Το τελευταίο διάστημα το προσφυγικό–μεταναστευτικό φαίνεται να επανέρχεται στην επικαιρότητα, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για «έκρηξη» ροών, «ανησυχία», «συναγερμό» κτλ, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, το πρώτο εννεάμηνο του 2023 σημειώθηκε 170% αύξηση των αφίξεων σε σύγκριση με πέρυσι και 66% αύξηση των διαμενόντων αιτούντων άσυλο (για τα νησιά η αύξηση είναι 294%).
Σε πραγματικούς αριθμούς οι αφίξεις αυτές αφορούν 29.714 ανθρώπους και 30.535 διαμένοντες αιτούντες άσυλο σε όλη την χώρα, «αριθμοί που δεν είναι ούτε μεγάλοι, ούτε μη διαχειρίσιμοι, ειδικά αν σκεφτούμε ότι οι αντίστοιχες αφίξεις στην Ιταλία είναι 140.000», εξηγεί στην «Εποχή» ο Απόστολος Βεΐζης, γιατρός και γενικός διευθυντής της Intersos Hellas.
Σημειώνεται δε πως πρόκειται κατά κύριο λόγο για προσφυγικές και όχι μεταναστευτικές ροές, όπως φαίνεται από την καταγραφή των χωρών καταγωγής από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ (Παλαιστίνη, Αφγανιστάν, Σομαλία, Συρία κτλ). Το προσφυγικό καθεστώς, βέβαια, του κάθε αιτούντα –πρέπει να– εξετάζεται εξατομικευμένα και δεν έχει να κάνει απλά με τη χώρα προέλευσης, καθώς κάποιος μπορεί να κινδυνεύει και σε χώρα που δεν είναι σε εμπόλεμη κατάσταση ή θεωρείται από την Ευρώπη «ασφαλής». Το πρώτο εννεάμηνο του ‘23 στον πρώτο βαθμό εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, οι θετικές απαντήσεις αφορούν το 40%, οι αρνητικές το 36% και το 24% πρόκειται για άλλες διοικητικές πράξεις.
Επιστροφή στους φυσιολογικούς αριθμούς
Για το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου η αύξηση των αφίξεων οφείλεται στις ευνοϊκές συνθήκες του καλοκαιριού και στην πίεση της Τουρκίας στην Ευρώπη μέσω των ροών. Λόγοι, όμως, που δεν εξηγούν γιατί δεν παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο και πέρυσι τέτοια εποχή.
«Να επαναλάβουμε, καταρχάς, ότι οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη και βρίσκονται σε αναζήτηση προστασίας, δεν σταμάτησαν ποτέ να μετακινούνται και να έρχονται και στην Ελλάδα. Για να μιλήσουμε για την αύξηση των αφίξεων τώρα, θα πρέπει να δούμε γιατί είχαν μειωθεί πριν. Αυτό είχε να κάνει με το πώς διαχειρίζεται το κράτος την κατάσταση τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ότι έθετε εμπόδια στην πρόσβαση των ανθρώπων, τα οποία η κυβέρνηση παρουσιάζει σαν φύλαξη των συνόρων. Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάτι τέτοιο. Αυτό που βλέπουμε, είναι πως μετά την τραγωδία της Πύλου, λόγω της διεθνούς κατακραυγής, μειώθηκαν ακριβώς αυτά τα εμπόδια που θέτονταν και έτσι οι άνθρωποι μπορούσαν να περάσουν στην Ελλάδα πιο εύκολα. Δεν έχει να κάνει, δηλαδή, με κάποια αλλαγή καιρικών συνθηκών ή πολεμικών συγκρούσεων κτλ», επισημαίνει ο Απόστολος Βεΐζης.
Προβλήματα διαβίωσης στα κλειστά κέντρα
Παρότι, όμως, οι πραγματικοί αριθμοί της αύξησης είναι μικροί, καταγράφονται έντονα προβλήματα στη στέγαση και στις συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο στα νησιά.
Πιο συγκεκριμένα, βάσει των στοιχείων του υπουργείου, στις 22/10 τα κλειστά κέντρα στη Σάμο, τη Λέρο και την Κω είναι υπερπλήρη, φιλοξενώντας 4.075 ανθρώπους (δυναμικότητα 3.650), 2.603 (δυναμικότητα 2.150) και 3.681 (δυναμικότητα 2.923), αντίστοιχα. Το κέντρο στη Λέσβο προς το παρόν φαίνονται να έχει αρκετές κενές θέσεις (4.559 διαμένοντες και δυναμικότητα 8.000), ενώ στη Χίο έχει ξεπεραστεί το όριο για λίγο (1.024 με δυναμικότητα 1.014). Η κατάσταση στα υπερπλήρη κλειστά κέντρα είναι ακόμα χειρότερη απ’ ό,τι αποτυπώνεται στους τωρινούς αριθμούς, καθώς η πραγματική τους χωρητικότητα είναι πιο χαμηλή (για παράδειγμα την 1η Αυγούστου για την Σάμο καταγράφεται ως 2.040, τη Λέρο στους 1.780 και στην Κω στους 2.356), απλά μπήκαν έξτρα σκηνές και κάποια κοντέινερ, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της Intersos, οδηγώντας σε εικόνες από το παρελθόν.
Οι συνθήκες διαβίωσης σε μια τέτοια κατάσταση, είναι δυστυχώς αυτές που όλοι φανταζόμαστε: «Λόγω του αυξημένου αριθμού διαμενόντων στα κέντρα, ειδικά στην Σάμο, παρατηρείται πρόβλημα πρόσβασης των ανθρώπων σε νερό και τρόφιμα, ενώ διαβιούν σε ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής. Παράλληλα, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό, οπότε υπάρχει μειωμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, όπως αντίστοιχα ελλείψεις υπάρχουν και στις υπηρεσίες καταγραφής ευαλωτότητας, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να περιμένουν αρκετό διάστημα για την καταγραφή τους και να συνεχίζεται η κατάσταση υπερ-συνωστισμού», περιγράφει ο Απόστολος Βεΐζης.
Ενώ υπογραμμίζει και πάλι πως δεν μιλάμε για μεγάλα προσφυγικά ρεύματα, αλλά για φυσιολογικούς αριθμούς, που «δεν μπορεί να τους διαχειριστεί η κυβέρνηση, λόγω της ευκαιριακής απάντησης που θέλει να δώσει στο προσφυγικό. Επέλεξε να μην υπάρξει ενίσχυση των δομών, στελέχωση και ανταπόκριση στις ανάγκες του προσφυγικού πληθυσμού και γι’ αυτό οδηγούμαστε σ’ αυτό το αποτέλεσμα».
Για τον λόγο αυτό, ακόμα και όταν οι άνθρωποι μεταφέρονται στην ενδοχώρα (με τις μετακινήσεις αυτές να σημειώνουν αύξηση 429% φέτος τον Σεπτέμβριο συγκριτικά με τον ίδιο μήνα το 2022), η καθημερινότητά τους δεν βελτιώνεται, αφού δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές. «Πρόκειται απλά για μεταφορά του προβλήματος. Οι συνθήκες παραμένουν οι ίδιες, με γεμάτα κέντρα και ανθρώπους σε ακατάλληλες συνθήκες, γιατί τόσα χρόνια μετά από το 2015 και τις μεγάλες ροές, δεν φτιάξαμε κάτι διαφορετικό που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», τονίζει ο γενικός διευθυντής της οργάνωσης.
