«Ψαροκαλύβα στα ραγάζια», Σ. Ζιώγας, λάδι, 1991
Αυτές τις μέρες των καταστροφικών πλημμυρών στο Θεσσαλικό κάμπο επανέρχεται πιο έντονα στη σκέψη μας μια σημαντική ερευνητική συμβολή του ΕΚΚΕ, η μελέτη της Ελένης Κοβάνη και της Καλλισθένης Αβδελίδη[1] για την αποξήρανση των Λιμνών Κάρλα (Θεσσαλία) και Αγουλινίτσα (Ηλεία). Πρόκειται για μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας βασισμένη σε επιτόπια ανθρωπολογική έρευνα που διεξήχθη την περίοδο 1997-1998, υφασμένη σφικτά με τη μυθολογία και τα αρχαία κείμενα, γραμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ύφος ποιητικό.
Δύο δεκαετίες από τη δημοσίευση του σχετικού βιβλίου, το 2002,[2] η μελέτη αυτή παραμένει επίκαιρη εξακολουθώντας να τροφοδοτεί πλουσιοπάροχα τον στοχασμό για τη σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος μέσα από τη θεώρηση της σχέσης ανθρώπου και λίμνης. Αυτός είναι και ο λόγος που αναδημοσιεύουμε εδώ σήμερα αυτούσια επιλεγμένα κομμάτια από το βιβλίο,[3] τα οποία εύγλωττα αποκρυσταλλώνουν τον ερευνητικό προβληματισμό για τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρει στη φύση η επέμβαση του ανθρώπου.
«Κόσμον ἐπέων ᾠδήν ἀντ’ ἀγορῆς θέμενος”[4]
Σόλων
Η τελική μορφή επιφανειακής πηγής γλυκού νερού κρίνεται γεωλογικά ως υδάτινο σώμα με εφήμερο χαρακτήρα. Το ίδιο δε το λιμναίο υγρό στοιχείο είχε σε στιγμές αναπτυξιακής μέθης χαρακτηρισθεί επιβλαβές και ζημιογόνο. Τα όρια της λίμνης, ορατά και απτά, φάνταζαν αδύναμα να προστατέψουν το περιεχόμενό τους, θεωρήθηκαν όρια άνευ αξίας που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να καταλυθούν. Αφέθηκαν έτσι να χειραγωγηθούν από την ακατανίκητη libido dominandi που μοναδική της εξήγηση, πειστική και μοιραία αποδεκτή, είναι αυτή για την εκπλήρωση μέγιστων ανθρωπιστικών στόχων.
Με χειραγωγημένα ωστόσο τα λιμναία όρια και με την εξαφάνιση από εκεί του νερού, αποδομήθηκε ό,τι συγκροτούσε σ’ ένα στέρεο όλο τον εντός και τον γύρω από τη λίμνη φυσικό χώρο. Στην πραγματικότητα, ενοχοποιώντας το λιμναίο ύδωρ ως ζημιογόνο και εν πάση περιπτώσει ως μη παραγωγικό ή λιγότερο χρήσιμο από την καλυπτόμενη υπό αυτό γη, ετούτο μετά την αποξήρανση καταλήγει όντως ζημιογόνο και η υπόγεια υποχώρησή του παράγων αποφασιστικά αποσταθεροποιητικός του όλου εκεί, στο πλαίσιο των προαναφερθέντων ορίων, υδρολογικού ισορροποιητικού συστήματος.
Κατά παράδοξο, αλήθεια, τρόπο, είναι το ίδιο το νερό που πρώτο από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία μιλά με ευκρίνεια για τα επακόλουθα μιας αποξήρανσης. Κι αν ακόμα όλα τα οικονομικά μεγέθη έδειχναν την όποια οικονομική της αποτυχία, δύσκολα αυτή θα γινόταν αποδεκτή, εάν το ίδιο το αποβληθέν ύδωρ δεν απεκάλυπτε, με τον πιο αδιάψευστο τρόπο, τη δική του κακοπάθεια. Ως φυσικός καθρέπτης, τούτο το άριστο των στοιχείων[5], μακριά από κάθε επιτήδευση και διάθεση παραποίησης αληθειών, λειτουργεί ωσάν η ίδια η καθαρότητα που συμβολίζει να το ωθεί ν’ ανακαλύπτει αυθόρμητα την κάθε ρυπαρότητα, επιφανειακή ή συγκοινωνούσα υπόγεια, στη γένεσή τηςκαι να καταμαρτυρεί την κάθε υδάτινη αταξία και διαταραχή, που μπορεί ν’ αποβεί ταντάλεια απειλή για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή.
