«Είμαι συγκλονισμένος και ευγνώμων. Θεωρώ πως είναι μια ανταμοιβή για τη λογοτεχνία που στοχεύει πάνω από όλα να είναι λογοτεχνία, χωρίς άλλη σκέψη». Αυτή ήταν η πρώτη δήλωση του νορβηγού πεζογράφου και δραματουργού Γιον Φόσε, μετά και την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας να του απονεμηθεί τον Δεκέμβριο το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Γιον Φόσε, γεννημένος το 1959 στο παράκτιο Χάουγκενσουντ της δυτικής Νορβηγίας, σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία, δίδαξε στην Ακαδημία Δημιουργικής Γραφής και το 1983 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Κόκκινο, μαύρο». Ζει σήμερα στο Γκρότεν, μια κατοικία που παραχωρείται στον σημαντικότερο καλλιτέχνη της χώρας και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περίπου σαράντα γλώσσες.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του «Το άλλο όνομα - Επταλογία I-II» (μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Gutenberg, 2022), «Τρία έργα - Παραλλαγές θανάτου. Κάποιος θα 'ρθει. Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι» (μτφ. Κατερίνα Σαρροπούλου, εκδ. Άγρα, 2007), «Τόσο όμορφα» (μτφ. Γιάννης Χουβαρδάς, εκδ. Νεφέλη, 2004), «Χειμώνας» (μτφ. Ελένη Σταυροπούλου, εκδ. Ανατολικός, 2002).
Ο Φόσε, συγγραφέας με εμβέλεια, μινιμαλιστής και υπερ-νατουραλιστής έχει δοκιμαστεί στην πολυετή του πορεία σε διάφορα είδη γραφής. Αριθμεί στο παλμαρέ του πέρα από μυθιστορήματα («Ο συλλέκτης μπουκαλιών», «Μολύβι και νερό», «Αυτή είναι η Alise»), ποιητικές συλλογές («Άγγελος με νερό στα μάτια», «Οι κινήσεις του σκύλου»), δοκίμια όπως τα «Γνωστικά δοκίμια», ακόμη και παιδικά βιβλία. Βεβαίως είναι τα θεατρικά έργα στα οποία οφείλει, καθώς λέγεται, το μεγαλύτερο μέρος της αναγνωρισιμότητας τους.
Τα θεατρικά έργα του Φόσε ευτύχησαν να επιλέγονται σταθερά από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες διεθνώς όπως οι Τόμας Οστερμάγερ, Κλοντ Ρεζί και Πατρίς Σερό. Το πρώτο θεατρικό έργο του Φόσε κυκλοφόρησε το 1994 –πρόκειται για το «Και δε θα χωρίσουμε ποτέ»– για να ακολουθήσει λίγα χρόνια αργότερα η εμφάνισή του και στην ευρωπαϊκή σκηνή με το έργο «Κάποιος θα έρθει», το οποίο παραστάθηκε από τον Ρεζί το 1999 στο Παρίσι.
Ο Φόσε, θεωρούμενος σταδιακά ως ένας ανανεωτής της νορβηγικής δραματουργίας, συνέχισε αδιάπτωτα τη δουλειά του στη θεατρική γραφή με έργα όπως: «Το παιδί» και «Το όνομα», για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Ίψεν, αλλά και τα σημαντικά «Η νύχτα τραγουδά τα τραγούδια της», «Όνειρο φθινοπώρου», «Μια μέρα καλοκαιριού», «Παραλλαγές θανάτου», «Χειμώνας», «Τόσο όμορφα», «Κορίτσι στον καναπέ».
Μια πολύ καλή ιδέα των θεατρικών του πεπραγμένων μας έχει προσφερθεί από τις εκδόσεις Άγρα, από όπου το 2007 κυκλοφόρησε το «Τρία έργα - Παραλλαγές θανάτου. Κάποιος θα 'ρθει. Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι». Στη φροντισμένη αυτή έκδοση σε μετάφραση και επίμετρο της Κατερίνας Σαρροπούλου, φιλοξενούνται πέρα από τα τρία θεατρικά έργα (έργα απολύτως ενδεικτικά της μουσικότητας και του ιδιοσυγκρασιακού κι απόκοσμου αχνού φωτός της γραφής του Φόσε), μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα προσωπικά σχόλια και συνεντεύξεις του συγγραφέα. Μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα που είναι μια καλή, πιστεύω, πρώτη στοχαστική γνωριμία μαζί του.
