Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης του Γκόραν Θέρμπορν στο ετήσιο περιοδικό του transform!, την οποία δημοσιεύσαμε το προηγούμενο Σάββατο, ο σουηδός μαρξιστής κοινωνιολόγος επικέντρωσε την προσοχή του κυρίως σε δύο θέματα. Το πρώτο αφορούσε τη σημασία του ελέγχου του κράτους για την πραγματοποίηση ριζικών μετασχηματισμών, γεγονός που έχει αποδειχθεί από την ιστορική εμπειρία.

Το δεύτερο, πιο θεωρητικό αυτό, αναφερόταν στην ανάγκη διεύρυνσης του ορισμού του Πουλαντζά για το κράτος ως υλικής συμπύκνωσης του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων (καθώς και της εθνικής κουλτούρας και της ιστορίας του), αλλά και ως υλικής διάθλασης της θέσης και της ιστορίας του στο γεωπολιτικό διακρατικό σύστημα κάθε εποχής.

Στη βάση αυτού του διευρυμένου ορισμού, η αυτόνομη άσκηση πολιτικής των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών περιορίζεται και από ορισμένους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγαλύτερων από αυτά τα κράτη, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι απόψεις του Θέρμπορν για τον ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο φύλλο, συμπληρώνονται στο τωρινό με όσα γράφει για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της συνέντευξης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι σκέψεις του για την υποχώρηση τής υπό την αμερικανική ηγεμονία νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης –με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναδιπλώνονται στον λεγόμενο «παρεοκρατικό καπιταλισμό», για τη σύνδεση των καπιταλιστικών κρατών με το ψηφιακό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, για τον πράσινο καπιταλισμό που προωθούν διεθνώς η σοσιαλδημοκρατία και η «πεφωτισμένη» Δεξιά, καθώς και για τις ευκαιρίες που ανοίγονται στις δυνάμεις της Αριστεράς να συνδυάσουν την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με τον οικονομικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

 

Χ. Γο.

 

 

Μας είπατε προηγουμένως ότι, εκτός από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, τις πολιτικές των επιμέρους κρατών επηρεάζουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Μπορείτε να μας εξηγήσετε με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Γερμανία και η Γαλλία κάνουν σχεδόν ό,τι θέλουν, είναι ένα μεγάλο φιλελεύθερο σχέδιο, που βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο, την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και την ελεύθερη μετακίνηση των κατοίκων στο εσωτερικό της, το οποίο όμως υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές ανησυχίες των ευρωπαϊκών πληθυσμών. Άλλωστε, οι κυβερνώντες στα κράτη μέλη θέλουν την επανεκλογή τους. Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις η ΕΕ αυτοπροβάλλεται ως ένας οργανισμός που προωθεί την ειρήνη. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα αυτό να φανεί στην πράξη, αποδείχτηκε απρόθυμη ή ανίκανη να αποτρέψει τους πολέμους που οδήγησαν στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, να δεσμευτεί στην εφαρμογή της Συμφωνίας του Μινσκ για την αυτονομία της ανατολικής Ουκρανίας και να σταματήσει την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για επέκταση του ΝΑΤΟ και των στρατιωτικών βάσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τη ρωσική εισβολή, η ΕΕ αποφάσισε να συμμετάσχει και αυτή στον πόλεμο, μετατρεπόμενη σε μια γεωπολιτική οικονομική πολεμική μηχανή επιβολής συνεχώς κλιμακούμενων «κυρώσεων».

Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως ένας αντικομμουνιστικός στρατιωτικός οργανισμός του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος δεν χρειάστηκε ποτέ να υπερασπιστεί κάποια χώρα μέλος του από εξωτερική επίθεση, αλλά συμμετείχε στις εισβολές στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη. Ανέπτυξε έναν διεθνή μυστικό μηχανισμό υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες εσωτερικές απειλές κατά της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, καθώς και για να λειτουργήσει ως δύναμη υποστήριξης στα μετόπισθεν (stay-behind force) σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, όπως αποδείχτηκε από την «Επιχείρηση Gladio»1. Η Gladio επισήμως διαλύθηκε το l990, αλλά η ευθυγράμμιση του ΝΑΤΟ με την αμερικανική υπερδύναμη ενίσχυσε το «παρακράτος» σε μια σειρά από χώρες, το οποίο λειτουργούσε –κάτω από το ραντάρ της δημοκρατίας– υπό την καθοδήγηση του Πενταγώνου και της CIA, αποτελούμενο από στρατιωτικούς, ασφαλίτες, κατασκόπους, πράκτορες, «αναλυτές σε θέματα ασφάλειας» και κάποιους επιλεγμένους πολιτικούς.

