Ερχόταν συχνά στα γραφεία μας, στην Ακαδημίας. Μία ηλικιωμένη συντρόφισσα αναγνώστριά μας, να μας δώσει τη συνδρομή της και να κουβεντιάσουμε. Η κουβέντα μαζί της, πάντα ενδιαφέρουσα, αποκάλυπτε έναν άνθρωπο βαθύτατα σκεπτόμενο με σεμνό και πειστικό ενδιαφέρον, αγωνία θα έλεγα, για τα συμβαίνοντα στην Αριστερά, την Ανανεωτική Κομμουνιστική Αριστερά που την ακολούθησε και τη στήριζε σταθερά σ’ όλες τις –δύσκολες– φάσεις της. Σε αποχαιρετούμε, συντρόφισσα, και σε ευχαριστούμε που, με τις γνώσεις σου, τις εμπειρίες και την ευαισθησία σου, αναγνώριζες στην προσπάθεια της εφημερίδας μας κάτι και από τη δική σου διαδρομή. Κάθε φορά που αποχαιρετούμε μία τέτοια προσωπικότητα, θυμάμαι αυτό που είπε, μετά το τέλος μιας επίσκεψης–συζήτησής της στην «Εποχή» ο Μπ. Γ.: «Το καλούπι που έβγαζε τέτοιους ανθρώπους έχει σπάσει». Ποια, ποιος δεν βλέπει πια αυτή την οδυνηρή αλήθεια; Εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας στα παιδιά της και τα εγγόνια της. Δημοσιεύουμε τον επικήδειο της Μίνας Αντωνίου.
Π. Κλ.
Γνωρίζεις έναν άνθρωπο σε όλη σου τη ζωή και ξαφνικά μια μέρα τον αποχαιρετάς για πάντα. Κι αυτό το πάντα σε κάνει να σαστίζεις. Θέλεις να χωρέσεις στον ύστατο χαιρετισμό αυτά που νιώθεις, αυτά που σκέφτεσαι, εκείνα που σου είπε κι αυτά που είπες εσύ και ίσως όσα δεν πρόλαβες να πεις.
Σήμερα αποχαιρετούμε τη μαμά του Δημήτρη και της Λήδας, την κυρία Ολυμπία, όπως την ξέραμε και την αποκαλούσαμε. Η κ. Ολυμπία δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής της.
Σχεδόν παιδί, μόλις δεκατριών χρονών, πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση στα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής. Κι ακόμα κι όταν χρειάστηκε να συγκρουστεί με κάποιους από την οικογένειά της, συνέχισε τον αγώνα, μαζί με τις αδελφές της αρχικά και αργότερα και με τον σύντροφό της, τον Ντίνο.
Οι αγώνες της Αριστεράς στους οποίους συμμετείχε με κάθε τρόπο, κι ας την οδήγησαν στις φυλακές Αβέρωφ με άλλες της συντρόφισσες μετά τον εμφύλιο, της χάρισαν μια ζωή ουσιαστική, όπως εξομολογούνταν η ίδια. Γιατί δεν ήταν μόνο κυνηγητό, στερήσεις, βάσανα και φυλακίσεις η ζωή της, είχε και μεγάλη ικανοποίηση. Ξαφνιάζει ίσως, όταν μέσα σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες, μπορεί κανείς να βρίσκει χαρά. Κι όμως η ίδια έλεγε ότι εκείνα ήταν τα καλύτερά της χρόνια, επειδή, μαζί με τις συναγωνίστριες και τους συναγωνιστές της, πίστευαν με όλη τη δύναμη της νεανικής τους ορμής στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου που θα ανοιγόταν μπροστά τους με την απελευθέρωση.
Κι αν η πραγματοποίηση αυτού του οράματος αργούσε, ο δικός της αγώνας συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ‘50 όταν σπούδασε νομικά, με άπειρες στερήσεις, έχοντας πάντα ως αίτημα και στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα από τη δουλειά της ως δικηγόρος ήταν πάντα δίπλα σε όσους την είχαν ανάγκη, να υπερασπίζεται τους αδύνατους, όπως θα λέγαμε μικροί, χωρίς να την ενδιαφέρει το κέρδος. Ως συνδικαλίστρια συμμετείχε σε διεκδικήσεις του δικηγορικού συλλόγου μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας της. Το γραφείο της ήταν το δεύτερο σπίτι της, κι όπως είπε κάποτε «για μένα η πιο μεγάλη λογοτεχνική απόλαυση είναι η μελέτη μιας δικογραφίας».
Ανήσυχο πνεύμα και καλλιεργημένος άνθρωπος διάβαζε πολύ και παρακολουθούσε ανελλιπώς τις πολιτικές εξελίξεις, συμμετέχοντας όπου ήταν δυνατόν ακόμα κι αν η ηλικία προχωρούσε και δεν της επέτρεπε προφανώς να δρα όπως παλιότερα.
Όμως ίσως το πιο συγκινητικό χαρακτηριστικό της, εκείνο που σ’ έκανε να την εκτιμάς απεριόριστα, ήταν το ήθος της κι από κοντά, η καλοσύνη της και η ανθρωπιά της, που φαίνονταν και στον τρόπο που διάβαζε κυριολεκτικά και μεταφορικά τις δικογραφίες της. Δεν την ενδιέφερε σ’ αυτές μόνο το νομικό μέρος, η άρτια διεκπεραίωση της υπόθεσης. Ήξερε, όταν χρειαζόταν, να διαβάζει πίσω από τις τυπικές γραμμές, να ανακαλύπτει την ανθρώπινη διάσταση και να την υπηρετεί. Κι αυτή η ευαισθησία είναι σπάνια αρετή.
Στο καλό κ. Ολυμπία, θα σε θυμόμαστε και θα μιλούμε για σένα με τον Δημήτρη και τη Λήδα όταν συναντιόμαστε. Είμαστε τυχεροί που συναντήσαμε έναν άνθρωπο σαν κι εσένα στη ζωή μας.