Να μπορούσαν να σώπαιναν όλοι, είπε ο Χάρης. Για λίγες ώρες έστω. Να μπορούσαμε κι εμείς να κατεβάσουμε τα μολύβια. Να γράφαμε μόνο λίγα λόγια γι’ αυτήν. Μέχρι την Παρασκευή τουλάχιστο, που την κηδεύουμε. Εχουμε μιλήσει τόσο πολύ για ασήμαντα και λιγότερο σημαντικά, που όφελος θα ήταν να σταματούσαμε για λίγο μπροστά σε μια ανάγκη: να πενθήσουμε βουβά τη Μαργαρώ που χάσαμε. Τη σύνοψη των νέων εκείνων γυναικών –η μια ομορφότερη από την άλλη μέσα στην αποκτημένη γενναιότητά τους– που μας έμαθαν, όχι μόνο με τις απολογίες τους στα στρατοδικεία, πώς αντιστέκονται και νικούν την τρομοκρατία της βίας, ακόμα και δίχως όπλα. Την ηρωίδα των οραμάτων της νιότης μας. Των παιδιών που κρατήθηκαν χέρι-χέρι απέναντι στη φοβέρα που μας έσκιαζε, για να διώξουν και αυτήν και τους δικτάτορες.

Ας το παραδεχτούμε, χάνουμε ένα κομμάτι μιας συλλογικής ζωής αξιοβίωτης. Χαμηλόφωνα όμως, μη μας ακούσει – και μας πάρει και μας σηκώσει… Θεωρητικά, τίποτα δεν χάνεται.

 

«Ε»

 

 

Αγα­πη­μέ­νοι μου νέ­οι σύ­ντρο­φοι...
στην πο­ρεία των ι­χνών του κτή­νους

 

της Μαργαρίτας Γιαραλή

 

Γκρα­βα­ρί­της, Μά­λιος, Σμαΐλης, Κα­ρα­πα­να­γιώ­της, Μπά­μπα­λης, Κου­βάς, Θε­ο­φι­λο­για­νά­κος, Λά­μπρου, Κα­λύ­βας, Γκά­νος, Κα­ρα­μή­τσος, Τε­τρα­δά­κος, Τσέ­λι­γκας, Λε­πε­νιώ­της, Δί­πλας, Στα­μα­τό­που­λος...

Πό­σοι πο­λί­τες αυ­τής της χώ­ρας γνω­ρί­ζουν την κύ­ρια ι­διό­τη­τα αυ­τών των προ­σώ­πων, έ­στω ε­νός, δύο, τριών. Για πιο πο­λ­λούς δεν το συ­ζη­τώ, ξέ­ρω ό­τι θα ζη­τού­σα πο­λ­λά. Σκέ­ψου, ρω­τάω για τους ε­πι­φα­νείς, για τα φη­μι­σμέ­να ε­πώ­νυ­μα στο πά­ν­θεο των χου­ντι­κών μη­χα­νι­σμών βα­σα­νι­σμού.

Μας λέ­νε συ­χνά: οι λα­οί που δεν έ­χουν μνή­μη δεν έ­χουν και μέ­λ­λον. Όμως οι μνή­μες κα­τα­σκευά­ζο­νται με ε­πι­λε­κτι­κές ε­ξα­φα­νί­σεις, πα­ρα­λ­λα­γές, μυ­θο­ποιή­σεις. Το πα­ρε­λ­θόν παί­ρ­νει τη μο­ρ­φή που ε­πι­βά­λ­λουν οι κυ­ρία­ρ­χες α­ντι­λή­ψεις. Οι λα­οί φυ­λα­κί­ζο­νται σε μια πα­ρο­ντι­κή συ­ν­θή­κη. Αυ­τή η αι­χ­μα­λω­σία στο «ε­δώ και τώ­ρα» βα­σί­ζε­ται και ευ­νο­εί την α­να­πα­ρα­γω­γή των κυ­ρία­ρ­χων μη­χα­νι­σμών ε­ξου­σίας, που υ­πο­νο­μεύουν ο­τι­δή­πο­τε α­πο­κλί­νει α­πό την ε­πί­ση­μη λο­γι­κή.

Η συ­νε­χής, α­διά­κο­πη πα­ρο­ντι­κή ει­κό­να, η κα­νο­νι­κό­τη­τα του ε­λ­λη­νι­κού κρά­τους, εί­ναι ει­κό­να που πά­ντα πε­ριέ­χει πά­σχο­ντα σώ­μα­τα. Εντυ­πώ­νε­ται πά­νω στα α­το­μι­κά σώ­μα­τα, αι­μά­τι­νη κι α­πό ε­κεί ε­ξα­κο­ντί­ζει την ε­ξου­σία της πά­νω στο κοι­νω­νι­κό σώ­μα, την κοι­νω­νι­κή συ­νεί­δη­ση και την ψυ­χι­κή λει­του­ρ­γι­κό­τη­τα.

