Μέχρι σήμερα, αυτή η στήλη έχει δείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για τα θέματα της οικονομίας, και ιδιαίτερα της οικονομικής θεωρίας η οποία συνδέεται άμεσα με την στρατηγική της Αριστεράς. Ευελπιστούμε αυτό να αλλάξει στο μέλλον, και με τη συμμετοχή όσων μας διαβάζουν και ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Σήμερα, κάνουμε την αρχή με δύο κείμενα μαρξιστών οικονομολόγων που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, και που το ένα γράφτηκε σε απάντηση του άλλου: του Ντίλαν Ράιλι, καθηγητή κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, και του Σεθ Άκερμαν (Seth Ackerman), διδάκτορα ιστορίας του πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης και μέλους της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού Jacobin. Συγκεκριμένα, ο Ράιλι, σχολιάζοντας την χρεοκοπία της τράπεζας Silicon Valey Bank, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο “Drowning in Deposits” [Το πνίξιμο από τις τραπεζικές καταθέσεις], το οποίο δημοσιεύτηκε στις 4 Απριλίου 2023 στο Sidecar, το blog του New Left Review (newleftreview.org/sidecar/posts/drowning-in-deposits). Σ’ αυτό άσκησε σκληρή κριτική σε εκείνους τους αριστερούς οικονομολόγους που, κατά την άποψή του, έχουν την ψευδαίσθηση ότι η κρατική παρέμβαση είναι αναγκαία και ικανή να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της δομικής καπιταλιστικής κρίσης. (Εδώ δημοσιεύουμε ένα τμήμα αυτού του κειμένου-ολόκληρο υπάρχει στην ιστοσελίδα μας). Δέκα μέρες αργότερα, στις 14 Απριλίου, ο Σεθ Άκερμαν έδωσε μια εξίσου σκληρή απάντηση στον Ράιλι, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Jacobin υπό τον τίτλο “Karl Marx Knew That the Struggle for Reforms Was Part of the Struggle for Socialism” [«Ο Καρλ Μαρξ γνώριζε ότι ο αγώνας για τις μεταρρυθμίσεις είναι μέρος του αγώνα για τον σοσιαλισμό»]. Διαβάζοντας τα δύο κείμενα, μπορεί να διαπιστώσει κανείς τις θεωρητικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο συγγραφέων, οι οποίες εν πολλοίς είναι και διαφορές αριστερών στρατηγικών, που- όπως γράφει το Jacobin προλογίζοντας το άρθρο του Άκερμαν-άπτονται, υπό μία έννοια, του γνωστού διλήμματος «μεταρρύθμιση ή επανάσταση».
Χ.Γο.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ντίλαν Ράιλι του New Left Review δημοσίευσε μια σύντομη, αιχμηρή πολεμική εναντίον των οπαδών του «νεο-καουτσκικού1» σοσιαλισμού-μια τάση με την οποία υποτίθεται ότι συνδέεται το Jacobin-που έχουν προσκολληθεί στα απατηλά οράματα των νέων Νέων Συμφωνιών (New Deals), «πράσινων ή άλλων».
Ο Ράιλι ήταν κατηγορηματικός: «Κανείς σοσιαλιστής δεν πρέπει να στηρίζει την εφαρμογή μιας "κλαδικής πολιτικής". Κάθε μελλοντική προσπάθεια Νέων Συμφωνιών θα είναι "αυτοκαταστροφική". Και όσοι/ες δεν το βλέπουν αυτό είναι θύματα ενός μοιραίου λάθους: δεν λαμβάνουν υπόψη τους "τη δομική λογική του κεφαλαίου"».