Για παράδειγμα, εκεί ο Φόσε μιλώντας για την ατέρμονη διελκυστίνδα μορφής και περιεχομένου λέει: «Περισσότερο από το περιεχόμενο και από την ιδανική γι’ αυτό μορφή, υπάρχει κάτι άλλο που παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ποιότητα του έργου τέχνης. Τι είναι αυτό το “άλλο”; Ίσως να πρόκειται για αυτή τη φωνή που μπορούμε πάντα να διακρίνουμε σε κάθε αληθινό έργο τέχνης. [...] Αυτό που είναι παράξενο είναι πως από την καλή γραπτή λογοτεχνία αναδυόταν μία φωνή που δεν ήταν προφορική, δεν έλεγε τίποτα συγκεκριμένο, απλώς βρισκόταν εκεί, σαν κάτι να μπορούσαμε να ακούσουμε, όπως έναν λόγο χωρίς λόγια που ερχόταν από μακριά. […] Γι’ αυτό την ονομάζω φωνή της γραφής».
Ένας λόγος, λοιπόν, χωρίς λόγια που έρχεται από μακριά. Κρατώ αυτή τη φράση του και σκέφτομαι πως το έργο του Φόσε, έργο του βορεινού ουρανού με επιρροές από τον Ίψεν και τον Μπέρνχαρντ και κάθε άλλο παρά αδιάφορο ως προς το ιερό, το φθαρτό και το ανείπωτο, κινείται στο τερέν ενός ενδιάμεσου χρόνου, γιατί εκεί αντηχεί αυτή η συνδετική φωνή-γέφυρα που τόσο τον κεντρίζει στην ιστορία της γραφής, ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον κόσμο των νεκρών.
Ο Φόσε έχει δηλώσει άλλωστε πως από το πρώτο του κιόλας θεατρικό έργο, το
«Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ», που αναφέραμε παραπάνω, επιλέγει να βάλει δυο ήρωες, μια γυναίκα και έναν άνδρα, να συζητούν δίχως κανείς να μπορεί να καταλάβει, να ξεχωρίσει ποιος είναι αυτός που έχει φύγει από τη ζωή και ποιος είναι αυτός που έχει μείνει πίσω.
Στην Επταλογία τώρα –τη φιλόδοξη πεζογραφική σύνθεση του Φόσε της οποίας το μέρος I-II έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη από τις εκδόσεις Gutenberg με τον τίτλο «Το άλλο όνομα» (βραχεία λίστα για το περσινό βραβείο Booker)– αυτό το στοιχείο της φωνητικής μετάθεσης μεταξύ νεκρού και ζωντανού προσώπου είναι εντονότερο, αφού όπως εξηγεί ο Φόσε η σχέση των ηρώων είναι τόσο ζωντανή που δεν ξεπερνιέται, είναι πιο παρούσα και από την ίδια τη ζωή.
Παραθέτω αντί επιλόγου ένα κομμάτι από το θεατρικό «Παραλλαγές θανάτου»:
Η ΚΟΡΗ
από πολύ μακριά
Δεν έπρεπε να το έχω κάνει
Θέλω να ζήσω
Θέλω να βλέπω τη θάλασσα
Θέλω να βλέπω τα κύματα της θάλασσας
Θέλω να περπατάω μέσα στη βροχή
στον άνεμο
στο σκοτάδι
Θέλω να είμαι μαζί σας
Δεν ήθελα να το κάνω
Μα όλα ήταν μαύρα
και υγρά
Αυτός ήταν μαύρος και υγρός
και φωτεινός
Σύντομη παύση
Και το νερό
και τα κύματα
και τα κύματα που έσπαγαν
Σύντομη παύση
Και ξανάσπαγαν
και αυτός ήτανε ωραίος
κι ήτανε μια γαλήνη
μεγάλη σαν τον έρωτα
κι ήρεμη σαν τη θάλασσα
Κι ο ουρανός
ήτανε το χέρι του
Ο Φόσε έμαθε τα νέα της βράβευσής του ενώ οδηγούσε με προορισμό τα φιόρδ. Τρόπος ταιριαστός για το ανάγλυφο της γραφής του.