Αναμφίβολα, και στις δύο περιπτώσεις αποξηράνσεων, και στην Κάρλα αλλά και στην Αγουλινίτσα, η ορατή και η κρυφή υπό τη γη περιπέτειά του -η ρύπανσή του κυρίως και η πτώση σε κάθε πρώην λιμναίο χώρο των υδροφόρων οριζόντων- είναι αυτά που απειλούν και προκαλούν πάνω απ’ όλα τις μεγαλύτερες ανησυχίες. Είναι επίσης προφανές ότι το όλο κενό από την απουσία των λιμνών έγινε πολύ γρήγορα αισθητό και στις δύο περιπτώσεις. Δεν είναι, έτσι, τυχαία η σύντομα εκδηλωθείσα επιθυμία αναδημιουργίας έστω ενός μέρους της καθεμιάς εξ αυτών. Μία επιθυμία που δεν αποτελεί απλά αναγνώριση των προβλημάτων που επέφερε η κάθε αποστράγγιση, αλλά πιθανότατα την οιονεί παραδοχή εκάστης και ως λάθους, στο πλαίσιο της αναπτυξιακής (τοπικής) πολιτικής.
Όπως και νά ’χει, πρόκειται για κάποια μορφή μεταμέλειας, που αναζητά κανείς να επανορθώσει, καλύπτοντας μέρος των απωλειών οι οποίες έγιναν αισθητές με το πέρασμα ενός σύντομου χρόνου. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι αυτή η χωρίς καθυστέρηση μεταμέλεια, με την πρόθεση και την προοπτική τής ούτως ή άλλως επαναφοράς στις πρώην λίμνες και πρώτα στην Κάρλα ενός μέρους του νερού που αφανίσθηκε, ανακαλεί στη μνήμη την περίπτωση της στησιχόρειας μεταμέλειας και του τρόπου με τον οποίο ο πρωταγωνιστής της επιχείρησε να επανορθώσει το σφάλμα του.
Ο Στησίχορος, ας υπενθυμίσουμε, τυφλώθηκε από τους θεούς για πράξη του που θεωρήθηκε από αυτούς τιμωρητέα, αλλά επανηύρε την όρασή του, ποιητικά μεταμελούμενος, συγγράψας προς τούτο παλινωδία: «Οὐκ ἔστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος» (Δεν είναι αλήθεια αυτό)[6]. Η ειλικρινής μεταμέλεια του επανέδωσε το χαμένο φως […]
Αν μπορεί να γίνει λόγος για μεταμέλεια, στην περίπτωση των αποξηράνσεων τότε, αυτή, όσο ειλικρινής κι αν είναι, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μία πλήρη παλινωδία ή -μέσω της μετάνοιας- σε επιθυμητή σωτηρία. Ήδη μία μορφή μοιραίου είναι δεδομένη. Και προφανώς, διόλου τυχαία, ουδείς διανοείται να ισχυρισθεί ότι το λιμναίο τοπίο μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως, όπως ήταν πριν την αποξήρανση.