Λογικολόγοι2 του κεφαλαίου
Η νουθεσία του Ράιλι είναι μια υπενθύμιση της παράξενης διαδρομής που «η δομική λογική του κεφαλαίου» έχει διαγράψει τον τελευταίο ενάμιση αιώνα. Ο Καρλ Μαρξ ήταν, φυσικά, ο μεγάλος πρωτοπόρος αυτής της έννοιας. Το διανοητικό του εγχείρημα ήταν, σε όλη του τη ζωή, να αποκαλύψει τους εσωτερικούς «νόμους της κίνησης» του συστήματος και στη συνέχεια να ρωτήσει: Αν έχεις μια κοινωνία που ωθείται από μια τέτοια εσωτερική δυναμική, προς ποια κατεύθυνση είναι πιθανό να κινηθεί;
Οι απαντήσεις του σε αυτό το ερώτημα περιλάμβαναν σχεδόν πάντα την ύπαρξη κάποιου μηχανισμού εξ αιτίας του οποίου ο καπιταλισμός αποδεδειγμένα αυτοϋπονομευόταν ή προετοίμαζε το έδαφος για τον σοσιαλισμό: Ο ανταγωνισμός δημιουργούσε όλο και μεγαλύτερα εργοστάσια που απαιτούσαν έναν όλο και πιο πολύπλοκο σχεδιασμό της παραγωγής. Η συσσώρευση του κεφαλαίου προσέλκυε διάσπαρτους προλετάριους από την παγκόσμια ύπαιθρο και τους συγκέντρωνε σε πολυσύχναστες εργοστασιακές πόλεις, όπου μπορούσαν να ανακαλύψουν τα κοινά τους συμφέροντα και να οργανωθούν ενάντια στο σύστημα. Και ούτω καθεξής.
Για τον Μαρξ, η μεταρρύθμιση ήταν ένα ακόμα διαλεκτικό μπούμερανγκ. Ο καπιταλισμός ήταν αδύνατο να πάψει να παράγει κινήµατα που είχαν στόχο τη µεταρρύθμισή του. Αυτά τα κινήματα οδηγούσαν στην ενίσχυση της πολιτικής δύναμης και του αισθήματος αυτενέργειας της εργατικής τάξης, κάτι που για τον Μαρξ ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του συστήματος που δίνει φτυάρια τους νεκροθάφτες του.
Η κορυφαία περίπτωση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων στα γραπτά του Μαρξ ήταν ο αγγλικός νόμος για το δεκάωρο (στις διάφορες εκδοχές του), το αντικείμενο ενός μεγάλου κινήματος της εργατικής τάξης στην εποχή του Όουεν και των Χαρτιστών -«ένας τριακονταετής αγώνας που πραγματοποιήθηκε με αξιοθαύμαστη επιμονή», όπως ανέφερε ο Μαρξ στην εναρκτήρια ομιλία του στη Διεθνή Ένωση Εργατών, το 1864.
Και ήταν κατηγορηματικός για το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα: η μεταρρυθμιστική νομοθεσία που περιόρισε τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας ήταν μια συγκλονιστική επιτυχία. «Τα τεράστια σωματικά, ηθικά και πνευματικά οφέλη που αποκομίζουν οι εργοστασιακοί εργάτες, τα οποία καταγράφονται ανά εξάμηνο στις εκθέσεις των επιθεωρητών των εργοστασίων, αναγνωρίζονται πλέον από όλες τις πλευρές.»
Εκτός όμως από όλα αυτά, το κίνημα απέφερε και ένα άλλο μεγάλο όφελος. Καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα για το δεκάωρο, μια συνεχής αιχμή της επίθεσης των αστών συγγραφέων που αντιτάσσονταν στη μεταρρύθμιση ήταν ότι, αν η νομοθεσία ετίθετο σε ισχύ και εφαρμοζόταν, η αύξηση του κόστους παραγωγής θα προκαλούσε την οικονομική καταστροφή της βρετανικής βιομηχανίας - βλάπτοντας τους ίδιους τους εργάτες των εργοστασίων που είχε σκοπό να προστατεύσει.
Με άλλα λόγια, αν και μπορεί να μην χρησιμοποιούσαν αυτή τη φρασεολογία, οι αστοί αντίπαλοι του νόμου για τις δέκα ώρες εργασίας, προκειμένου να αποδείξουν το λάθος της μεταρρύθμισης, επικαλούνταν την δομική λογική του κεφαλαίου.
