Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη ότι η ελληνική κοινωνία πάσχει: ο πληθυσμός της επικράτειας δεν έχει καν τη δυνατότητα απλώς να αναπαραχθεί. Οι γεννήσεις έχουν πάρει τον κατήφορο και οι θάνατοι τον ανήφορο, περνώντας το σημείο καμπής, πέρα από το οποίο το χάσμα της ακατάσχετης μείωσης του πληθυσμού διαρκώς διευρύνεται.
Οι υπαίτιοι της κατάστασης που μας κυβερνούν, αρκούνται να επισημάνουν τον «εθνικό κίνδυνο» και να ενισχύσουν κάθε είδους αντιδραστικά σύνδρομα αφήνοντας στο απυρόβλητο τις ρίζες του κοινωνικού προβλήματος.
Το κοινωνικό ζήτημα
Γιατί αυτή είναι η φύση του ζητήματος. Πίσω από τα δημογραφικά στοιχεία κραυγάζει η στατιστική της εξαθλίωσης: 20% του πληθυσμού στη φτώχεια, 18% στο κατώφλι της. Και όσους βρίσκονται λίγο πάνω, τους ρουφάει σαν δίνη η καθημερινή πάλη, με δυο και τρεις δουλειές, για την απλή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμής τους. Πού καιρός να σκεφτούνε καν μήπως στήσουν ένα νέο νοικοκυριό, πού αντοχές να φανταστούν τον εαυτό τους με ένα παιδί, πολύ λιγότερο με δύο.
Πώς αντιμετωπίζουν αυτό τον κόσμο; Με κυνισμό. Το φάρμακο για κάθε νόσο είναι αύξηση του ΑΕΠ, ό,τι κι αν (δεν) σημαίνει αυτό. Ο μαγικός αριθμός του ρυθμού αύξησής του κραδαίνεται κάθε τρίμηνο, για να μας πείσει πως, όταν είναι υψηλός, είναι ψηλά και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Και όταν είναι ψηλά τα κέρδη τους, κάτι θα ωφεληθούν όσοι έχουν την «ατυχία» να βρίσκονται στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και στα χαμηλά μεσαία. Υπομονή, αυτό τους συνιστούν. Και πίστη στη νεοφιλελεύθερη θρησκεία της λιτότητας για τον λαό.
Απαγορεύεται εξ ορισμού οποιαδήποτε αμαρτωλή σκέψη για διαφορετική διανομή του παραγόμενου πλούτου. Ούτε καν για αναδιανομή του μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής. «Δεν αντέχει η οικονομία» ούτε το ένα ούτε το άλλο. (Αν και αντέχει τη σπατάλη των φαραωνικών έργων της Ολυμπιάδας 2004.) Αυτή η οικονομία ζωοδοτείται από την έκρηξη των «φυσιολογικών» οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Μηδενικές προσδοκίες, μηδενικές γεννήσεις
Ταυτόχρονα, συνεχίζουν τη ληστρική εκμετάλλευση της φύσης παρακολουθώντας απαθείς και αδρανείς τη μη αναστρέψιμη καταστροφή των όρων επιβίωσης, συνεχίζοντας απτόητοι τις εξορύξεις και προτιμώντας, ακόμα και την έσχατη ώρα της κλιματικής ανατροπής, τη μεγιστοποίηση του κέρδους από την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Ο κόσμος πνίγεται και τον διαβεβαιώνουν «θα ξαναπνιγείς». Καίγεται και τον καθησυχάζουν «κάθε χρόνο θα καίγεσαι». Τον ρημάζει η ακρίβεια, ο πληθωρισμός της απληστίας και τον φοβερίζουν πως «δεν μπορεί να γίνει τίποτα γι’ αυτό». Τον συμβουλεύουν να μην απαιτεί τίποτα περισσότερο, τίποτα καλύτερο. Να μην προσπαθεί να διευρύνει τα όρια των κοινωνικών οριζόντων. Να μην αγωνιά πώς θα ζήσουν καλύτερα τα παιδιά του. Καλύτερα να μην έχει παιδιά. Τον ποτίζουν με την ιδεολογία της μηδενικής προσδοκίας.