Στην περίπτωση της Κάρλας είδαμε ότι, πέραν του ποιητικού λόγου, θεωρούμενου κατά κανόνα ουτοπικού, υπάρχουν στιγμές μιας κατά κάποιον τρόπο ανατρεπτικής διάθεσης -και μάλιστα από ενήλικες με άμεσα βιώματα από τη ζωή στη λίμνη- όπου προτείνεται ν’ αφεθεί γενικά «να ξαναγίνει η λίμνη, όπως ήταν πρώτα, ολόκληρη». Πρόκειται ωστόσο για διάθεση που δύσκολα διανοείται να της δώσει κανείς σάρκα και οστά, καταθέτοντάς την ως όντως ρεαλιστική -με όλες τις πτυχές που περικλείει- πρόταση, έστω και για συζήτηση. Η παρούσα πραγματικότητα εξάλλου στο πρώην λιμναίο τοπίο -με το πλήθος των τρεχόντων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και με το πλέγμα των εκεί συμφερόντων- κάνει να φαντάζει ουτοπικό κάθε όραμα συνολικής επανασυγκρότησής του. Άλλωστε, ένα τέτοιο όραμα, για να επιβιώσει ουσιαστικά, θα έχει να αντιμετωπίσει τη λογική επιπλέον των άφευκτων εξελίξεων του γύρω όλου χώρου, που τίποτα ακόμα δεν εγγυάται την αειφορική τους συνείδηση. Το «καλύτερα να γίνει όλη η λίμνη όπως ήταν και ούτε φράγματα ούτε τίποτε» αποτελεί τρόπον τινά μία εκφορά απογείωσης, που κάνει προς στιγμή tabula rasa τον όλο εκεί καμβά, όχι μόνο των νέων οικονομικών και των εκμοντερνιστικών εν γένει δεδομένων, αλλά και των λεπτών πτυχών που συνιστούν το νέο τρόπο ζωής, των οποίων η όποια απειλή ανατροπής φαντάζει τουλάχιστον προς το παρόν παράδοξη. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για φράση που, εκτός του ότι περιέχει ανησυχία για την πορεία ενός πολυδάπανου έργου, κομίζει και μία αγανακτισμένη απάντηση στις ασάφειες γύρω από το χαρακτήρα του υπό δημιουργία ταμιευτήρα, ασάφειες που έχουν να κάνουν με το αν θα είναι έργο αποκατάστασης της εκεί διαταραγμένης οικολογικής ισορροπίας ή αν θα είναι επίσης έργο αρδευτικό, προς εξυπηρέτηση του ευρύτατου παρακάρλιου χώρου.
Στην περίπτωση της Αγουλινίτσας είναι η νεανική ανατρεπτική διάθεση που φαντάζεται εύκολη την αναδημιουργία της λίμνης. «Άμα ανατινάξουμε το αντλιοστάσιο, η λίμνη γίνεται πάλι σε δύο ώρες». Αισιοδοξία που αναιρείται από τη συνήθως ακολουθούμενη και από τους ίδιους και γενικότερα επαναλαμβανόμενη εκτίμηση ότι «τώρα όμως ζούνε πολλοί, με τη λίμνη ζούσανε λίγοι». Άποψη που, δεδομένης της αναγωγής του όλου πρώην υγρότοπου στη λειτουργία του διβαριού, προδίδει και την αδυναμία να συλλάβει κανείς όλα τα νέα δεδομένα που συνεπάγεται μία ενδεχόμενη επαναλειτουργία της λίμνης. Γεγονός όχι άσχετο με την εικόνα του άφευκτου των εξελίξεων που υποβάλλει η εκμηχανισμένη εκεί γεωργία, αλλά, ακόμα περισσότερο, και η επέκταση στην πρώην λιμνοθάλασσα εγκαταστάσεων του τριτογενή τομέα.
Και στις δύο περιπτώσεις των εν λόγω αποξηράνσεων ισχύει προς το παρόν ο προνοητικός στοχασμός του Λωτρεαμόν, διατυπωμένος εδώ και εκατόν είκοσι έτη: «Δεν κάτεχαν ότι το κακό που γίνεται από τον άνθρωπο δεν ξεγίνεται ποτέ» [7]. Εκτός και αν προκύπτουν γεγονότα που υπερβαίνουν τη βούλησή του και τη δύναμη να τα χειραγωγήσει, υποχρεώνοντάς τον σε απορία ή συντριβή παλινωδιακή…
Ελένη Κοβάνη, Καλλισθένη Αβδελίδη
Στην παρούσα συγκυρία εκχείλισης της λίμνης Κάρλας είναι επιβεβλημένο να τεθεί σε συζήτηση, με βάση τα νέα δεδομένα, ένα ερώτημα που έθεσε ο Νίκος Μπεόπουλος[8] το 2003, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση της μελέτης: κατά πόσον η αποξήρανσή της αποτέλεσε έργο που υπέκρυπτε επιθυμία ελέγχου της φύσης ή έργο αμυντικό που αποσκοπούσε στην προστασία των γύρω περιοχών από τις πλημμύρες. Αλλά και γενικότερα, στην παγκόσμια συγκυρία της κλιματικής κρίσης, είναι επιβεβλημένο να ιδωθεί ο σύγχρονος πολιτισμός με άλλο πρίσμα, με το πρίσμα που είχε υιοθετήσει η Ελένη Κοβάνη ήδη από το 1995[9], πριν τη μελέτη των αποξηράνσεων λιμνών, όταν έγραφε: «Εάν η γη έχει πράγματι αποκτήσει, όπως ισχυρίζεται η σύγχρονη φιλοσοφική γλώσσα, φωνή και κραυγή εξαιτίας των υπερβάσεων και των υπερβολών μας, τότε η αποκρυπτογράφηση και η προάσπιση αυτής της φωνής πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής αυθεντικής πολιτιστικής ζωής»[10].