Για τον Μαρξ, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της αγωνιστικής κινητοποίησης για το δεκάωρο - ισάξιο με τις πραγματικές βελτιώσεις στην υγεία και την ευεξία των εργατών που επέφερε ο αντίστοιχος νόμος - ήταν ο τρόπος με τον οποίο απαξίωσε το συγκεκριμένο είδος κριτικής και δικαίωσε την ιδέα της «κοινωνικής παραγωγής που ελέγχεται από την κοινωνική διορατικότητα" ακόμη και στο πλαίσιο του αστικού τρόπου παραγωγής:
«Υπήρχε και κάτι άλλο που εξήρε τη συγκεκριμένη αξιοθαύμαστη επιτυχία αυτού του μέτρου για τους εργάτες. Με την παρέμβαση κάποιων διαβόητων επιστημόνων τους, όπως ο Δρ. Γιούρι, ο καθηγητής Σίνιορ και άλλοι σοφοί αυτού του είδους, η μεσαία τάξη είχε προβλέψει, και με μεγάλη ευκολία είχε αποδείξει, ότι οποιοσδήποτε νομοθετικός περιορισμός των ωρών εργασίας θα οδηγούσε στο θάνατο τη βρετανική βιομηχανία, η οποία, σαν τον βρικόλακα, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να ρουφά αίμα, και μάλιστα παιδικό αίμα...
Αυτός ο αγώνας για τον νομοθετικό περιορισμό των ωρών εργασίας ήταν ακόμα πιο σκληρός, γιατί, εκτός από τον τρόμο που προκαλούσε στους άπληστους αστούς, αφορούσε τη μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης, που αποτελούν την πολιτική οικονομία της μεσαίας τάξης, και στην κοινωνική παραγωγή που ελέγχεται από την κοινωνική πρόνοια, η οποία αποτελεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης.
Ως εκ τούτου, ο νόμος για το δεκάωρο δεν ήταν μόνο μια μεγάλη πρακτική επιτυχία∙ ήταν η νίκη μιας ιδέας∙ ήταν η πρώτη φορά που μπροστά στα μάτια όλων η πολιτική οικονομία της μεσαίας τάξης υπέκυψε στην πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης».
Αν, για τον Μαρξ, στο έπος του κινήματος για το δεκάωρο υπήρχε κάποια «δομική λογική του κεφαλαίου» αυτή αφορούσε την ενδημική τάση του κεφαλαίου να παράγει μεταρρυθμιστικά κινήματα ενάντια στον εαυτό του - και όχι, όπως ισχυρίζονταν οι «σοφοί επιστήμονες» της μεσαίας τάξης, την καταδίκη κάθε μεταρρυθμιστικού μέτρου ως μάταιου.
Η λογική του Κεφαλαίου, Τόμος 1
Ωστόσο, αν πατούσαμε το κουμπί και μεταφερόμασταν έναν αιώνα μετά [από τότε που ψηφίστηκε ο νόμος για την δεκάωρη εργασία], θα διαπιστώναμε ότι αυτές οι θεωρητικές απόψεις είχαν αλλάξει ριζικά.
Στα μέσα του εικοστού αιώνα, οι πολιτικές οικονομίες του βιομηχανικού κόσμου είχαν μετασχηματιστεί από μορφές κρατικής παρέμβασης, που ο Μάρξ και οι σύντροφοί του στη Διεθνή Ένωση Εργατών δύσκολα θα μπορούσαν να διανοηθούν. Ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας είχε εθνικοποιηθεί. Οι μισθοί καθορίζονταν με εθνικές συλλογικές συμβάσεις. Τα τραπεζικά συστήματα που ελέγχονταν από το κεφάλαιο βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των εθνικών κεντρικών τραπεζών, οι οποίες ήταν πλέον υπόλογες στα υπουργεία Οικονομικών που, με τη σειρά τους, λογοδοτούσαν σε κοινοβούλια εκλεγμένα με καθολική ψηφοφορία. Οι κυβερνήσεις, δεσμευμένες στην επίτευξη της πλήρους απασχόλησης, συγκρατούσαν τα ποσοστά ανεργίας σε επίπεδα που κάποτε θεωρούνταν ανέφικτα.
