Σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία που θα επιτρέψει τη διαμετακόμιση ουκρανικών σιτηρών μέσω Πολωνίας προς άλλες χώρες κατέληξαν την Τρίτη η Πολωνία και η Ουκρανία. Ένα πρώτο, συγκρατημένο βήμα στην αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών εξαιτίας του πολωνικού εμπάργκο στις εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών, αποτέλεσμα παρέμβασης της Ουάσινγκον, που είδε τη συνοχή της συμμαχίας απέναντι στη Μόσχα να κλονίζεται. Η Πολωνία παραμένει, ωστόσο, αμετακίνητη στην απόφασή της να πάψει να εξοπλίζει την Ουκρανία.
Εν τω μεταξύ, την Κυριακή οι κάλπες στη Σλοβακία ανέδειξαν νικητή έναν αμφισβητία των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, τον επικεφαλής του κόμματος SMER-SSD, Ρόμπερτ Φίτσο, που δηλώνει ότι σκοπεύει να τερματίσει τη στρατιωτική βοήθεια της χώρας του προς την Ουκρανία, με τον «αέρα» της λαϊκής δυσαρέσκειας από τις επιπτώσεις της παράτασης του πολέμου στο κόστος και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Ο Φίτσο, ένας βετεράνος πολιτικός με παρελθόν δύο πρωθυπουργικών θητειών χάρις στην επιτυχή απεύθυνσή του στη λαϊκή βάση, έχει υποσχεθεί ότι θα αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες και θα εναντιωθεί στην πολιτική της Ε.Ε. στη διαχείριση του μεταναστευτικού, την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, την κλιματική κρίση και την εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η νίκη του προσφέρει έναν υπολογίσιμο σύμμαχο στον ακροδεξιό εθνικιστή πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν, γνωστό για τις αντιρρήσεις του αναφορικά με την ευρω-διαχείριση του ουκρανικού.
Υπάρχουν ενδείξεις, και αυξανόμενοι φόβοι, ότι μετά από σχεδόν 600 μέρες πολέμου, και με τις ευρωπαϊκές οικονομίες να δείχνουν λιγότερο ανθεκτικές από τη ρωσική, ίσως αποδειχθεί βάσιμη η εκτίμηση της Μόσχας ότι το μέτωπο στήριξης του Κιέβου μπορεί να διαρραγεί, ως αποτέλεσμα εσωτερικών αναταράξεων στις χώρες που το συγκροτούν.
Σε έρευνα της μη κυβερνητικής οργάνωσης Globsec στην Σλοβακία προ μηνών, το 51% των ερωτηθέντων καταλογίζει την ευθύνη για τον πόλεμο στη Δύση και την Ουκρανία, έναντι του 39% το 2022. Στην ίδια έρευνα, οι απαντήσεις στο ερώτημα της παραμονής ή όχι των χωρών τους στη Δύση έδειξαν ισχνές πλειοψηφίες σε Τσεχία, Εσθονία, Λιθουανία και Πολωνία, και αρκετά κάτω από το 50% σε Σλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λετονία και Ρουμανία.
Η εικόνα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μάλλον δεν εμπνέει εφησυχασμό σε ό,τι αφορά στο αρραγές του δυτικού μετώπου. Κατά την επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε τη διαβεβαίωση του προέδρου Μπάιντεν για ένα νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας ύψους 325 εκατ. δολαρίων στη χώρα του. Εννέα ημέρες αργότερα, Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές προσκείμενοι στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και αντίθετοι με τη χορήγηση νέας βοήθειας στην Ουκρανία, αντιτάχτηκαν έντονα στον προσωρινό προϋπολογισμό που κατέθεσε στο Κογκρέσο η κυβέρνηση Μπάιντεν για να αποφευχθεί έως τις 17 Νοεμβρίου μια παύση πληρωμών του αμερικανικού δημοσίου, που θα ισοδυναμούσε με παράλυση του ομοσπονδιακού κράτους και αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του διεθνώς.
