Γαβριέλλα-Ευαγγελία Ασπράκη «Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Η εμφάνιση της σεξολογίας και η κατασκευή της ανδρικής ομοφυλοφιλίας στην Ευρώπη και την Ελλάδα (1830-1940)», εκδόσεις Θεμέλιο, 2023
Από τις άτεγκτες δηλώσεις και διώξεις των ομοφυλόφιλων κατά το παρελθόν μέχρι τη σημερινή ντεμέκ συμπεριληπτικότητα της κοινωνίας του θεάματος, έχει διανυθεί πολύς δρόμος. Αυτός ο δρόμος είναι στρωμένος άλλοτε με αίμα και αγώνες και άλλοτε με χαμόγελα και γκλίτερ. Πολύ πριν το πρόσφατο γνωστό μας παρελθόν των κοινωνικών αγώνων για σεξουαλική απελευθέρωση, δικαιώματα και ορατότητα, όπως αυτό εκφράστηκε π.χ. στα καθ’ ημάς με το ΑΚΟΕ, τα περιοδικά Αμφί,Λάβρυς κτλ., η πολύτροπη επιθυμία κατέστη το αντικείμενο λόγων και πρακτικών που σκοπό τους είχαν (σε τελική ανάλυση) τον περιορισμό της. Μία όψη εκείνου του μακρινού παρελθόντος προσπαθεί να σκιαγραφήσει και το πρόσφατο βιβλίο της Γ.-Ε. Ασπράκη.
Η ένταξη της μελέτης της Ασπράκη στη νέα περίοδο της πολύτιμης Ιστορικής Βιβλιοθήκης του Θεμελίου αποτελεί ένδειξη του ανανεωμένου ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος, σύμφωνου προς τις διεθνείς τάσεις της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, για την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το βιβλίο αξίζει να συναναγνωστεί αφενός προς το συγγενές μεθοδολογικά και εν γένει επιστημονικά της ίδιας σειράς, τις Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα (επιμ. Δ. Βασιλειάδου - Γλ. Γκότση, 2020), όπου αποτυπώνονται σύγχρονες τάσεις στο πεδίο της ιστορίας της σεξουαλικότητας και κάποια πεδία έρευνας της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας, αφετέρου προς τα συγγενή ως προς το αξιοποιούμενο πρωτογενές υλικό βιβλία της Δ. Τζανάκη «Ιστορία της (μη) κανονικότητας» και «Φύλο και σεξουαλικότητα» (εκδ. Ασίνη, 2016 και 2018). Από την άλλη πλευρά, το βιβλίο αποτελεί γέννημα του παρόντος μας: μας ενδιαφέρει η ιστορικοποίηση των έμφυλων κατηγοριοποιήσεων, όταν η συζήτηση για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα βρίσκεται εντός ημερήσιας διάταξης, όταν ο ένθεν κακείθεν ομοφοβικός λόγος μαίνεται, όταν εν τέλει η ζωή κάποιων θεωρείται ανάξια βίωσης και βίαια αφαιρείται.
Εισαγωγή στο θέμα
Το γενικό περίγραμμα της ιστορικής μελέτης της Ασπράκη έχει ως εξής: στο πρώτο μέρος, μετά τη θεωρητική εισαγωγή, δίνεται η (μη γραμμική) πορεία των αντιλήψεων για την ομοφυλοφιλία (από την εννοιολόγησή της ως αμαρτήματος, περνώντας στο έγκλημα, και από εκεί στην κατανόησή της ως ασθένειας). Τα δύο επόμενα μέρη του βιβλίου, τα οποία είναι και τα εκτενέστερα, καλύπτουν διαδοχικά και συμπληρωματικά για την κατανόηση του θέματος, τη γεωγραφική περιοχή της Ευρώπης και της Ελλάδας, κατ’ ουσίαν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το 1940. Ο σκοπός της Ασπράκη είναι διττός, καθώς η μελετήτρια θέλει να αναδείξει αφενός τον τρόπο με τον οποίο ο επιστημονικός λόγος και οι πρακτικές του κατασκευάζουν την ομοφυλοφιλία, αφετέρου τη συγκρότηση ενός καινοφανούς επιστημονικού πεδίου, της σεξολογίας.
Τα δύο εκτενέστερα μέρη της μελέτης προσπαθούν να βάλουν σε τάξη μια εκτενή και ανομοιογενή βιβλιογραφία και να αντιστοιχίσουν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις προς τις ελληνικές. Από το ευρωπαϊκό μέρος παρελαύνουν τα γνωστά ονόματα των θεμελιωτών της σεξολογίας (Urlichs, Krafft-Ebing, Hirschfeld κ.ά.), προκειμένου να φτάσουμε στην οριακή στιγμή που η μελέτη της σεξουαλικότητας σημαδεύεται από τον Φρόιντ και την ψυχανάλυση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάγνωση του ελληνικού μέρους της μελέτης είναι ό,τι προηγήθηκε, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις στο πεδίο. Έτσι, στο τελευταίο μέρος, εμφανίζεται η ευάριθμη χορεία των πρώτων ελλήνων σεξολόγων: των ιατροδικαστών και των ψυχιάτρων ως επί το πλείστον.