Εφό­σον, ε­πί δι­κτα­το­ρίας, η αι­μά­τι­νη ει­κό­να των βα­σα­νι­στη­ρίων, σε πρώ­το με­γά­λο πλά­νο, ή­ταν ο κύ­ριος και μό­νος τρό­πος α­νά­κρι­σης και α­πό­σπα­σης πλη­ρο­φο­ριών, ώ­στε κι ά­λ­λοι α­ντι­στα­σια­κοί να συ­λ­λη­φθούν, ας α­να­ρω­τη­θού­με για ποιο λό­γο σή­με­ρα βα­σα­νί­ζουν, γυ­μνώ­νουν, κα­κο­ποιούν, ε­ξευ­τε­λί­ζουν αυ­τά τα σώ­μα­τα των α­ντι­ρα­τσι­στών και των δια­δη­λω­τώ­ν;

Η γλώ­σ­σα των βα­σα­νι­στών εί­ναι πά­ντα ει­λι­κρι­νής μέ­χρι α­η­δίας, α­πο­α­ν­θρω­πο­ποιη­μέ­νη, με την έ­ν­νοια της μη γλώ­σ­σας, δη­λα­δή της γλώ­σ­σας που στε­ρεί­ται τη συ­μ­βο­λι­κή διά­στα­ση.

«Θα πε­θά­νε­τε ό­πως οι πα­π­πού­δες σας στο Γρά­μ­μο». Τι δεί­χνει η ει­κό­να; Το α­πό­λυ­το μαύ­ρο του σκό­τους, το α­δια­με­σο­λά­βη­το μαύ­ρο της α­κι­νη­σίας και του θα­νά­του, που χρειά­ζε­ται και ε­πι­κα­λεί­ται το κό­κ­κι­νο του αί­μα­τος για να υ­πά­ρ­ξει μέ­σω των κρε­ου­ρ­γη­μέ­νων σω­μά­των των ά­λ­λων, που ο­νο­μά­ζο­νται και κα­θυ­βρί­ζο­νται. Η ει­κό­να έ­χει, ο­φεί­λει να έ­χει και τη φαιά πα­ρου­σία του φό­βου. Να α­ποϊστο­ρι­κο­ποιή­σει, να α­πο­πο­λι­τι­κο­ποιή­σει, να α­πο­κοι­νω­νι­κο­ποιή­σει, να δια­λύ­σει κά­θε χώ­ρο δη­μό­σιο και ε­σω­τε­ρι­κό, ό­που θα μπο­ρού­σε να φω­λιά­σει ο α­ν­θρω­πι­σμός, η τρυ­φε­ρό­τη­τα, η ζωή και η σκέ­ψη.

Οφεί­λει να φτιά­ξει την κα­ρι­κα­τού­ρα του κε­νού βλέ­μ­μα­τος που δεν βλέ­πει, του αφ­τιού που δεν α­κούει, της α­φής που δεν αι­σθά­νε­ται.

Οφεί­λει να κα­τα­σκευά­σει το πλή­θος που φο­βά­ται, που η πα­ρου­σία του εί­ναι, ε­ντέ­λει, α­που­σία, μέ­σα στον μό­νο υ­πά­ρ­χο­ντα-ά­ρ­χο­ντα: τον ύ­που­λο πα­νι­κό.

Οι φαιοί έ­ν­στο­λοι πρέ­πει α­νε­ν­δοία­στα να δια­τί­θε­νται ως ό­ρ­γα­να σε κά­θε εί­δους ε­πι­χει­ρού­με­νη κα­τα­στο­λή. Η φαιά προ­πα­γά­ν­δα ο­φεί­λει να α­να­πο­δο­γυ­ρί­ζει κά­θε γε­γο­νός και κυ­ρίως να συ­ντο­νί­ζει τον ε­κ­φο­βι­στι­κό λό­γο για ό­λες τις κα­τα­στρο­φές που ε­πί­κει­νται, αν κά­ποιοι ση­κώ­σουν κε­φά­λι. Το μαύ­ρο πα­ρα­κρά­τος, ντυ­μέ­νο σε μαύ­ρη «πο­λι­τι­κή» δύ­να­μη ε­φό­δων να πε­ρι­δι­νί­ζει τη να­ζι­στι­κή πα­νού­κλα στα κα­τώ­φλια των σπι­τιών, στους δρό­μους, στη Βου­λή.