Μαθήματα «πειραγμένης» ιστορίας
Το καινούργιο στη σημερινή συγκυρία είναι ότι ακούμε τα ίδια από φωνές κατά μαχητό τεκμήριο προοδευτικές. Μεθερμηνεύοντας τη σκέψη Κασσελάκη, καθηγητές της Ιστορίας αναλαμβάνουν να την ξαναγράψουν. Τον τσιτάρουν: «Ζούμε σε καπιταλισμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το θέμα είναι να υπάρχουν οι ίδιοι κανόνες για όλους. Σε αυτό πάσχει η Ελλάδα, στην οποία δεν υπάρχει υγιής ανταγωνισμός». Και εξυμνούν τον πολιτικό πραγματισμό του. Κατόπιν σχολιάζουν: «Οι έλληνες ριζοσπάστες και τις δύο φορές που σχημάτισαν κυβέρνηση (σ.σ. 1981, 2015), γνώρισαν τα σκληρά όρια που δεν μπορούσαν να υπερβούν». [ Α. Λιάκος, «Το Βήμα» 1-10-2023]
Αρκεστείτε, λοιπόν, στον «υγιή ανταγωνισμό» κι αφήστε τους ριζοσπαστισμούς. Αυτό είναι το μάθημα ιστορίας που δεχόμαστε –με έντονα στοιχεία πλαστογραφίας. Η ουσία της πολιτικής, όμως, δεν είναι το μοιρολόγημα της ανθρώπινης μοίρας, να μη μπορούμε τάχα ν’ αλλάξουμε ζωή. Είναι η επίμονη προσπάθεια του ανθρώπου να ορίσει έλλογα τη μοίρα του κάνοντας επιλογές ανάμεσα σε εναλλακτικές δυνατότητες που του προσφέρονται ή που διαμορφώνει.
Η αναγκαιότητα του ριζοσπαστικού ρεαλισμού
Αν για τους μοιρολάτρες πραγματιστές η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, για τους ριζοσπάστες ρεαλιστές είναι η τέχνη να κάνεις εφικτό αυτό που φαίνεται ανέφικτο. Να ωθείς πιο πέρα τον ορίζοντα του εφικτού στην πράξη. Η ριζοσπαστική πολιτική δεν είναι προϊόν της εμμονής κάποιων εξημμένων κεφαλών. Είναι ζωτική ανάγκη για την ύπαρξη μιας σύγχρονης κοινωνίας, ενός βίου αξιοβίωτου. Γιατί προτείνει την αλλαγή παραδείγματος από τη στιγμή που παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια των αδιεξόδων, πριν αρχίσουν να φορτώνονται οι συνέπειές τους στον φθίνοντα πληθυσμό.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, εξηγείται η αντίθεση των όψιμων οπαδών του τέλους της ιστορίας προς τους ριζοσπάστες της Αριστεράς. Ιδίως εκείνους που δεν παρακολουθούν τα τεκταινόμενα αναμένοντας «το πλήρωμα του χρόνου», αλλά είναι έτοιμοι να αναλάβουν το μερίδιο και κυβερνητικής ευθύνης με τα απαραίτητα προγραμματικά προτάγματα και τις αναγκαίες συμμαχίες. Να προωθήσουν την ενιαία διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου.
Γίνεται, όμως, ορατή και η αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, της ενίσχυσης της θέσης τους ως ρεύμα της Αριστεράς, των δεσμών τους με τις όμορες δυνάμεις, του αποφασιστικού ρόλου τους στην αλλαγή των δεδομένων, στην αλλαγή των συνθηκών, στην ανάκτηση του παρόντος και του μέλλοντός μας.
Υπήρξαν και υπάρχουν αρκετοί τρόποι να εξασφαλιστεί η ισχυρή ανανεωτική παρουσία της ριζοσπαστικής αντίληψης στην Αριστερά και στο πολιτικό σύστημα. Ανεξάρτητα από το ποιος επικρατεί σε κάθε συγκυρία, ένα είναι βέβαιο: αυτή είναι η ελπίδα του απελπισμένου. Χωρίς αυτή, το μέλλον μιας κοινωνίας, που ήδη αδυνατεί να εξασφαλίσει την απλή αναπαραγωγή της, είναι πιο σκοτεινό και η διεκδίκηση μιας ανώτερης ποιότητας ζωής άπιαστο όνειρο.