Δεν υπάρχει περίπτωση τους τελευταίους μήνες να περάσει μέρα χωρίς να προκύψει μία σοβαρή είδηση από τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας που τις περισσότερες φορές θα έχει σχέση με τις ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Θα έλεγε κανείς ότι το φαινόμενο είναι σχεδόν καθημερινό και αφορά κυρίως (αλλά όχι μόνο) τα νοσοκομεία της περιφέρειας τα οποία γνωρίζουν μία πρωτοφανή εγκατάλειψη στα χρόνια του ΕΣΥ. Η συνήθης εξέλιξη; Αναστολή των τακτικών χειρουργείων στα συγκεκριμένα νοσοκομεία.
Ο λόγος είναι απλός. Χειρουργεία χωρίς αναισθησιολόγους δεν μπορεί να γίνουν και αναισθησιολόγοι στη χώρα δεν υπάρχουν, είναι ιατρική ειδικότητα (κρίσιμη αλλά) εν ανεπαρκεία. Οι δυσκολίες της ειδικότητας, η ευθύνη που αυτή συνεπάγεται και οι κατά γενική ομολογία άθλιοι μισθοί του ΕΣΥ συνιστούν τροχοπέδη έτσι ώστε να αυξηθεί ο αριθμός τους στο άμεσο μέλλον. Είναι, δε, δεδομένο ότι αρκετοί Ελληνες αναισθησιολόγοι προτιμούν να εργάζονται στο εξωτερικό, όπου οι μισθοί αλλά και οι συνθήκες εργασίας είναι κατά πολύ καλύτερες σε σχέση με τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία. Ακόμα και ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα αρχίζει να παρουσιάζει πλεονεκτήματα για ένα γιατρό σε σχέση με το ΕΣΥ αποσπώντας προσωπικό το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα προτιμούσε το ΕΣΥ και τα όποια πλεονεκτήματά του ως προς την απασχόληση.
Με την αναστολή των τακτικών χειρουργείων (τελευταίο παράδειγμα το Βενιζέλειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου στην Κρήτη) επιτυγχάνεται το στοιχειώδες. Να μην αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα το κάθε νοσοκομείο στην αντιμετώπιση των έκτακτων χειρουργικών περιστατικών. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν προγραμματίσει την επέμβασή τους στα δημόσια νοσοκομεία; "Αν ζήσουν, θα την κάνουν" τόνισε χαρακτηριστικά στην "Εποχή" άνθρωπος με γνώση της κατάστασης στα ελληνικά νοσοκομεία σήμερα. Οι καθυστερήσεις, πολλές φορές πολύμηνες, είναι δεδομένες και το ρίσκο για την υγεία των ασθενών πασιφανές. Και, τέλος πάντων, όσοι διαθέτουν χρήματα για να χειρουργηθούν είτε σε απογευματινές βάρδιες είτε στον ιδιωτικό τομέα, μία λύση θα την βρουν. Οι υπόλοιποι;
Μεγάλη η κόπωση και η πίεση στο προσωπικό
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι το προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων έδωσε μία τεράστια μάχη τα προηγούμενα τρία χρόνια εναντίον του Covid-19. Η μάχη αυτή είχε συνέπειες. Η κόπωση του προσωπικού, ιδιαίτερα του νοσηλευτικού, είναι βαριά και διαρκής ενώ οι όποιες προσλήψεις δεν ενισχύουν το δυναμικό των νοσοκομείων, απλά αναπληρώνουν τα κενά που προκύπτουν από συνταξιοδοτήσεις και παραιτήσεις (και τα οποία αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα πέντε χρόνια αφού μεγάλο μέρους του προσωπικού βρίσκεται κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης).
Νοσηλευτικό προσωπικό κουρασμένο συνεπάγεται, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, και μειωμένο επίπεδο παροχής υπηρεσιών. Τι καλό μπορεί να κάνει ένας νοσηλευτής ή μία νοσηλεύτρια όταν "χρεώνεται" δεκάδες κρεβάτια ο καθένας και η καθεμία και πως μπορεί να εξυπηρετήσει κανείς με ταχύτητα και ποιότητα στα ΤΕΠ όταν ο χρόνος αναμονής μπορεί να ξεπεράσει και τις πέντε ώρες αφού τα περιστατικά είναι κάθε μέρα εκατοντάδες;
Και μιλώντας για τον Covid-19, ο κίνδυνος είναι ακόμη εδώ, κάθε άλλο παρά έχει ξεπεραστεί. Ο ιός τους τελευταίους μήνες, κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του και "στοχεύει" κυρίως αυτούς που έχουν προβλήματα υγείας, τους ηλικιωμένους, τους ανοσοκατεσταλμένους. Όπως βεβαιώνουν ιατρικές πηγές στην "Εποχή", ίσως δεν είμαστε μακριά από ένα κύμα επιδημίας που θα φέρει και πάλι μεγάλη πίεση στα δημόσια νοσοκομεία. Και κακά τα ψέματα, πολλά από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ιδίως αυτά της περιφέρειας, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν στους αρρώστους την καλύτερα δυνατή νοσηλεία, ιδιαίτερα αν μιλάμε για τις ΜΕΘ, διότι λείπει και το προσωπικό και ο σύγχρονος εξοπλισμός. Φάνηκε, άλλωστε, αυτό και κατά τη διάρκεια της πανδημίας και καταγράφηκε στα δεδομένα της μελέτης των Λύτρα και Τσιόδρα την οποία ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε πριν από δύο χρόνια στη Βουλή ότι δεν την είχε διαβάσει ενώ βρισκόταν στο γραφείο του.