Επιμέλεια, πρόλογος, επίλογος: Ελισάβετ Άλλισον, Μαρία Θανοπούλου
Σημειώσεις
1. Η Ελένη Θ. Κοβάνη, Διευθύντρια Ερευνών, και η Καλλισθένη Αβδελίδη, Ειδική Λειτουργική Επιστήμων, υπήρξαν μέλη του ερευνητικού προσωπικού του ΕΚΚΕ.
2. Κοβάνη Ε., (2002), Λιμνών αποξηράνσεις. Μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας, και Καλλισθένη Αβδελίδη: Αναπαραστάσεις του χώρου και των χρήσεών του στις αποξηραμένες περιοχές Κάρλας και Αγουλινίτσας, Αθήνα, ΕΚΚΕ.
3. Πρόκειται για αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Επίλογος. Στησιχόρειος παλινωδία» του πρώτου μέρους του βιβλίου που έχει συγγράψει η Ελένη Κοβάνη, βλ. σ. 257.
4. «Γλυκόλογα τραγούδια τραγουδώ, αντί να αγορεύω».
5. « Ἄριστον μέν ὓδωρ»: Πίνδαρος, Α’ Ολυμπιονίκης. Στη σκέψη του μεγάλου λυρικού, το «ἄριστον» είναι προπάντων ηθική έννοια.
6. Η τύφλωση του Στησίχορου επήλθε από τις κατηγορίες του κατά της Ελένης, γεγονός που προκάλεσε την άμεση απάντηση της Αφροδίτης. Στην παλινωδία του (ήτοι στην ποιητική άρνηση του προηγούμενου έργου, μέσω της οποίας επανακτά την όρασή του) αρνείται όσα υβριστικά είχε πει εναντίον μιας θεϊκής ομορφιάς.
7. Κόμης Λωτρεαμόν ( 1988), Τα Άσματα του Μαλντορόρ, σ. 58.
8. Μπεόπουλος Ν. (2003). Ελένη Θ. Κοβάνη, 2002, Λιμνών αποξηράνσεις. Μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας, και Καλλισθένη Αβδελίδη: Αναπαραστάσεις του χώρου και των χρήσεών του στις αποξηραμένες περιοχές Κάρλας και Αγουλινίτσας, Αθήνα, ΕΚΚΕ, The Greek Review of Social Research, 111, 403–408.
9. Κοβάνη Ε., (1995), (με τη συνεργασία της Ελένης Βενιζέλου), Αν γεράνου φωνήν επακούσης. Νέοι και Κοινότητα, Αθήνα, ΕΚΚΕ.
10. Στο παράθεμα αυτό παραπέμπει ο Λεωνίδας Λουλούδης, βλ… Λουλούδης Λ. (2003). Ελένη Θ. Κοβάνη, 2002, Λιμνών αποξηράνσεις. Μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας, και Καλλισθένη Αβδελίδη: Αναπαραστάσεις του χώρου και των χρήσεών του στις αποξηραμένες περιοχές Κάρλας και Αγουλινίτσας, Αθήνα, ΕΚΚΕ, The Greek Review of Social Research, 111, 395–401