Ορισμένοι διανοούμενοι της δεξιάς πτέρυγας του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος -νέο-αναθεωρητές, όπως ο βρετανός συγγραφέας και πολιτικός Άντονι Κρόσλαντ- είχαν αρχίσει να υποστηρίζουν ότι σε εκείνην τη νέα εποχή της πλήρους απασχόλησης και της απρόσκοπτης οικονομικής διαχείρισης, ο καπιταλισμός είχε πάψει να είναι καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα δεν χρειαζόταν πλέον να πιέζει για κάποιον μεγαλύτερο μετασχηματισμό, αλλά για μια αέναη σειρά επιμέρους μεταρρυθμίσεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, στις δεκαετίες του '60 και του '70, οι συνειδητοί «επαναστάτες» συγγραφείς της Αριστεράς χρησιμοποίησαν την έννοια της «δομικής λογικής του κεφαλαίου» ως όπλο στη μάχη κατά του νέου αναθεωρητισμού.
«Αν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να εξασφαλίσει, με ή χωρίς κυβερνητική παρέμβαση, τη διαρκή μεγέθυνση και την πλήρη απασχόληση, τότε το σημαντικότερο επιχείρημα για την υιοθέτηση της επαναστατικής σοσιαλιστικής θεωρίας καταρρέει», έγραφε ο Ντέιβιντ Γιάφε, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του ρεύματος της «λογικής του κεφαλαίου» στον χώρο του θεωρητικού μαρξισμού, σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1973.
Ήταν επομένως ζωτικής σημασίας να υπάρξουν επιχειρήματα που θα έδειχναν γιατί η συγκεκριμένη σταθεροποίηση ήταν αδύνατη, και αυτό έγινε - σε έργα συγγραφέων όπως ο Πωλ Μάτικ και ο Ρομάν Ροσντόλσκι - με την ανάσυρση από τη σχετική αφάνεια μιας πρότασης που θα μπορούσε να την βρει κανείς σε διάσπαρτα αποσπάσματα των ογκωδών οικονομικών συγγραμμάτων του Μαρξ, αλλά που μέχρι τότε, μόνο περιστασιακά είχε απασχολήσει τους μαρξιστές: την ιδέα της νομοτελειακής πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.
Οι επιφανείς υπερασπιστές της μαρξιστικής ορθοδοξίας του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα, κυρίως ο Καρλ Κάουτσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, είχαν απορρίψει τις θεωρίες της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στις σπάνιες περιπτώσεις που ένιωσαν την ανάγκη να αναφερθούν σε αυτές, και σίγουρα δεν πίστευαν ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να έχει έναν κεντρικό ρόλο στη μαρξιστική θεωρία των κρίσεων. (Η Λούξεμπουργκ ήταν ιδιαίτερα καυστική στον τρόπο με τον οποίο απαξίωνε την συγκεκριμένη άποψη. Απαντώντας σε έναν ένθερμο οπαδό τής εν λόγω θεωρίας, ο οποίος είχε σχολιάσει, σε μια γερμανική εφημερίδα, το βιβλίο της Η συσσώρευση του κεφαλαίου, είχε γράψει: «Θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός ακόμη μέχρι να καταρρεύσει ο καπιταλισμός λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους - περίπου μέχρι να σβήσει ο ήλιος»).
Αλλά από τη δεκαετία του 1970, ο ιερός κανόνας της θεωρίας της πτωτικής τάσης του κέρδους έχει καταστεί, στο corpus του ορθόδοξου μαρξισμού, ένα είδος «επινοημένης παράδοσης». Η κεντρική θέση που κατέχει στο πάνθεον των μαρξιστικών ιδεών, αν και γενικά θεωρείται αρχέγονη, δεν υπερβαίνει λίγες δεκαετίες, και η λειτουργία του ήταν πάντα ιδεολογική: να καταδείξει τη ματαιότητα, τη διαστρέβλωση, ή τον κίνδυνο των σοσιαλδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.
Σε ένα επόμενο άρθρο θα αναφερθώ πιο διεξοδικά στις διάφορες θεωρίες για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους -συμπεριλαμβανομένης και της νέας εκδοχής τους την οποία έχει αναπτύξει ανέπτυξε ο οικονομικός ιστορικός του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Λος Άντζελες (UCLA), Ρόμπερτ Μπρένερ, η οποία τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια η οποία είναι περίπου η βασική θεωρία του New Left Review.
Αρκεί να πούμε ότι η επίκληση της άποψης του Μπρένερ από το New Left Review, προκειμένου να μας προειδοποιήσει ότι η «δομική λογική του κεφαλαίου» καθιστά κατά κάποιο τρόπο μάταια τα μέτρα για την προώθηση των πράσινων τεχνολογιών, λόγω της «μαζικής επιδείνωσης των προβλημάτων από την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε παγκόσμια κλίμακα», αποκαλύπτει το ρητορικό δίλημμα μιας «αντιμεταρρυθμιστικής» Αριστεράς, ο αγώνας της οποίας ενάντια στον αναχρονισμό την έχει ωθήσει να ανάγκασε να γυρίσει τον Μαρξ ανάποδα, [με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω].
Σεθ Άκερμαν
Να αντιπαρατεθούμε στη λογική του κεφαλαίου
του Ντίλαν Ράιλι
Θέλουμε να απευθυνθούμε με ξεκάθαρο τρόπο σ’ εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «νεο-καουτσκικό3». Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με τις αντίστοιχες των Κλίντον και Ομπάμα. Έχει μια αντι-νεοφιλελεύθερη πτέρυγα που με μεγάλη προθυμία θα χρησιμοποιούσε την κρατική εξουσία για να ρυθμίσει τον «ιδιωτικό τομέα» (αυτόν το ιδιότυπο νεολογισμό χρησιμοποιούν οι «υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής» όταν αναφέρονται στο κεφάλαιο). Ορισμένα από τα μέλη αυτής της κυβέρνησης θα ήθελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο με την πραγματοποίηση άμεσων δημόσιων επενδύσεων. Η ειλικρινής επιθυμία τους είναι να δημιουργήσουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και να πρασινίσουν την οικονομία. Υπάρχουν πολλοί στην αμερικανική Αριστερά που επικρίνουν το πρόγραμμα του Μπάιντεν για τους πολιτικούς συμβιβασμούς και την ατολμία του. Αλλά πόσο αυτό διαφέρει, στην πραγματικότητα, από τις διάφορες αντιλήψεις περί «ενδιάμεσων σταδίων μετάβασης» οι οποίες είναι πολύ συνηθισμένες μεταξύ εκείνων που αντιλαμβάνονται την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού ως μια επικαιροποιημένη Νέα Συμφωνία (New Deal); Όχι πολύ, αν εξαιρέσουμε την εμπορική ονομασία.
Το πρόβλημα είναι ότι ούτε η κυβέρνηση Μπάιντεν, ούτε οι νεο-καουτσκιστές έχουν μια αξιόπιστη απάντηση απέναντι στη δομική λογική του κεφαλαίου. Φανταστείτε, για τις ανάγκες της συζήτησης, ότι τα Bidenomics στην πιο φιλόδοξη μορφή τους επιτύγχαναν τον στόχο τους. Τι ακριβώς θα σήμαινε αυτό; Πάνω απ' όλα θα οδηγούσε στην μετεγκατάσταση στη χώρα μας της βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας στον τομέα της κατασκευής ημιαγωγών (τσιπ) και της πράσινης τεχνολογίας. Αλλά αυτή η διαδικασία θα εκτυλισσόταν σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο στο οποίο όλες οι άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις θα προσπαθούσαν δυναμικά να κάνουν λίγο πολύ το ίδιο πράγμα. Η συνέπεια αυτής της ταυτόχρονης προσπάθειας για την ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου θα ήταν μια μαζική επιδείνωση των προβλημάτων πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα να ασκηθεί έντονη πίεση στις αποδόσεις αυτού του ίδιου του ιδιωτικού κεφαλαίου που «συνωστίστηκε σε έναν μικρό χώρο» από «ειδικής διαπραγμάτευσης» κλαδικές πολιτικές.
