«Ένας άλλος κόσμος»
Ο Φιλίπ Λεμέλ, είναι στέλεχος του γαλλικού τμήματος μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας, όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην οικογένειά του με αποτέλεσμα η γυναίκα του, Αν, να ζητήσει διαζύγιο. Και ενώ ο Φιλίπ βλέπει την οικογένειά του να διαλύεται, η διευθύντρια της εταιρείας, κατ’ επιταγήν των Αμερικανών, του ζητά να προχωρήσει σε μείωση προσωπικού κατά 10%, δηλαδή να απολύσει 58 άτομα. Κι αυτό παρά το γεγονός πως η εταιρεία έχει παρουσιάσει σημαντική αύξηση στα κέρδη της. Η θέση του είναι πολύ δύσκολη και προσπαθεί να πείσει πως κάτι τέτοιο δημιουργεί πρόβλημα στη λειτουργία της επιχείρησης. Παρόλα αυτά, μαζί με έναν συνάδελφό του, εκπονούν ένα σχέδιο καλύτερης διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού χωρίς απολύσεις, το οποίο παρουσιάζουν στο μεγάλο αφεντικό από την Αμερική. Αρχικά τους συγχαίρει αλλά στη συνέχεια τους επιτίθεται επιμένοντας στη μείωση του προσωπικού και απειλώντας τους. «Το παιχνίδι έχει μόνον έναν κανόνα. Κι αυτός είναι ο κανόνας των αγορών», τους λέει. Ένας στυγνός, κυνικός επιχειρηματίας που θα τελειώσει λέγοντας: «Ακόμη κι εγώ έχω αφεντικό και είναι η Γουόλ Στριτ!».
Στην ταινία «Ένας άλλος κόσμος» (Un autre monde), ο Στεφάν Μπριζέ αποκαλύπτει το απάνθρωπο πρόσωπο των επιχειρήσεων και της ελεύθερης αγοράς. Τον κόσμο των μεγάλων οικονομικών κολοσσών που λειτουργούν μόνον με αριθμούς και στατιστικές χωρίς να λαμβάνουν καθόλου υπόψη τον παράγοντα άνθρωπος. Γρανάζι αυτού του μηχανισμού είναι και ο Φιλίπ ο οποίος εργάζεται σκληρά αλλά όπως φαίνεται τίποτα δεν του αναγνωρίζεται. Όταν θα έρθει η ώρα θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τη συνείδησή του και να προτάξει την ανθρωπιά και τη λογική μπροστά στον παραλογισμό του κέρδους.
Με ορισμένες σκηνές τραβηγμένες χρονικά, ο Μπριζέ προσπαθεί να αναδείξει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωά του, την εσωτερική μάχη που δίνει σε δύο παράλληλα μέτωπα: το εργασιακό και το οικογενειακό. Και πρόκειται για έναν χαρακτήρα, μυθοπλαστικό μεν, απολύτως αληθινό δε.
Οικογενειακή ιστορία
«Ο μικρός αδελφός»
Βρισκόμαστε στο 1989 όταν η Ρόουζ, μια νεαρή χωρισμένη μητέρα από την Ακτή Ελεφαντοστού, μαζί με τους δυο γιούς της, Ζαν και Ερνέστ, φτάνουν στο Παρίσι. Με όνειρα για μια νέα, ελεύθερη ζωή, η Ρόουζ πιάνει δουλειά σε ένα ξενοδοχείο ενώ θέλει τα παιδιά της να μορφωθούν. Παράλληλα όμως προσπαθεί να απολαύσει τη νέα της ζωή και να ζήσει τις προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά της. Αφού απορρίπτει την πρόταση ενός άνδρα του Ζιλ Σεζάρ, θα κάνει σχέση με έναν νεαρό Τυνήσιο. Όταν εκείνος θα φύγει η Ρόουζ θα σχετιστεί με τον Τιερί και θα μετακομίσει για χάρη του στη Ρουέν. Στο μεταξύ τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, ο Ζαν αρχίζει να δημιουργεί τη δική του ζωή και ο Ερνέστ έχει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Με το πέρασμα των χρόνων όλα φαίνονται να αλλάζουν, ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και οι οικογενειακές σχέσεις διαρρηγνύονται.
Στην ταινία «Ο μικρός αδελφός» (Un petit frere) της Λεονόρ Σεραΐγ, η σκηνοθέτρια αφηγείται μια διαφορετική ιστορία, από αυτές που έχουμε συνηθίσει, με θέμα τη μετανάστευση. Εδώ η ηρωίδα δεν έχει να παλέψει με τη φτώχεια, τον ρατσισμό και την εγκληματικότητα. Είναι μια γυναίκα η οποία διψά για ζωή και ρίχνεται επάνω της. Βέβαια δεν γίνονται όλα όπως θέλει αλλά εκείνη προχωρά μπροστά με δύναμη και θάρρος. Ουσιαστικά είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, όχι μόνον για τα δυο παιδιά, αλλά και για την ίδια την Ρόουζ.
Η Σεραΐγ σκηνοθετεί με ευαισθησία ένα κοινωνικό δράμα στο οποίο οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες γεμίζουν εμπειρίες καθώς η ιστορία ξετυλίγεται μέσα στη διάρκεια 20 χρόνων. Η σκηνοθέτρια δεν ξεχνά -χωρίς όμως να προτάσσει- να αναδείξει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τη μεταναστευτική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών. Περισσότερο όμως είναι μια ταινία για την ίδια τη ζωή, για την ανθρωπιά, για τη μητρική αγάπη, για την προσωπική χειραφέτηση. Μια ταινία η οποία, αν μη τι άλλο, δείχνει τη σκηνοθετική ωριμότητα της Λεονόρ Σεραΐγ, που την πετυχαίνει μόλις με τη 2η ταινία της (είχε προηγηθεί το 2017 η «Νέα γυναίκα» – Jeunne femme). Η Αναμπέλ Λενγκρόν δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία στον ρόλο της Ρόουζ.
Προσωπικό νεκροταφείο
1940, καθώς οι Γερμανοί πλησιάζουν προς το Παρίσι χιλιάδες κάτοικοι της γαλλικής πρωτεύουσας φεύγουν με κάθε μέσο προς τον Νότο. Ανάμεσά τους είναι και ένα μικρό κορίτσι, η Πολέτ, οι γονείς της οποίας σκοτώνονται μπροστά στα μάτια της μετά από μια αεροπορική επίθεση. Κρατώντας στην αγκαλιά το νεκρό σκυλάκι της, η Πολέτ θα συναντήσει τον Μισέλ, ένα αγόρι που ζει με τους γονείς του σε ένα αγροτόσπιτο. Ο Μισέλ, αφού την βοηθήσει να θάψει το σκυλάκι της θα την γνωρίσει στους δικούς του και εκείνοι θα αποφασίσουν να την φιλοξενήσουν. Σιγά-σιγά, και μετά από προτροπή της Πολέτ, τα δυο παιδιά θα αρχίσουν να θάβουν διάφορα νεκρά ζώα πλάι στον τάφο του σκυλιού, δημιουργώντας το δικό τους νεκροταφείο. Τα πράγματα θα περιπλακούν όταν θα αποφασίσουν να τοποθετούν σταυρούς επάνω στους τάφους.
Το 1952, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ο Ρενέ Κλεμάν σκηνοθέτησε τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» (Jeux interits). Ξεκινώντας από τη συγκλονιστική σεκάνς με το κονβόι αυτοκινήτων, ανθρώπων και αμαξών που εγκαταλείπουν το Παρίσι, ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει μεμιάς στον τρόμο του πολέμου και τον θάνατο που καραδοκεί. Από εκεί και μετά ο γάλλος σκηνοθέτης αφηγείται μια ιστορία πολέμου, ουσιαστικά, μέσα από τα μάτια των παιδιών. Τα οποία με τις αθώες τους ψυχές αδυνατούν να αντιληφθούν τα τερατώδη παιχνίδια των μεγάλων και επιδίδονται στα δικά τους απαγορευμένα παιχνίδια. Έχοντας όμως ενσωματώσει σε αυτά την εξοικείωση με τον θάνατο, που η Πολέτ έζησε χάνοντας και τους δυο γονείς της.
Με εντυπωσιακά πλάνα αισθητικής τελειότητας και απόλυτης αρμονίας, με την υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρομπέρ Ζιλιάρ, με δύο μοναδικές ερμηνείες από την Μπριζίτ Φοσέ (Πολέτ) και τον Ζορζ Πουζουλί (Μισέλ) και με την όμορφη μουσική του Romance Anonimo του 19ου αιώνα, τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» αποτελούν μια ιδιαίτερη στιγμή του γαλλικού αλλά και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Κέρδισε μάλιστα το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία αν και δεν είχε την επίσημη στήριξη της Γαλλίας.
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φρανσουά Μπουαγιέ.