Αξίζει να υπενθυμιστεί εδώ ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα διαβίωσης του προσφυγικού πληθυσμού, το οποίο έχει μελετήσει η Intersos, μαζί με το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, είναι ο υποσιτισμός. Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε τον Μάιο, στα πλαίσια υλοποίησης του προγράμματος «Φαγητό για Όλους», καταγράφεται πως το 59.4% των αναγνωρισμένων προσφύγων, αιτούντων άσυλο, μεταναστών και ανθρώπων «χωρίς χαρτιά» έχει πρόσβαση σε φαγητό μόλις 1-3 φορές την εβδομάδα, ενώ ακόμη και εκείνοι που έχουν πιο τακτική πρόσβαση, δεν μπορούν πάντα να εξασφαλίσουν ποιοτικά τρόφιμα.
Υποχρέωση βάσει διεθνούς δικαίου
Τις τελευταίες εβδομάδες που ένας ακόμη πόλεμος ξέσπασε στη γειτονιά μας και βλέπουμε τη Γάζα να ισοπεδώνεται, η αναφορά της κυβέρνησης σε τυχόν προσφυγικές ροές από εκεί, έγινε στα πλαίσια ενός μηνύματος αυστηροποίησης των ελέγχων στα σύνορα.
«Καταρχάς όταν κάποιος αναφέρεται σε αφίξεις Παλαιστινίων σαν μεταναστευτικές ροές, είναι εξαρχής λάθος, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι προσπαθούν να διαφύγουν από μία εμπόλεμη ζώνη. Όπως λάθος είναι και να γίνεται λόγος για αυστηρότερη φύλαξη των συνόρων έναντι αυτών των προσφύγων. Είναι υποχρέωση της χώρας μας να δώσει τη δυνατότητα ασύλου και διεθνούς προστασίας σε ανθρώπους που διαφεύγουν από πόλεμο. Δυστυχώς βλέπουμε ότι στην ίδια λογική είναι και η ευρωπαϊκή τοποθέτηση στο ζήτημα, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε να κλείσει συμφωνίες με την Αίγυπτο, για να μην μετακινηθεί τυχόν προσφυγικός πληθυσμός από τη Γάζα προς την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή δεν τίθεται, βέβαια, ούτως ή άλλως τέτοιο ζήτημα, καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετακινηθούν καθόλου από τη Γάζα, αλλά το να λέμε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ότι θα κλείσουμε τα σύνορα μη τυχόν και έρθουν, είναι σε τελείως λάθος κατεύθυνση», σχολιάζει ο Απόστολος Βεΐζης.
Προσθέτει δε πώς θα έπρεπε να δράσει η κυβέρνηση, προκειμένου να οικοδομηθεί ένα σύστημα διαχείρισης του προσφυγικού που δεν θα κινδυνεύει από κατάρρευση κάθε τρεις και λίγο:
«Η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να ξαναθυμηθούν την αλληλεγγύη τους. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, είναι να δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους που αναζητούν διεθνή προστασία να μπορούν να το πράξουν με ασφάλεια και χωρίς εμπόδια. Από εκεί και έπειτα, η διαχείριση και η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων δεν μπορεί να γίνεται σε κέντρα κλειστού τύπου, απομονώνοντάς τους σε ακατάλληλες συνθήκες. Έχει φανεί πολλάκις ότι δεν λειτουργούν και απλά παράγουν ανθρώπινο πόνο. Πρέπει επιτέλους να φτιάξουμε λειτουργικές δομές στα νησιά και να καταργηθούν αυτές στην ενδοχώρα, αντικαθιστώντας τις με σπίτια, ώστε οι άνθρωποι να έχουν μια φυσιολογική ζωή. Μόνο έτσι θα μπορεί να υπάρξει βάση για την ένταξη, που σημαίνει, εργασία, εκπαίδευση και εκμάθηση γλώσσας. Δυστυχώς, συνέβη ακριβώς το αντίθετο και καταργήθηκε το πρόγραμμα Εστία. Όταν, όμως, το 40% των αναγνωρισμένων προσφύγων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας, θέλει να ζήσει εδώ, θα πρέπει να δούμε πως θα υλοποιηθεί αυτό με τον καλύτερο τρόπο. Κι αυτός σίγουρα δεν είναι η γκετοποίησή τους».