Η ένταση κορυφώθηκε δυο μέρες αργότερα, όταν, σε μια ιστορική ψηφοφορία που προκλήθηκε από την ακροδεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων, ο επίσης Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι υποχρεώθηκε σε παραίτηση με τις ψήφους βουλευτών του κόμματός του, που του καταλογίζουν συμπόρευση με τους Δημοκρατικούς στην υπερψήφιση, τελικά, του προϋπολογισμού και τον εγκαλούν για «μυστική συμφωνία» με τον πρόεδρο Μπάιντεν για χρηματοδότηση, σε εύθετο χρόνο και «ερήμην» του νομοθετικού σώματος, νέας στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, αντί τα κονδύλια αυτά να κατευθυνθούν στη φύλαξη των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού.
Τα σημαινόμενα της τροπής αυτής εντός των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις σε Πολωνία και Σλοβακία και άλλους κεντρο-ευρωπαίους συμμάχους, ενέτειναν τους φόβους για συμπτώματα κόπωσης στη στήριξη της Ουκρανίας.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν έσπευσε την επομένη να δηλώσει καθησυχαστικά ότι η χώρα του «δεν θα απομακρυνθεί» από την Ουκρανία και να διαβεβαιώσει «τους ευρωπαίους συμμάχους, τον αμερικανικό λαό και τον λαό της Ουκρανίας ότι μπορούν να βασίζονται στην υποστήριξη μας».
Την ίδια μέρα, όχι τυχαία, εκδηλώθηκε η αντίδραση των Βρυξελλών, με τον ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, να καλεί τους υπουργούς Εξωτερικών της Ένωσης να συναντηθούν αυθημερόν στο Κίεβο, εκπέμποντας προς κάθε κατεύθυνση μήνυμα στήριξης της Ουκρανίας. «Η στήριξή μας δεν εξαρτάται από την εξέλιξη του πολέμου τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες», δήλωσε καθ’ οδόν προς το Κίεβο ο Μπορέλ, υπογραμμίζοντας ότι η Ε.Ε. δεν αμφιταλαντεύεται στη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας και εγκαλώντας έμμεσα τις ΗΠΑ λίγες ώρες μετά την εξαίρεση της βοήθειας προς την Ουκρανία από το νομοσχέδιο της έκτακτης χρηματοδότησης του ομοσπονδιακού κράτους. «Να δούμε», είπε, «τι θα συμβεί στις ΗΠΑ, όμως εμείς θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την Ουκρανία».
Η ταυτόχρονη αντίδραση, διόλου τυχαία, αποσκοπεί να ανασκευάσει την αίσθηση «ουκρανικής κόπωσης» «ένθεν κακείθεν» του Ατλαντικού ως αποτέλεσμα της οικονομικής καταπόνησης από την παράταση του πολέμου. Η Ουκρανία, που παραμένει απόλυτα εξαρτημένη από την υποστήριξη της Δύσης για να κρατηθεί σε λειτουργία ως κράτος, ασφυκτιά περιμένοντας τα 42,8 δισ. δολάρια που εκκρεμούν ως υπόσχεση των υποστηρικτών της, κυρίως των ΗΠΑ, για το 2024.
Οι σχεδιασμοί της Ρωσίας να διπλασιάσει, σύμφωνα με το Bloomberg, τις αμυντικές τις δαπάνες το 2024 συγκριτικά με το 2021, υποδηλώνοντας έτσι ότι δεν κάμπτεται από τον συνεχιζόμενο πόλεμο, αποσκοπούν ακριβώς στην υποδαύλιση της δυσανεξίας στην παράτασή του. Σχολιάζοντας τη διαφωνία στο Κογκρέσο για το πακέτο στήριξης του Κιέβου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, την χαρακτήρισε «προσωρινό φαινόμενο», που όμως είναι, κατά τον ίδιο, προείκασμα κόπωσης. «Η κόπωση από την εκτός λογικής χρηματοδότηση του Κιέβου», είπε, «θα αυξηθεί σε διάφορες χώρες, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ. Και θα οδηγήσει στη μεγέθυνση των διαφωνιών και στην πολυδιάσπαση».