, αλλά και τη μετάφραση μιας ποιητικής ανθολογίας του σπουδαίου σύγχρονου βούλγαρου συγγραφέα Γκιόργκι Γκοσποντίνοφ, η Λίλλη βρίσκει στη μικρή φόρμα τον κατάλληλο χώρο για να αφηγηθεί επεισόδια προσωπικής μυθολογίας που χάρη σ’ έναν ευφάνταστο χειρισμό, με λεπτούς υπαινιγμούς και εσκεμμένες αμφισημίες, αποκτούν βάθος, προοπτική και καθολικότερες διαστάσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι πετυχαίνει τον στόχο της διατηρώντας την ποιητική φωνή, αν συμφωνήσουμε πως η ποιητικότητα στην πρόζα δεν είναι ζήτημα λυρισμού, ποιητικίζουσας γλώσσας, μεταφορών και συμβολισμών, αλλά ρυθμού, αίσθησης και βλέμματος.
Τεχνική με διπλή τροπικότητα
Η Λίλλη κατορθώνει να χωρέσει εικοσιοχτώ μικροδιηγήματα σε πενήντα πέντε σελίδες χωρίς να ασφυκτιούν, με επιδέξιο χειρισμό της αφηγηματικής οικονομίας και αξιοσημείωτη ικανότητα πύκνωσης. Η τεχνική της μοιάζει να ακολουθεί διπλή τροπικότητα. Είτε συστέλλει αφηγηματικά και με τολμηρή ελλειπτικότητα ιστορίες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε πολύ περισσότερες σελίδες είτε χειρίζεται διασταλτικά μικρές λεπτομέρειες από φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα, κατορθώνοντας να απομυθοποιήσει το μεγάλο και το βαρύγδουπο και να μεγεθύνει το μικρό και το αμελητέο, αυτό που εύκολα προσπερνάμε αλλά εκείνο επανέρχεται.
Οι ιστορίες της αφορμώνται είτε από τετριμμένα περιστατικά μιας καθημερινής ζωής σε κίνηση, σε δρόμους, ταξίδια, μπαρ και εστιατόρια είτε από μνήμες και φόβους που αναδύονται από το μαύρο κουτί της παιδικής ηλικίας και συμπλέκονται με την υπαρξιακή αγωνία της ωριμότητας. Καλοκαίρια που περάσανε και φύγανε, άνθρωποι και σχέσεις που διασταυρώθηκαν και χάθηκαν. Το καφκικό κυνήγι μιας ενοχλητικής μύγας που περιφέρεται ανάμεσα στα βιβλία, η κατάποση μιας τελευταίας μπουκιάς υπό το βλέμμα ενός σερβιτόρου, ένας απελευθερωτικά ασεβής αυνανισμός, οι αϋπνίες από το γοερό κλάμα ενός συγκάτοικου κουταβιού κ.ά.
Ο χρόνος και το πέρασμά του
Παρότι φαίνονται σε κάποιο βαθμό αυτομυθοπλαστικές αυτές οι μικρο-ιστορίες επιτυγχάνουν να μιλήσουν με ειλικρίνεια, αφαιρετικό τρόπο, μελαγχολία και πικρό σαρκασμό για την κρίση ενηλικίωσης της μετέωρης και οριακής γενιάς των ωριμότερων millennials. Μιας γενιάς που διατελεί εν πλήρει συγχύσει αθώα, τα θέλει όλα και για πάντα, αλλά παραμένει ανέτοιμη και ανολοκλήρωτη, φορώντας συχνά το παιδικό προσωπείο της. Βασικό θέμα που συνέχει τις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου είναι το πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο και το πέρασμά του, τη θνητότητα, το ανολοκλήρωτο και το ανεκπλήρωτο. Για παράδειγμα, αυτό το δράμα του ανολοκλήρωτου εαυτού και η δυσκολία προσαρμογής στη σύγχρονη γονεϊκότητα αναδεικνύεται έντονα στον ειλικρινή, σπαρακτικό, σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο γύρω από την ενοχική και αμφιθυμική μητρότητα στο μεγαλύτερο (τετρασέλιδο) διήγημα της συλλογής «Μια εισπνοή του κόσμου όλου». Σ’ αυτό, καθόλου τυχαία αφιερωμένο στη Μαργαρίτα Καραπάνου, ο πολύσημος τίτλος και το περιεχόμενο «παίζουν» με τη δυσεύρετη για έναν γονέα απόλαυση της πρώτης τζούρας ενός τσιγάρου, το άγχος του γονεϊκού ρόλου αλλά και τις επώδυνες αναπνοές του τοκετού.
Κυπριακή ταυτότητα και ιστορία
Η κυπριακή ταυτότητα και ιστορία, αν και δεν αποτελούν πυρηνικό στοιχείο των ιστοριών, σχολιάζονται ακροποδητί. Στην έξοχη «Αθηναϊκή ρουλέτα» ο διάλογος στο ταξί με έναν στερεοτυπικό αθηναίο ταξιτζή αποκαλύπτει με απροσδόκητο τρόπο την αμφιθυμική σχέση Ελλάδας-Κύπρου αλλά και μια αμήχανη αποδοχή της κυπριακής ταυτότητας, όταν η αφηγήτρια στην ερώτηση αν είναι από την Κύπρο απαντά: «Ε, ναι», με έμφαση στο «ε». Ο κόσμος της Κύπρου συμπυκνώνεται περίφημα στα τέσσερα «κυπριακά» διηγήματα, τα πιο συναισθηματικά της συλλογής, που δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν χωρίς τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου: η ανορθολογική πίστη στα τάματα, η αφόρητη ζέστη, η σκιά του κυπριακού, η διαιρεμένη πατρίδα. Στο «Μέσα του Νιόβρη» οι διανυκτερεύσεις των εφήβων στο οδόφραγμα απομυθοποιούνται καθώς αυτό που μένει στη μνήμη του αφηγητή δεν είναι το αγωνιστικό στοιχείο, τα συνθήματα και οι σημαίες, αλλά η νοσταλγική θύμηση πως «ετρώαμεν τυρόπιτταν τζι επίνναμεν “σπαστόν”». Αλλά και στο συμβολικό «Λαούτο» το διαρκώς αναβαλλόμενο ταξίδι στο πατρικό σπίτι στα κατεχόμενα όταν πια αποφασίζεται κρατά λίγα λεπτά και αποδραματοποιείται, ενώ εκείνο το λαούτο που είχε πάρει μαζί του ο αφηγητής δεν μπορεί να το κουβαλά άλλο, σαν το μαρμάρινο κεφάλι στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη που εξαντλεί τους αγκώνες.
Το ρυζόχαρτο, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, ως υλικό διαθέτει ιδιότητες που το καθιστούν απλό, ευέλικτο και εύκολο για ποικίλες χρήσεις στη μαγειρική, στη ζωγραφική, στη χειροτεχνία, στη διακόσμηση, αλλά όχι στη γραφή. Οι μικρο-ιστορίες, ωστόσο, της Λίλλη, κερδίζοντας το στοίχημα της καλής γραφής, ταιριάζουν απόλυτα με το ρυζόχαρτο: είναι λεπταίσθητες και παρά τη φαινομενική τους ελαφρότητα με γερή αντοχή.