Γενικότερα, η πανδημία ανέδειξε τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το ΕΣΥ και τα οποία η κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί έτσι ώστε να φέρει ακόμη πιο κοντά στο Δημόσιο Σύστημα τον ιδιωτικό τομέα και τα ισχυρότατα συμφέροντα που κρύβονται πίσω απ' αυτόν. Είναι, άρα, σαφές ότι οι περαιτέρω υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, θα δώσει το άλλοθι στην κυβέρνηση για ακόμη πιο αντιδραστικές αλλαγές στη δομή του ΕΣΥ και ίσως, κατά τόπους, την πλήρη κατάργησή του, τουλάχιστον de facto. Kαι όλα αυτά ενώ ο ζόφος των προηγούμενων τριών ετών κατέδειξε ότι ένα σύγχρονο, αυτοτελές και δυνατό ΕΣΥ αποτελεί μονόδρομο για την αντιμετώπιση μαζικών πανδημικών φαινομένων που δεν αποκλείεται να προκύψουν και πάλι.
Σοβαρές ελλείψεις στην αγορά του φαρμάκου
Παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Υγείας διαψεύδει ότι υπάρχουν ελλείψεις στην αγορά των φαρμάκων, η πραγματικότητα αποδεικνύεται τελείως διαφορετική και οδυνηρή για πολλούς ασθενείς. Και αυτό γιατί καταγράφονται σαφείς ελλείψεις σε φάρμακα απολύτως κρίσιμα όπως τα παιδικά αντιβιωτικά, τα αντιδιαβητικά, τα αντιυπερταστικά, ακόμα και τα αντικαρκινικά.
Πρόσφατη καταγραφή έδειξε ότι παρουσιάζουν ελλείψεις τα κάτωθι (όπως την κατέγραψε το news24/7 πριν μία εβδομάδα):
• Αμοξυκιλλίνη, σιρόπι των 500 mg (αντιβίωση) για παιδιά και δεν υπάρχει αντίγραφο (γενόσημο)
• Αμοξυκιλλίνη + κλαβουλανικό οξύ, σιρόπι των 457 mg (αντιβίωση) για παιδιά και δεν υπάρχει αντίγραφο
• Κρέμα προπιονική κλομπεταζόλη (για δερματίτιδες) για όλες τις ηλικίες σε μακροχρόνια έλλειψη και δεν υπάρχει αντίγραφο
• Τομπραμικήνη + κορτιζόλη, αντιβίωση για τα μάτια (γενικά τα κολλύρια) και δεν υπάρχει αντίγραφο
• Χοριακή γοναδοτροπίνη Α (για υποβοηθούμενη αναπαραγωγή) και δεν υπάρχει αντίγραφο
• Ντουλαγλουτίδη (για τον διαβήτη) και δεν υπάρχει αντίγραφο
• Λετροζόλη (για καρκινοπαθείς), για το οποίο υπάρχουν γενόσημα, όμως οι γιατροί επιμένουν στο πρωτότυπο
• Βαλσαρτάνη + αμλοδιπίνη (για την υπέρταση). Υπάρχουν παρόμοια φάρμακα, αλλά όχι ακριβώς το ίδιο και οι καρδιολόγοι είναι αυστηροί με τη ρύθμιση της πίεση και οι ασθενείς δεν ρυθμίζονται εύκολα με παρόμοια φάρμακα.
Το γεγονός ότι σε πολλά από τα φάρμακα τα οποία παρουσιάζουν έλλειψη δεν υπάρχει στην Ελλάδα γενόσημο καταδεικνύει ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και ότι το αρμόδιο Υπουργείο την υποτιμά. Εκτός αυτού φαίνεται ότι στην ελληνική αγορά καταγράφονται συγκεκριμένες στρεβλώσεις που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Η ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία έχει συγκεκριμένες δυνατότητες και δεν μπορεί να προχωρήσει στην παραγωγή όλων των απαραίτητων γενοσήμων, ενώ οι απαγορεύσεις στις εξαγωγές δεν φαίνεται ότι αποδίδουν ως προς την επάρκεια των φαρμάκων στη χώρα.
Παράλληλα, πρέπει να θεωρούνται δεδομένες οι ελλείψεις στις πρώτες ύλες των φαρμάκων, γεγονός που καθιστά τα πρόβλημα παγκόσμιο. Αφού αυτές προέρχονται από χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα και αφού ακόμα ο αντίκτυπος της πανδημίας του Covid-19 αφήνει αποτυπώματα, το πρόβλημα αυτό είναι δύσκολο να βρει τη λύση τους τα αμέσως επόμενα χρόνια. Και αν λάβεις κανείς υπόψη ότι ένα φάρμακο χρειάζεται δεκάδες ουσίες για να παραχθεί και να έχει αποτέλεσμα κλινικά αναγνωρισμένο και τσεκαρισμένο, τότε συνειδητοποιεί και το σύνθετο του γενικότερου προβλήματος που πάντως δεν “αθωώνει” τον κυβερνητικό στρουθοκαμηλισμό.