Όμως, τα πιο επικίνδυνο παρακράτος είναι η Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, που σχεδιάζει, υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών φυσικά, ποιες περιοχές της Ρωσίας και της Κίνας θα αφανιστούν σε έναν μελλοντικό πυρηνικό πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αίτηση της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ συνοδεύτηκε από ένα νέο νόμο που δίνει στο κράτος το δικαίωμα να κλείνει τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια που θεωρούνται επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια, και να προχωρήσει σε αλλαγή του Συντάγματος η οποία θα καθιστά δυνατή την παραπομπή ατόμων για κατασκοπεία στην περίπτωση που δημοσιοποιήσουν πληροφορίες που βλάπτουν τις συμμαχικές δυνάμεις και τις μεταξύ τους σχέσεις.

 

Παρά τον κυρίαρχο λόγο για την «παγκοσμιοποίηση», σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι προϊόν της «τεχνολογικής αλλαγής» ή/και μιας αυτόνομης αλλαγής στις σχέσεις παραγωγής, η οποία οδήγησε στη μείωση του ρόλου του εθνικού καπιταλιστικού κράτους και στη σταδιακή εξαφάνισή του, το τελευταίο ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι παρόν στις κοινωνίες στο ορατό μέλλον. Τα μεγάλα κράτη, κυρίως οι ΗΠΑ, ήταν αυτά που δημιούργησαν και επέβαλαν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσω των εθνικών νομοθεσιών, του αυταρχισμού, των διεθνών οργανισμών, του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία Covid, και ύστερα από σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το κράτος παρεμβαίνει εκ νέου στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυτή τη φορά με ένα θετικό τρόπο. Θεωρείτε αυτή την εξέλιξη ως μια ήττα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να ωφελήσει τη χειραφετητική αντικαπιταλιστική υπόθεση της Αριστεράς, ή μήπως υπάρχει ο κίνδυνος αυτή να οδηγήσει στην επικράτηση του δεξιού και ακροδεξιού εθνικισμού;

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έχει εξουδετερωθεί από τη γεωπολιτική της υπεροχής της Δύσης. Το ελεύθερο εμπόριο, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού έχουν πια παραμεριστεί ως προτεραιότητες από την εθνική ασφάλεια, την οικονομική απεξάρτηση και την εθνική ισχύ. Την δεκαετία του 2010, η ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών διαπίστωσε ότι οι Κινέζοι ήταν αυτοί που κέρδιζαν το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα έγινε η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με βάση τη σταθμισμένη αγοραστική δύναμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς των ΗΠΑ επανήλθε στο παλιό παιχνίδι της αυτοκρατορικής γεωπολιτικής. Τώρα, τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται στη διατήρηση της αμερικανικής τεχνολογικής και στρατιωτικής υπεροχής.

Το τέλος της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχή του τέλους 500 χρόνων παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης, και της παρακμής της ευρωαμερικανικής λευκής χριστιανικής δυναστείας που κυβέρνησε τον κόσμο για σχεδόν μισή χιλιετία. Η αμερικανική ελίτ συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πλέον να προσδοκά ότι θα κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και κάνει μια στρατηγική υποχώρηση. Αντί να επιδιώκουν την κυριαρχία σε οικονομικό επίπεδο μέσω μιας οικουμενικής αγοραίας τάξης πραγμάτων που «δεσμεύεται από κανόνες», οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδιπλώνονται σε αυτό που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι μέχρι ονομάζουν «παρεοκρατικό καπιταλισμό» ή «καπιταλισμό των κολλητών», ο οποίος οχυρώνεται σε έναν υπο-παγκόσμιο κύκλο φιλικών χωρών.

Η παγκόσμια επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιθανό να συνεχίσει να υποχωρεί, και η ασιατική, όχι μόνο η κινεζική, επιρροή να συνεχίσει να αυξάνεται. Αλλά ούτε ο τρόπος, ούτε ο χρόνος του τέλους της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ μπορούν να προβλεφθούν, ούτε και τι θα διαδεχθεί τη δυτική δυναστεία. Δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η διάδοχη κατάσταση να είναι μια παγκόσμια δημοκρατία.

Η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού έχει δεχθεί δύο μεγάλα πλήγματα: την πανδημία και τις γεωπολιτικές προκλήσεις. Το κράτος δεν είναι πλέον «το πρόβλημα», όπως διακήρυττε κάποτε ο Ρήγκαν, αλλά η λύση στα μεγάλα προβλήματα: τις πανδημίες, τις πολεμικές κινητοποιήσεις κατά της Ρωσίας και της Κίνας, την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται σαφώς για μια ήττα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά σίγουρα όχι για μια νίκη του ακροδεξιού εθνικισμού.