Όλα δε­μέ­να σε συ­μ­μα­χία που φα­ντά­ζει α­νί­κη­τη, που α­πο­πνέει και α­να­δί­δει έ­ντο­νη τη μυ­ρω­διά της δύ­να­μης, της σι­δε­ρέ­νιας ι­σχύος. Εδώ, δεν χω­ρά­ει α­μ­φι­βο­λία, πρέ­πει να φι­λο­τε­χνη­θούν, στο πιο προ­νο­μια­κό ση­μείο της σκη­νής, οι βα­σα­νι­σμοί του α­το­μι­κού σώ­μα­τος. Για­τί η μυ­ρω­διά του αί­μα­τος εί­ναι πα­νί­σχυ­ρο, μο­να­δι­κό α­ναι­σθη­τι­κό της σκέ­ψης, για­τί η ει­κό­να του ε­ξευ­τε­λι­σμέ­νου σώ­μα­τος εί­ναι ο σκλη­ρός πυ­ρή­νας του φό­βου. Αυ­τού του φό­βου που συ­νέ­χει τους πά­ντες, βα­σα­νι­στές και βα­σα­νι­ζό­με­νους και α­να­σύ­ρει την α­πε­λ­πι­σία της α­νη­μπό­ριας, που ό­λοι νιώ­σα­με σε κά­ποια στι­γ­μή της ζωής μας.

Ήμουν 20 χρο­νών ό­ταν συ­να­ντή­θη­κα για πρώ­τη φο­ρά με αυ­τόν τον ω­κεά­νιο πό­νο, ό­ταν εί­δα το πρό­σω­πο του α­δη­φά­γου κτή­νους. Το ξα­να­συ­να­ντώ μα­ζί με τον κα­θέ­να που το βλέ­πει για πρώ­τη φο­ρά. Το ξα­να­συ­νά­ντη­σα πριν α­πό λί­γες μέ­ρες στη ΓΑ­ΔΑ. Ξέ­ρω πως θα το ξα­να­συ­να­ντή­σω σύ­ντο­μα. Όσο πιο πο­λύ φο­βού­νται οι βα­σα­νι­στές τό­σο πιο σί­γου­ρη εί­μαι πως θα πλη­θαί­νουν τέ­τοιες συ­να­ντή­σεις. Εί­ναι α­παί­τη­ση της ει­κό­νας, που λέ­γα­με πιο πά­νω.

Αγα­πη­μέ­νοι μου νέ­οι σύ­ντρο­φοι, στην πο­ρεία ο­δυ­νη­ρών ι­χνών του κτή­νους, εί­μα­στε δε­μέ­νοι σε μια α­κα­τά­λυ­τη α­ν­θρώ­πι­νη α­λυ­σί­δα του πό­νου και της ζωής μας.

Αντι­πα­λεύου­με μνη­μο­νεύο­ντας τα τρα­γου­δά­κια που λέ­γα­με, ό­ντας παι­δά­κια, για να πε­ρά­σου­με κά­τι σκο­τει­νά μέ­ρη που τα φο­βό­μα­σταν, μνη­μο­νεύο­ντας κά­τι τρα­γού­δια του α­γώ­να για­τί οι πα­π­πού­δες μας εί­ναι α­πέ­θα­ντοι. Έτσι, με τα τρα­γού­δια μέ­σα μας ε­μείς, ί­σως πιο πο­λύ α­πό ά­λ­λους, μπο­ρού­με να δια­ρ­ρή­ξου­με το φαιό πλέ­γ­μα του φό­βου, να μην α­φή­σου­με το κε­νό στο βλέ­μ­μα. Εμείς που εί­δα­με το πρό­σω­πο του κτή­νους, πιο πο­λύ α­πό ά­λ­λους θα α­ντι­στρα­τευ­τού­με τη στρα­τη­γι­κή της έ­ντα­σης, που τό­σο πε­ρί­τε­χνα υ­λο­ποιεί το ε­λ­λη­νι­κό κρά­τος.

Αυ­τό προϋπο­θέ­τει δια­ρ­κή α­γώ­να, που θα ση­μα­δεύει τη ζωή μας και α­παι­τεί α­ντο­χή, α­φο­σίω­ση και α­λ­λη­λε­γ­γύη. Άλλω­στε «και ο πό­νος δι­κός μας εί­ναι», ό­πως έ­λε­γε η για­γιά Λω­ξά­ντρα.

 

Το κείμενο αυτό της Μαργαρίτας δημοσιεύτηκε στις 15 Οκτωβρίου 2012 με αφορμή ένα σύγχρονο επεισόδιο βασανισμού κρατουμένων από αστυνομικά όργανα.

 

* * *

 

Οι συγγενείς της Μαργαρίτας ζητούν αντί στεφάνων χρήματα να κατατεθούν στους παρακάτω λογαριασμούς:

Αλληλεγγύη για όλους Τράπεζα: ΕΘΝΙΚΗ BIC: ETHNGR AA IBAN: GR35 0110 0400 0000 0400 1832 882 Όνομα Δικαιούχου: ΤΑΜΕΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ & ΔΟΜΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων Τράπεζα: Συνεργατική Τράπεζα Χανίων ΙΒΑΝ: GR9506900300000000200013001 BIC: STXAGRA1

UNRWA- Υπηρεσία Αρωγής και έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστινίους πρόσφυγες στην εγγύς Ανατολή. UNRWA HQ-Gaza Bank Austria IBAN: AT391100000290573500 BIC:BKAUATWW

Μαργαρίτα Γιαραλή Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet