Για άλλη μια χρονιά το Σάββατο σε πολλά μπαλκόνια πολυκατοικιών θα ανεμίζουν οι ελληνικές σημαίες, θα γίνουν παρελάσεις, οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα προβάλουν ταινίες με την Α. Βουγιουκλάκη, τον Κ. Καζάκο ή τον Χ. Πολίτη, το ραδιόφωνο θα παίζει τραγούδια με τη Σοφία Βέμπο. Όλα αυτά μάς είναι οικεία, γιατί τα έχουμε ζήσει και ξαναζήσει για δεκαετίες. Ωστόσο, μέσα από αυτή την ετήσια, σχεδόν εθιμοτυπική, επανάληψη λόγων, προσώπων και ήχων τείνουμε να ξεχάσουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά κάθε 28η Οκτωβρίου (και, κατ’ αναλογία, κάθε 25η Μαρτίου). Γιατί, λοιπόν, έχουν σημασία οι εθνικές επέτειοι;
Οι εθνικές επέτειοι καθιερώνονται με τη δημιουργία των εθνικών κρατών και αφορούν γεγονότα της νεότερης ιστορίας, σημαντικά για την ιστορία των κρατών. Χρειάζεται να υπογραμμίσει κανείς ότι οι επέτειοι δεν αφορούν γενικά την ιστορία του έθνους, αλλά την ιστορία του εθνικού κράτους, γι’ αυτό άλλωστε, παρά τα όσα λέγονται για την τρισχιλιετή ιστορία του ελληνικού έθνους, οι επέτειοι τελικά δεν αφορούν την αρχαιότητα ή τους βυζαντινούς χρόνους. Πιο σύνθετο ζήτημα είναι ποια γεγονότα θα αποτελέσουν αντικείμενο εορτασμών, γιατί αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο των ιστορικών γεγονότων θα πρέπει να επιλεγεί εκείνο που θα αναδειχθεί ως το πιο σημαντικό. Συνήθως, επιλέγονται γεγονότα τα οποία αποτελούν την αφετηρία στην ιστορία του εθνικού κράτους, όπως η έναρξη μιας επανάστασης, ενός πολέμου ανεξαρτησίας ή υπογραφή της διπλωματικής συμφωνίας που αναγνωρίζει την ανεξαρτησία. Με αυτόν τον τρόπο το έθνος ευθυγραμμίζεται με την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, ενώ στην ίδια λογική κινούνται και οι λεγόμενες τοπικές επέτειοι, όταν δηλαδή εορτάζεται στις πόλεις της χώρας η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό κράτος. Οι εθνικές επέτειοι αποτελούν συστατικό στοιχείο της επίσημης μνήμης, η οποία διαχωρίζει τον χρόνο και το παρελθόν ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά» της δημιουργίας (ή της ενσωμάτωσης στο) του εθνικού κράτους.
Οι εθνικές επέτειοι φιλοτεχνούν τη εικόνα του συλλογικού εαυτού, γι’ αυτό άλλωστε δεν εορτάζονται οι ήττες, αλλά οι νίκες. Έχει ενδιαφέρον ότι στις περισσότερες χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, μόνο οι στρατιωτικές νίκες αποτελούν πηγή εθνικής υπερηφάνειας, και όχι πολιτικά ή πολιτισμικά επιτεύγματα των κοινωνιών, όπως για παράδειγμα η εδραίωση της δημοκρατίας. Η μονοδιάστατη σύνδεση των επετείων με τους πολέμους έχει ως συνέπεια το θετικό αφήγημα για τον συλλογικό εαυτό να υμνεί συγκεκριμένες αρετές ή ιδιότητες. Τέτοιες αρετές είναι ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία, και κυρίως, η φιλοπατρία, οι οποίες, παρά τις αντιξοότητες, εν τέλει θριαμβεύουν. Και η νίκη αφορά πάντα τον ξένο εχθρό, εισβολέα ή δυνάστη απέναντι στον οποίο το έθνος παλεύει ενωμένο, χωρίς εσωτερικές διακρίσεις ή αντιθέσεις. Από αυτή τη σκοπιά, οι επέτειοι έχουν ως στόχο να συσπειρώσουν το έθνος υπό την (οποιαδήποτε) πολιτική εξουσία και να τονώσουν την εθνική ενότητα απέναντι στον κοινό, ξένο εχθρό.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι εθνικές επέτειοι είναι κενές πολιτικού νοήματος˙ τουναντίον, πολύ συχνά γίνονται αντικείμενο πολιτικής χρήσης. Αρκεί να θυμηθούμε τις δημόσιες αντιπαραθέσεις που πυροδοτούσε στο παρελθόν το υποτιθέμενο «Όχι» του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Το «αληθινό» νόημα των επετείων πάντα αποτελούσε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, αλλά ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η επιλογή του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου. Υπάρχουν, όμως, άλλες επέτειοι που σταδιακά ξεχάστηκαν. Επέτειοι που καλλιεργούν και διαιωνίζουν τις πολιτικές διαιρέσεις σπάνια μπορούν να καθιερωθούν στην ιστορική συνείδηση της κοινωνίας. Οι εορτασμοί για τη νίκη του Εθνικού Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο ή, πολύ περισσότερο, οι λεγόμενες «γιορτές μίσους» για τα Δεκεμβριανά ποτέ δεν απέκτησαν τον χαρακτήρα μιας εθνικής επετείου και αποτέλεσαν πολιτικές εκδηλώσεις της Δεξιάς. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της επετείου της Εθνικής Αντίστασης. Η καθυστερημένη θεσμική αναγνώρισή της, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα, στέρησε από τον εορτασμό το απαραίτητο χρονικό βάθος, ώστε να καθιερωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας. Εξίσου σημαντικό είναι και κάτι άλλο. Η μνήμη της Αντίστασης ήταν συνδεδεμένη με συγκεκριμένες πολιτικές ταυτότητες, οι οποίες μπήκαν σε βαθιά κρίση στην δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα η σημασία της επετείου σταδιακά να ατονήσει.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι μέσα από τη διαρκή επανάληψη οι εθνικές επέτειοι χάνουν τη σημασία τους, γίνονται μια εθιμοτυπική ρουτίνα. Το αντίθετο ισχύει, η «δύναμη» των εθνικών επετείων βρίσκεται στην επανάληψή τους κάθε χρόνο. Η επανάληψη των ίδιων τελετών, των ίδιων κινηματογραφικών ταινιών, των ίδιων τραγουδιών με αφορμή την εθνική επέτειο δημιουργεί για πολλές και διαδοχικές γενιές ένα κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο αναγνωρίζεται ως κοινό παρελθόν. Όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα του παρελθόντος, αυτό που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα είναι ο πολιτισμικός μεταβολισμός τους: με ποιους τρόπους το παρελθόν εντάσσεται στη σύγχρονη κουλτούρα και ξαναγίνεται κάτι οικείο. Μπορεί αυτό το παρελθόν, έτσι όπως εντάσσεται στη σύγχρονη επετειακή κουλτούρα, να μην έχει σχέση με το «τι πραγματικά συνέβη», αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η επετειακή επανάληψη δημιουργεί ένα κοινό υπόβαθρο εμπειριών και αναμνήσεων, το οποίο γίνεται το κοινό παρελθόν μας. Γι’ αυτό και οι εορτασμοί των εθνικών επετείων έχουν σημασία.