Γενικά μιλώντας, το βιβλίο: 1. αποτελεί μια καλή εισαγωγή για την ιστορικοποίηση των αντιλήψεων γύρω από την ομοφυλοφιλία και τη συγκρότηση της σεξολογίας, 2. ανταποκρίνεται στους στόχους που θέτει, δηλαδή την εστίαση στον επιστημονικό/ιατρικό λόγο της εποχής, 3. καλύπτει ένα υπαρκτό βιβλιογραφικό κενό, καθώς μέχρι πρότινος δεν διαθέταμε αυτοτελή μελέτη για το συγκεκριμένο ζήτημα, 4. ενώ το μείζον προτέρημά του είναι η προσπάθεια σύνδεσης ευρωπαϊκών και ελληνικών εξελίξεων, η συγκριτική δηλαδή οπτική, μαζί με τις ορθές και άκρως ενδιαφέρουσες επισημάνσεις των συμπερασμάτων. Όπως κακώς συμβαίνει σε πάμπολλα (ιστορικά, φιλολογικά κτλ.) βιβλία, η έλλειψη ευρετηρίου εντάσσεται στα μειονεκτήματα της έκδοσης.
Από το θέμα στις εκκρεμότητες
Το βιβλίο της Ασπράκη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά μελετών με κέντρο τη σεξουαλικότητα (στη βιβλιογραφία σημειώνονται), ωστόσο ακόμη δεν διαθέτουμε μια κατά το μάλλον ή ήττον εποπτική θεώρηση, με εις βάθος και εύρος ιστορική έρευνα, για το ζήτημα της ομοσεξουαλικότητας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα κ.εξ.
Η Ασπράκη ορθά επισημαίνει ότι οι (ελληνικοί) λόγοι για την ομοφυλοφιλία στο υπό εξέταση διάστημα είναι ποικίλοι και προέρχονται από πολλά πεδία, τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια της μελέτης της. Ας σκεφτούμε όμως τα εξής: 1. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τα κελεύσματα των ιατροδικαστικών συγγραμμάτων σε σχέση με τα κελεύσματα των εξομολογηταρίων; Και στα δύο υπάρχει η προτροπή για την εκμαίευση μιας (αληθούς) ομολογίας (ο πιστός να ομολογήσει την αμαρτία του, ο «ασθενής»/«εγκληματίας» να ομολογήσει την πράξη του). 2. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς ο ψυχαναλυτικός λόγος διαπλάθει νέα κειμενικά είδη; Μήπως κάποια αυτοβιογραφικά, ημερολογιακά κ.ά. κείμενα της περιόδου συνιστούν μια μετάπλαση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας; 3. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να δούμε το νομοθετικό πλαίσιο μαζί με τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων, όπου π.χ. σε έναν τεκέ εκδίδονταν ανήλικα αγόρια; Πόσο μακριά άραγε βρίσκεται η ανδρική πορνεία από τη νομοθεσία περί αλκοόλ και τη γεωγραφία του άστεως; 4. Αναφέρει η Ασπράκη (σ. 35) πως «δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν δημοσιευμένα κείμενα της εποχής που να παρουσιάζουν την οπτική ομοφυλόφιλων ανδρών […]. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε προέρχονται από τον χώρο της λογοτεχνίας […]». Δεν θα είχε όμως ενδιαφέρον να δούμε τα δίκτυα που αναπτύσσονται, τους (έστω μη λογοτεχνικούς) λόγους και τις στρατηγικές σε επίπεδο καθημερινότητας από λογοτέχνες;
Ας το θέσουμε τώρα αλλιώς και προκλητικά: χρειαζόμαστε «κουήρ» ιστορίες. Τί σημαίνει αυτό; Μελέτες που να ιστορικοποιούν την επιθυμία (έστω δίπλα στις ποικίλες ταυτότητες), που να ανασύρουν νέο υλικό, ικανό να παραξενίσει και να ξεβολέψει πρώτα-πρώτα τον/την ιστορικό από δοσμένα ερμηνευτικά σχήματα, που να συμπλέκουν τα επιστημονικά πεδία, συνεισφέροντας στο καθένα εξ αυτών, αλλά και που να επαναπολιτικοποιούν την ιστοριογραφική πράξη. Παρότι το βιβλίο της Ασπράκη συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, ένα τέτοιο εγχείρημα στην ολότητά του δεν μπορεί να είναι παρά συλλογικό και ομαδοσυνεργατικό.