Partir c’ est un peu mourir –η αποχώρηση, λένε οι Γάλλοι, είναι λιγάκι θάνατος. Λιγάκι, όχι εντελώς. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ εφαρμόζει αυτή τη λεπτή διαφορά στην πολιτική. Η απόσχισή της την περασμένη Δευτέρα από την Linke (Αριστερά) μαζί με εννέα άλλα μέλη της κοινοβουλευτικής της ομάδας, που ήταν το θέμα της ημέρας στη Γερμανία, αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά θανατηφόρα. Την άλλη μέρα η κανονικότητα είχε επανέλθει στην Linke, οι κομματικές οργανώσεις στα 16 κρατίδια της χώρας μετέδιδαν ότι ελάχιστα στελέχη και μέλη τους τις είχαν εγκαταλείψει για να προσχωρήσουν στη Συμμαχία Βάγκενκνεχτ, όπως λέγεται ο πολιτικός φορέας της πολιτικής «αντάρτισσας».
Εξάλλου η εγκατάλειψη ήταν καταρχάς μόνο μισή. Οι δέκα αποσχισθέντες βουλευτές και βουλεύτριες έφυγαν μόνο από το κόμμα, όχι από την κοινοβουλευτική του ομάδα, στην οποία θέλουν να παραμείνουν τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023. Κι αυτό, όπως λένε, για δυο λόγους: Πρώτον, για να διατηρήσει η κοινοβουλευτική ομάδα, που αριθμεί 38 μέλη, το στάτους της κοινοβουλευτικής φράξιας (κατώτατος αριθμός μελών: 35), με συνέπεια όχι μόνο την απώλεια σοβαρών κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, αλλά και πολλών χρημάτων. Και, δεύτερον, για να αποφύγουν λόγω της απώλειας των χρημάτων την απόλυση 100 περίπου, κυρίως επιστημονικών, συνεργατών. «Μέχρι τέλος του χρόνου θα μπορούσαμε να εκπονήσουμε ένα πρόγραμμα για την υλική εξασφάλιση των απολυόμενων», τονίζουν. Αμέσως μετά, η αποχώρηση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί.
Δεν είναι, ωστόσο, σίγουρο ότι η λογική αυτή θα επικρατήσει. Η ηγεσία της Linke ερμήνευσε την έξοδο της Βάγκενκνεχτ, που απεργαζόταν και η ίδια από καιρό, ως «λύτρωση» και ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβαση της βαθιάς κρίσης, στην οποία βρίσκεται το κόμμα τα τελευταία χρόνια. Η ίδια δεν υποτιμά το πρόβλημα με τους εργαζομένους, όμως η λύση που προκρίνει φαίνεται να είναι «καθαρό διαζύγιο» εδώ και τώρα –μια συγκατοίκηση στην ίδια κοινοβουλευτική ομάδα θα ήταν πολιτικό τερατούργημα, που θα προκαλούσε συνεχείς συγκρούσεις και αναταράξεις.
Τις δυο παρατάξεις χωρίζουν όντως ολόκληροι κόσμοι. Ενώ η Linke, παρά την τρέχουσα μιζέρια της, παραμένει κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η ομάδα της Βάγκενκνεχτ ενσαρκώνει έναν καινοφανή πολιτικό τύπο –τη συντηρητική ή αυταρχική Αριστερά. Η τελευταία είναι η απάντηση στη Δεξιά και Ακροδεξιά, που γιγαντώθηκε καταρχάς στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η αιτία γι’ αυτό, σύμφωνα με την αριστερή εναλλακτική εφημερίδα Tageszeitung (TAZ), είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές ελευθερίες, που παρασχέθηκαν στους πολίτες στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού αυτών των χωρών, συνοδεύθηκαν από σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και οικονομικές στερήσεις. Οι πολιτικές ελευθερίες έχασαν έτσι την αρχική λάμψη τους, κάτι που άνοιξε τον δρόμο στα αντιφιλελεύθερα κόμματα, η πεμπτουσία της πολιτικής των οποίων συνίσταται στην απαξίωση του «δυτικού φιλελευθερισμού» σε συνδυασμό με παροχές στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η Βάγκενκνεχτ, συνεχίζει η εφημερίδα, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαφημίζει μια αντίστοιχη συντηρητική πολιτική με «αριστερούς κώδικες». Δεν είναι τυχαίο, προσθέτει, ότι είναι θιασώτρια της πολωνικής κοινωνικής πολιτικής. Η κυβέρνηση του Γιάροσλαβ Κασίνσκι, δήλωσε η ίδια πρόσφατα, έβαλε σε εφαρμογή «το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα στη νεότερη πολωνική ιστορία». Ποιο αριστερό κόμμα, διερωτώταν, «έχει να επιδείξει τέτοιες επιτυχίες»; Το σχέδιο της είναι προφανώς να στρέψει τη δυσφορία των πολιτών κατά των φιλελεύθερων πολιτικών προς αριστερή κατεύθυνση –υιοθετώντας έντεχνα τα παραληρήματά τους εναντίον των προσφύγων, των οικολόγων και των σεξουαλικών χειραφετιστικών κινημάτων και ασπαζόμενη ένα οικονομικό δόγμα, που δεν απέχει πολύ από τον Ordoliberalismus, τη γερμανική εκδοχή της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, έτσι όπως την εφάρμοζε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο χριστιανοδημοκράτης πρώην καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ.
Τα προγνωστικά για την επιτυχία της δεν είναι άσχημα. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το (υπό συγκρότηση ευρισκόμενο) κόμμα της θα μπορούσε να πάρει στις εκλογές του επόμενου έτους στο κρατίδιο της Θουριγγίας το 25% των ψήφων, σε πανγερμανικό επίπεδο γύρω στο 10%. Και το κυριότερο: οι περισσότερες από αυτές τις ψήφους θα προέλθουν, κατά την πολιτειολόγο Σάρα Βάγκνερ, από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που αυτή τη στιγμή είναι στις δημοσκοπήσεις το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της χώρας μετά τους Χριστιανοδημοκράτες. Ο αριστερός αναχρονισμός θα κέρδιζε έτσι σε βάρος του ακροδεξιού.
Το πρώτο μεγάλο βάπτισμα του πυρός θα γίνει βέβαια στις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2024. Εκεί είναι που θα δοκιμαστεί σε ευρεία κλίμακα ο νέος αριστερός συντηρητισμός –που καθ΄ όλα τα φαινόμενα είναι περισσότερο συντηρητικός, παρά αριστερός.