Προς το τέλος της πανδημίας, φάνηκε ότι αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει μια οικολογική αλλαγή και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ιδέες για μια «Πράσινη Νέα Συμφωνία» κέρδιζαν έδαφος, η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργαζόταν ένα νέο σχέδιο χρηματοδότησης των μεταρρυθμίσεων στα κράτη μέλη, η πεφωτισμένη αστική τάξη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους συντάκτες των Financial Times και τον διευθυντή του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, Κλάους Σβαμπ, πρότεινε και (ο Σβαμπ) προέβλεπε την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής εξισωτικής κοινωνικής αλλαγής. Όμως, οι αγγλοσαξονικές Νέες Συμφωνίες εμποδίστηκαν από τις εγχώριες πολιτικές και η διεθνής μεταρρυθμιστική ατζέντα ανατράπηκε από τη γεωπολιτική εποχή των παγετώνων, που εγκαθιδρύθηκε με αυξανόμενη ταχύτητα από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αυτός που ενισχύεται, δεν είναι τόσο ο ακροδεξιός εθνικισμός, όσο ο ακροδεξιός και κεντρώος διεθνισμός, που αποτυπώνεται στην αυξανόμενη παν-δυτική σινοφοβία και την πανευρωπαϊκή ρωσοφοβία, με τον επικεφαλής των εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ να διαχωρίζει τον κόσμο σε έναν ευρωπαϊκό (και συμμαχικό) «κήπο» και σε μια «ζούγκλα» του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και με τις αγωνιώδεις προσπάθειες του καθεστώτος Μπάιντεν να δημιουργήσει δύο παγκόσμια μπλοκ, ένα με συμμάχους–εταίρους και ένα με εχθρικούς στόχους στους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία πουθενά δεν φαίνονται κάποια σημάδια ενίσχυσης μιας χειραφετητικής αντικαπιταλιστικής πορείας.

 

Υπάρχουν κάποια παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, παραδείγματα κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας από κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς ή συμμετοχής σ’ αυτήν από τη θέση του ελάσσονος εταίρου. Αναφέρω ενδεικτικά τη βραχυχρόνια κυβέρνηση συνεργασίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1980, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (σε συνεργασία με το μικρό δεξιό κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες) στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2019, καθώς και τη συμμετοχή των UNIDAS PODEMOS στην κυβέρνηση υπό τον σοσιαλιστή Σάντσεθ στην Ισπανία την περίοδο 2020-2023. Με βάση αυτές και άλλες εμπειρίες, όπως π.χ. από τις Βόρειες Χώρες, σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η κυβερνώσα ή η συμμετέχουσα σε πλουραλιστικές κυβερνήσεις ριζοσπαστική Αριστερά, ειδικά σε μικρές ή μεσαίες χώρες της Ευρώπης μπορεί να υπηρετήσει τον στρατηγικό της στόχο σταδιακής υπέρβασης του καπιταλισμού; Μήπως, το πιθανότερο αποτέλεσμα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ο μετασχηματισμός των ριζοσπαστικών κομμάτων που κυβερνούν σε ακίνδυνες πολιτικές δυνάμεις; Θα μπορούσε η κατάσταση να είναι διαφορετική σε μεγάλες χώρες ή σε χώρες άλλων περιοχών του πλανήτη, για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική;

Στο ορατό μέλλον, δεν υπάρχει η δυνατότητα ριζικών προοδευτικών µετασχηµατισµών σε οποιαδήποτε περιοχή της Ευρώπης. Αντιθέτως, ολόκληρη η ήπειρος οπισθοδρομεί, καταφεύγοντας στη στρατιωτικοποίηση, την ξενοφοβία, τη λογοκρισία, καθώς και σε μια σαδο-φιλελεύθερη τιμωρητική επιχείρηση. Οι προοδευτικές δυνάμεις που έχουν απομείνει, πρέπει να παλέψουν για την επιβίωσή τους. Στη Λατινική Αμερική έχει δημιουργηθεί κάποιος χώρος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και για μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Αλλά ο κοινωνικός χώρος είναι σαφώς μικρότερος από εκείνον της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα. Η Αφρική και η Ασία απεγκλωβίζονται από τη μέγγενη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι κοινωνικές προοπτικές σ' αυτές τις περιοχές του κόσμου είναι πολύ ασαφείς.

 

Κατά την γνώμη σας ισχύει η άποψη ότι τα καπιταλιστικά κράτη είναι συνδεδεμένα με το χρηματοπιστωτικό και το ψηφιακό κεφάλαιο; Και μπορεί η Αριστερά να σπάσει αυτή τη διασύνδεση;

Ναι, όντως συμβαίνει αυτό. Οι κρατικές πολιτικές και η κρατική χρηματοδότηση επέτρεψαν και προώθησαν την ψηφιακή επανάσταση, άνοιξαν τις στρόφιγγες για τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και επενέβησαν για να διασώσουν τους κερδοσκόπους στις περιπτώσεις οικονομικής κατάρρευσης. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το κεφάλαιο υψηλής τεχνολογίας συγκροτούν τον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού και ο δεσμός τους με το κράτος-προστάτη τους είναι άρρηκτος στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως, είναι εφικτό να δημιουργηθεί μια ισχυρή αριστερή ψηφιακή υποδομή και αριστερά κοινωνικά δίκτυα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Στον αιώνα που ζούμε η ψηφιακή κινητοποίηση αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο τόσο της εξουσίας, όσο και της αντι-εξουσίας. Δυστυχώς, στις δημοκρατικές χώρες αυτό το εργαλείο έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής με μεγαλύτερη επιτυχία από ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο.

 

Μπορεί η κυβερνώσα Αριστερά να αμφισβητήσει την υποταγή του κράτους στις διαθέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση;

Η αντίσταση στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πολύ δύσκολη, γιατί κοστίζει πολύ ακριβά, δεδομένου ότι μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση του νομίσματος, μείωση της δυνατότητας δανεισμού ή ακόμα και αποκλεισμό από τις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα τη βραχυπρόθεσμη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Για να μπορέσει να αντισταθεί κάποιος σ’ αυτές τις πιέσεις, πρέπει να έχει το σθένος του Λένιν ή του Φιντέλ Κάστρο, και τη στήριξη μιας ομάδας άλλων κρατών.

Πάντως, η σχέση των χρηματαγορών με την κλιματική κρίση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είναι εξ ορισμού προστάτης της παραγωγής που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπάρχει κάποια εγγενής σύνδεση των συμφερόντων τους, αν και πολλοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων (asset managers) έχουν επενδύσεις σε εταιρείες παραγωγής υδρογονανθράκων. Ένα σημαντικό τμήμα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχει εκφράσει την υποστήριξή του στη μετάβαση σε έναν καπιταλισμό χωρίς ορυκτά καύσιμα. Η πίεση του κεφαλαίου κατά της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι πιο πιθανό να προέλθει –και ήδη προέρχεται– από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων παρά από τη χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Η δυνατότητα προσαρμογής του κεφαλαίου σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων μένει να φανεί. Αλλά η Αριστερά καλό είναι να γνωρίζει ότι ο πράσινος καπιταλισμός δεν είναι αδιανόητος και ότι αποτελεί την επιδίωξη τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της πεφωτισμένης Δεξιάς. Όμως, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και ως εκ τούτου οι δυνάμεις της Αριστεράς είναι πολύ πιθανόν να έχουν αρκετές ευκαιρίες να πιέσουν για εναλλακτικές λύσεις που θα συνδυάζουν την ενεργειακή μετάβαση με τον οικονομικό μετασχηματισμό.

 

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

 

 

Σημειώσεις:

1. ΣτΕ: Η Επιχείρηση Γκλάντιο (Operation Gladio‎) είναι η κωδική ονομασία μιας μυστικής παρακρατικής-παραστρατιωτικής επιχείρησης του ΝΑΤΟ και της CIA, που οργανώθηκε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σε συνεργασία με διάφορες εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών με στόχο την αποτροπή εγκαθίδρυσης στη Δυτική Ευρώπη κομμουνιστικών καθεστώτων, ή/και στην περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε, την οργάνωση ένοπλης αντίστασης από ειδικές δυνάμεις των μετόπισθεν (stay behind forces). Η δράση της ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά στην Ιταλία, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή είχε επεκταθεί και σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με δυτικοευρωπαίους ερευνητές, η Επιχείρηση Gladio περιλάμβανε τη χρήση δολοφονιών, ψυχολογικού πολέμου και ενεργειών που αποδίδονταν στους αντιπάλους του ΝΑΤΟ με στόχο την απονομιμοποίηση των κομμουνιστικών και κάποιων αριστερών κομμάτων, ενώ έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει αντικομμουνιστικές πολιτοφυλακές που βασάνισαν και δολοφόνησαν κομμουνιστές.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet