Συνέντευξη με τον οικονομολόγο, Κώστα Μελά
Να ξεκινήσουμε με την κλασική ερώτηση: είναι το προσχέδιο Προϋπολογισμού για το 2024 ειλικρινές;
Δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις. Είναι προσδιορισμένο, κατά την άποψή μου, από τον βασικό στόχο της κυβέρνησης: της δημιουργίας, δηλαδή, των απαραίτητων πρωτογενών πλεονασμάτων για τη διαχείριση του χρέους. Είναι οι βασικοί του στόχοι. Από εκεί και πέρα είναι ένας Προϋπολογισμός, θα λέγαμε, που λειτουργεί σε περιβάλλον αβεβαιοτήτων, που είναι πολύ καθοριστικές.
Να τις δούμε, πολύ περισσότερο που παρακάμπτονται από τον λόγο των αξιωματούχων και συνήθως των φιλικών στην κυβέρνηση αναλυτών.
Η πρόβλεψη, καταρχάς, για μεγέθυνση 3%. Οι προβλέψεις διαφόρων φορέων είναι επιφυλακτικές. Η Κομισιόν, για παράδειγμα, προβλέπει 1,9%, το ΔΝΤ 1,5%, η Τράπεζα της Ελλάδος μιλούσε για 2,5%, τώρα προβλέπει 2,7%. Ο κύριος λόγος για συντηρητικότερες προβλέψεις είναι η εντονότερη, απ’ αυτή η οποία προβλεπόταν, επιβράδυνση στην Ευρωζώνη το 2024. Επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Στο εσωτερικό, οι πρόδρομοι δείκτες βιομηχανικής παραγωγής και εξαγωγών δείχνουν κόπωση. Δεν μπορεί, επίσης, να αποκλειστεί μια υστέρηση του ρυθμού ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία είναι βασικός συντελεστής των συνιστωσών της ανάπτυξης περίπου το 70%. Πέρα από την επιφύλαξη η οποία καταγράφεται στον Προϋπολογισμό, στον οποίο από 2,5% άνοδο το 2023 μειώνεται στο 1,6% το 2024, μπορεί να υπάρξουν ισχυρότερες επιπτώσεις στην κατανάλωση λόγω ακρίβειας. Το βλέπουμε και στον αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης των νοικοκυριών, ο οποίος δεν πρέπει να συνδέεται με την εξέλιξη των καταθέσεων των νοικοκυριών, όπως υποστηρίζει η Τράπεζα Ελλάδος. Ο εξωτερικός τομέας προβλέπεται στο προσχέδιο να έχει θετική συμβολή 0,4 μονάδες, παρά την αναμενόμενη χειροτέρευση του ισοζυγίου αγαθών. Δηλαδή θεωρεί ότι θα αυξηθούν οι εξαγωγές κατά 5,5%, ενώ όπως λέει και ο ίδιος ο Προϋπολογισμός όλος ο απαραίτητος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός, ενδιάμεσος ή όχι –για να πάμε σε μια μετάβαση πράσινη ή ψηφιακή– θα είναι όλα εισαγόμενα. Άρα, λαμβάνουμε δάνεια και πόρους και το μεγαλύτερο μέρος τους επιστρέφεται στους δανειστές. Το έλλειμμα αναμένεται, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, να καλυφθεί από τα τουριστικά έσοδα. Όμως, σε μια περίοδο σχεδόν στασιμότητας στην Ευρώπη, μπορεί αυτό να επαληθευτεί; Το προσχέδιο, ακόμη, δίνει μεγάλη έμφαση στον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου, προβλέποντας άνοδο 12,3%. Ας είμαστε, όμως, λίγο προσεκτικοί: πέρυσι, δηλαδή για το 2023, προβλέπαμε αύξηση 15,5% και τελικά είχαμε μόνο 8,3%. Διότι δεν είναι μόνο τι πόρους διαθέτεις όταν σχεδιάζεις, είναι και πόσους θα απορροφήσεις ή θα πραγματοποιηθούν. Παρότι, να το πούμε, οι νέοι επενδυτικοί πόροι τόσο από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (8,5 δισ.) όσο και από το Ταμείο Ανάκαμψης (3,6 δισ.) είναι αρκετά αξιοπρεπείς. Και να επιστρέψουμε, ολοκληρώνοντας την απάντηση, στον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Είναι 2,1%, το 2024, διπλάσιος του φετινού που θα κλείσει στο 1,1%. Κυρίως η επίτευξη λόγω πληθωρισμού, αλλά και ανάπτυξης. Οι τιμές της ενέργειας είναι επίσης ένας μείζων παράγοντας αβεβαιότητας.
Το σημειώνει και ο Προϋπολογισμός αυτό, πράγματι.
Ναι, ασφαλώς. Όμως, αυτός ο ενδεχόμενος αρνητικός παράγοντας δεν θα δημιουργήσει μόνο πρόβλημα στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αλλά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είναι από τα σοβαρότερα προβλήματα της οικονομίας.
Έχουμε και τις επιπτώσεις από τον Ντάνιελ. Όχι μόνο για τις αποζημιώσεις. Έχουμε και τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις. Μάλλον υποτιμώνται.
Υποτιμώνται, ναι. Αλλά πρέπει, συγχρόνως, να πούμε ότι οι δαπάνες εδώ λειτουργούν υπέρ της μεγέθυνσης. Μέσο–μακροπρόθεσμα, όμως, οι καταστροφές θα δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα στην παραγωγή, στην αύξηση των τιμών και στις εξαγωγές. Δεν γνωρίζουμε επίσης πόσοι άνθρωποι θα μείνουν, πλέον, εκεί. Διότι, δεν αρκεί μόνο να παράσχεις τα μέσα παραγωγής. Να πω κάτι ακόμη. Το προσχέδιο υπολογίζει σε ένα μέσο πληθωρισμό 2,4%. Όμως ο πληθωρισμός των τροφίμων θα είναι πολύ υψηλότερος. Εν τω μεταξύ, όσα δίνει η κυβέρνηση για τη βελτίωση των εισοδημάτων, δεν είναι σε θέση να ισορροπήσει, στοιχειωδώς, την απώλεια αγοραστικής δύναμης σε σχέση με την πληθωριστική διάβρωσή του. Όσον αφορά το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ, το οποίο σαφώς μειώνεται εφ’ όσον δεν παίρνει τίποτε από τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Επομένως, στον τομέα της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος, η οποία είναι και ο βασικότερος στόχος μιας οικονομικής πολιτικής, νομίζω ότι η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη τα έχει κάνει όλα θάλασσα.
Να έλθουμε στα έσοδα. Αυτά τα υπέρ έσοδα για τα οποία υπερηφανεύεται η κυβέρνηση πού οφείλονται και τι επιπτώσεις έχουν στην πορεία της οικονομίας;
Νομίζω ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι μια επίδοση η οποία δείχνει δυναμική στην ελληνική οικονομία. Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι μια κατάσταση η οποία επωφελείται από τα κέρδη των επιχειρήσεων, τις οποίες η κυβέρνηση αφήνει να κερδοσκοπούν ασύστολα –και δεν εννοώ μόνο τις μεγάλες, αλλά και τις μικρότερες. Καρπώνεται υψηλά φορολογικά έσοδα, τα οποία χρησιμοποιεί για να πετύχει τον βασικό της στόχο, ο οποίος είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, κατ’ αρχάς, και δευτερευόντως να δίνει επιδόματα. Αυτή είναι η γραμμή της από το 2022. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ο πληθωρισμός δεν θα είναι τόσο υψηλός συνεχώς, άρα αυτά τα φορολογικά έσοδα μοιραία θα μειωθούν σε βάθος χρόνου. Εφ’ όσον, δε, η άλλη πλευρά του νομίσματος, η οποία είναι η είσπραξη υπέρ εσόδων, είναι ο υψηλός πληθωρισμός, αυτό θα μειώσει, με τη σειρά του, την κατανάλωση και κατά συνέπεια θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις. Και κατά συνέπεια, στην παραγωγική βάση.
Από την ανάλυσή σου δεν φαίνεται να σε πείθει και τόσο ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Χατζηδάκης ο οποίος σημείωσε ότι «η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα»;
Ποτέ δεν με έπεισε.
Ακόμη και όταν θα έλθει η επενδυτική βαθμίδα;
Επενδυτική βαθμίδα είχαμε και το 2008 και το 2009, και το 2010 σημειώθηκε η χρεωκοπία. Επομένως, η επενδυτική βαθμίδα καλή είναι, αν χρησιμοποιηθεί με τον σωστό τρόπο. Δηλαδή, οι πόροι δεν έρχονται για να πάνε στον τουρισμό, στο real estate και τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες, αλλά να βοηθήσουν την ανάπτυξη φυσικού κεφαλαίου. Αλλά αυτό δεν γίνεται και αυτό είναι και το πρόβλημα.