Φωτογραφία: Μάριος Λώλος
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές της Κυριακής πλησιάζουν χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Τα προγράμματα, οι διαφορές και οι απολογισμοί βρίσκονται χαμηλά στην ατζέντα της καθημερινότητας. Η ένταση ανάμεσα στους υποψηφίους -με ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν καταγράφεται. Δεν είμαι σίγουρος αν υπεύθυνες για κάτι τέτοιο είναι οι συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις του καλοκαιριού, το συντριπτικό τους αποτέλεσμα, ή τελικά η ίδια η απαξίωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι τελείως καινούριο αν και το παράδοξο δεν μπορείς ποτέ να το συνηθίσεις: Ενώ οι συγκεκριμένες εκλογές είναι οι πιο γειωμένες στην καθημερινότητα και στην εφαρμοσμένη πολιτική ταυτόχρονα δεν έχουν την ίδια ένταση ούτε προκαλούν το ίδιο ενδιαφέρον με τις υπόλοιπες εκλογικές αναμετρήσεις.
Αυτό που στην συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση έχει ενδιαφέρον είναι μια επιβεβαίωση ενός φαινομένου. Απ’ όσο φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις μια σειρά από δημάρχους και τοπικούς άρχοντες που κρίθηκαν από τα γεγονότα ως παντελώς ανίκανοι -αν όχι επικίνδυνοι- πρόκειται να εκλεχθούν ξανά. Οι πρόσφατες καταιγίδες και οι πλημμύρες που τις διαδέχτηκαν απέδειξαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την παντελή έλλειψη μέριμνας και σχεδιασμού των πόλεων και των μικρότερων τοπικών κοινωνιών. Σε μια εποχή αυξημένων απαιτήσεων οι μηχανισμοί πρόληψης και μέριμνας παρουσιάστηκαν ξηλωμένοι. Με αποτέλεσμα την απόλυτη καταστροφή. Το συντριπτικό αυτό γεγονός ήρθε, σε μια σειρά από περιπτώσεις, να προστεθεί στην καθημερινή απαξίωση και ταλαιπωρία. Απ’ όσο όμως φαίνεται κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό ώστε να αλλάξει ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Αυτοί που ήταν να ψηφιστούν, θα ψηφιστούν ξανά.
Το φαινόμενο λοιπόν που παρατηρούμε είναι μια διάρρηξη της σχέσεως αιτίας και αποτελέσματος. Μια λογική ασυνέπεια στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ψήφος του πολίτη. Πως γίνεται ένας δήμαρχος που κάθε μέρα επιβεβαιώνει πως είναι ανίκανος (ξανά: αν όχι επικίνδυνος) αντί να τιμωρείται να επιβραβεύεται και να καλείται να συνεχίσει ένα έργο που κάθε μέρα αποδεικνύεται καταστροφικό; Πως γίνεται η ισοπέδωση να μην λειτουργεί ως παράμετρος στην επιλογή; Πως γίνεται η πολιτική στην πιο βιωμένη εκδοχή της να αποσπάται από την ψήφο;
Είναι η εξάντληση των ψηφοφόρων; Είναι αποτύπωση μια γενικευμένης απαξίωσης και απογοήτευσης; Είναι ένα δίκτυο παραπληροφόρησης, παροχών και τοπικών συμφερόντων; Είναι η έλλειψη σοβαρής αντιπολίτευσης και ξεκάθαρων εναλλακτικών προτάσεων; Είναι μάλλον όλα αυτά. Αλλά όλα αυτά δεν μοιάζουν αρκετά ώστε να δικαιολογήσουν τα αποτελέσματα που περιμένουμε σε δήμους όπως αυτός της Αθήνας ή του Βόλου.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές έρχονται να επιβεβαιώσουν ένα φαινόμενο που ήταν ήδη ξεκάθαρο και στις βουλευτικές εκλογές. Φαινόμενα όπως η σαρωτική επανεκλογή του Κώστα Αχ. Καραμανλή μετά το έγκλημα των Τεμπών, ή ακόμα και η εκλογή της ίδιας της Νέας Δημοκρατίας μετά από μια περίοδο κοινωνικής κρίσης, διάλυσης του τομέα της υγείας και γενικευμένης φτωχοποίησης δεν περιγράφουν μόνο μια κυνική στάση ή μια στιγμιαία απαξίωση του πολιτικού προσωπικού. Είναι φαινόμενα που περιγράφουν -όπως και τα επικείμενα αποτελέσματα της Κυριακής- ένα πρόβλημα πιο βαθύ στους όρους με τους οποίους λειτουργεί η κοινωνία, στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, τις ελευθερίες και τις υποχρεώσεις της.
Είναι η ίδια η παρακμή της εκλογικής διαδικασίας. Είναι η υποτίμηση της δημοκρατικής λειτουργίας. Είναι το τέλος της πολιτικής.