Πώς θα μπορούσε να αντιδράσει η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτήν τη συγκυρία; Η αντίδραση θα ήταν πιθανότατα μια αύξηση της κρατικής στήριξης, η οποία θα μπορούσε να έχει τη μορφή χρηματικής ενίσχυσης που θα οδηγούσε σε φούσκες περιουσιακών στοιχείων (αυτό που ο Ρόμπερτ Μπρένερ έχει χαρακτηρίσει "bubblenomics"), ή σε παροχή άμεσων εγγυήσεων για την αύξηση της κερδοφορίας. Κάτι τέτοιο, όμως, θα επιδείνωνε το φαινόμενο του «πολιτικού καπιταλισμού»4. Δηλαδή, οι άμεσοι πολιτικοί μηχανισμοί θα γίνονταν όλο και πιο απαραίτητοι για την παραγωγή κερδών.
Ποια είναι η κατάλληλη απάντηση σε αυτό το δίλημμα από τη σκοπιά μιας εξανθρωπισμένης κοινωνίας; Το βασικό ζητούμενο είναι κανείς σοσιαλιστής να μην υποστηρίξει την εφαρμογή μιας «κλαδικής πολιτικής» οποιουδήποτε είδους, ούτε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τις αυτοκαταστροφικές Νέες Συμφωνίες (New Deals), πράσινες ή άλλες. Αυτό που χρειάζεται ο πλανήτης και η ανθρωπότητα είναι μαζικές επενδύσεις σε δραστηριότητες χαμηλής κερδοφορίας και παραγωγικότητας: στη φροντίδα, την εκπαίδευση και την περιβαλλοντική αποκατάσταση. Το κεφάλαιο είναι ανίκανο να το κάνει αυτό. Αυτό που το ενδιαφέρει είναι η «αξία», την οποία δύσκολα παράγουν οι συγκεκριμένοι τομείς. Ο πραγματικός λόγος είναι προφανής: ούτε η υγεία, ούτε ο πολιτισμός, ούτε το περιβάλλον μπορούν να είναι καλά εμπορεύματα. Αυτό σημαίνει ότι, όπως είχε ήδη διαπιστώσει ο Όσκαρ Λάνγκε τη δεκαετία του 1930, οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις δεν είναι λειτουργικές. Οι επιτελικές μονάδες της οικονομίας -την περίοδο αυτή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα- πρέπει να αφαιρεθούν πάραυτα από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Οποιαδήποτε άλλη στρατηγική θα οδηγήσει είτε στο αδιέξοδο που προαναφέρθηκε είτε σε μαζική φυγή κεφαλαίων. Στις σημερινές συνθήκες, τα ημίμετρα είναι ένας αυτοαναιρούμενος παραλογισμός. Πρέπει να αποκαλυφθεί ότι οι φλυαρίες για Νέες Συμφωνίες και η «ρουσβελτολογία»5 το μόνο που κάνουν είναι να εμποδίζουν την επίτευξη του σοσιαλισμού.
Σημειώσεις του Επιμελητή:
1. Ο όρος αναφέρεται στην αναβίωση του σοσιαλισμού του Κάρλ Κάουτσκι, επιφανούς θεωρητικού της Δεύτερης Διεθνούς, και αντιπάλου του μπολσεβικισμού και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Για τους επαναστάτες σοσιαλιστές, ο «καουτσκισμός» είναι συνώνυμος του «δεξιού αναθεωρητισμού» (βλ. και την μπροσούρα του Λένιν Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι).
2. Λογικολόγος είναι ο/η θεωρητικός της επιστήμης της Λογικής. Το βιβλίο η Επιστήμη της Λογικής κατέχει περίοπτη θέση στο έργο του γερμανού φιλόσοφου Γκέοργκ Χέγκελ.
3. βλ. παραπάνω υποσημείωση (1).
4. Κατά τον οικονομολόγο Ράνταλ Χόλκομπ (Randall Holcombe), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Φλόριντα, «πολιτικός καπιταλισμός είναι το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ συνεργάζονται προς αμοιβαίο όφελος».
5. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις κεϋνσιανές πολιτικές του αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ, που εφαρμόστηκαν από το 1933 ως το 1939, στο πλαίσιο της Νέας Συμφωνίας (New Deal).