Μια γυναίκα καταδικασμένη να μην βρίσκει πραγματική γαλήνη ανάμεσα στους ζωντανούς, όντας μια δυσαρμονική πλην γοητευτική παραφωνία για την ύπαρξή τους. Μια γυναίκα που απλώνει με τη φωνή της παράδοξες μελωδίες και σκοπούς γλυκούς, μα συνάμα θανατερούς. Αυτή είναι η ιστορία της Βενέμπρας στην ομώνυμη περφόρμανς για φωνή, βιόλα και κιθάρα που επαναλαμβάνεται για 6 μόνο παραστάσεις, από 1 ως 16 Νοεμβρίου, στις 9μμ, στο ΠΛΥΦΑ (κτίριο 7Γ).
Η ηθοποιός Κλεοπάτρα Μάρκου, ο βιολίστας Μιχάλης Καταχανάς και ο κιθαρίστας Βασίλης Τζαβάρας συμπράττουν με τον Κωστή Καλλιβρετάκη προσεγγίζοντας τους μύθους των γυναικών που με τη φωνή και τα τραγούδια τους έσπερναν (ή προέβλεπαν;) τον θάνατο.
Η «Βενέμπρα» είναι εμπνευσμένη από το διήγημα «Γυναίκες που τραγουδούν αποχαιρετισμούς» του Χρυσόστομου Τσαπραῒλη, το οποίο βρίσκεται στη συλλογή με διηγήματα του ίδιου και χαρακτικά του Φώτη Βάρθη «Γυναίκες που επιστρέφουν» (εκδόσεις Αντίποδες, 2020). Όπως αναφέρουν οι συντελεστές της περφόρμανς, κοινή αφετηρία και των δύο δημιουργών αποτελούν εννέα παραλογές της δημοτικής παράδοσης, εννέα πρόσωπα γυναικών που βρίσκονται σε οδυνηρές καταστάσεις, απειλητικές και απόκοσμες δημιουργώντας «μια νέα αφήγηση του πόνου των γυναικών που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν». Η ιδέα για το αρχικό διήγημα προήλθε από την παραλογή της Προποντίδας «Κοράσιν ετραγούδαγε» και από τη μυθολογική αχλή γυναικών που το τραγούδι τους είναι θανάσιμο (Σειρήνες, Banshees).
Λίγο μετά την πρεμιέρα της παράστασης, η ηθοποιός Κλεοπάτρα Μάρκου μιλά στην Εποχή για την ιστορία της Βενέμπρας, τη βία του πολέμου και τις «φωνές» που ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα.
.jpg)
Η Βενέμπρα είναι μια γυναίκα που γεννήθηκε μέσα στη δίνη ενός πολέμου και κατάφερε να επιβιώσει από αυτόν. Ποια βιώματα την στιγμάτισαν περισσότερο και γιατί;
Η Βενέμπρα είναι γέννημα και θρέμμα ενός πολέμου, από τον οποίο κατάφερε να επιβιώσει και να κρατηθεί στη ζωή «κολλώντας το στόμα της πάνω σε μια ρώγα από όπου ανάβλυζε μαύρο γάλα». Γαλουχήθηκε δηλαδή με τη δυστυχία και τη βία του πολέμου. Και το βίωμα αυτό, όπως και των πολέμων που θα ακολουθήσουν –γιατί ο πόλεμος κι ο θάνατος δεν έχουν τελειωμό– καθώς και κάθε είδους δυστυχία, την κάνουν να μετουσιώνει ερήμην της όλα τα βίαια ερεθίσματα που βλέπει κι ακούει στο φυσικό και ανθρώπινό της περιβάλλον σε απόκοσμους ήχους ή σε τραγούδι, απλώνοντας παράξενες μελωδίες, γλυκές μα κι απόκοσμες που σκορπούν τον θάνατο. Με έναν τρόπο, υπάρχει ως μια ζωντανή αντανάκλαση του περιβάλλοντός της, από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, γιατί ζει και αναπνέει εντός του, αποτελώντας κι η ίδια μέρος αυτού του φαύλου κύκλου αίματος και βίας, όπου ο θύτης και το θύμα έχουν το ίδιο πρόσωπο. Δεν μαθαίνουμε ποτέ αν η ίδια προκαλεί τον θάνατο ή είναι προπομπός του.
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση του έργου;
Καταρχάς οφείλω να πω ότι η καλλιτεχνική συνύπαρξη με τον Κωστή Καλλιβρετάκη, τον Μιχάλη Καταχανά και τον Βασίλη Τζαβάρα είναι από τις πιο ευτυχείς συναντήσεις. Εξαρχής εγκαθιδρύθηκε μια εμπιστοσύνη, άνευ προηγουμένου, η οποία διαφέντευε όλη τη δημιουργική διαδικασία, δημιουργώντας μια αβίαστη ροή, μαλακότητα και συνάμα ελευθερία στο πώς συμπληρώναμε μουσικά το σύμπαν της ιστορίας, με τρία διαφορετικά όργανα, φωνή, βιόλα, κιθάρα -λούπες- με πειραματισμούς και αυτοσχεδιασμούς, πάντα όμως εντός καθαρών πλαισίων μιας δραματουργίας και γραμμής, από πλευράς Κωστή, που αποτελούσαν τους φάρους μας. Φτιάχτηκε λοιπόν κάτι σαν οδικός χάρτης, όπου ξετυλίγονται ηχητικά θραύσματα, ανθρώπινων και μη, διακροτήματα, λέξεις και νότες που πότε συμπλέουν, πότε συγκρούονται και πότε μεταμορφώνονται σε ηχοτοπία και τραγούδια διαφόρων καταγωγών, που είναι οι «αποχαιρετισμοί» της Βενέμπρας, δεδομένου ότι την βλέπουμε σε μια διαρκή μετακίνηση, αλλάζοντας συνεχώς τόπους, λαλιές και πάνω σε καράβια, σε θάλασσες μακρινές και κρύες.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από το διήγημα «Γυναίκες που τραγουδούν αποχαιρετισμούς». Τελικά, η ηρωίδα καταφέρνει να αποχαιρετήσει την παλιά της ζωή;
Θα ήθελε να «αποχαιρετήσει» αυτόν τον κυκλισμό, ωστόσο δεν αποχαιρετά καμία «παλιά» ζωή, γιατί ακριβώς δεν μπορεί να ξεφύγει από την ανθρώπινη μήτρα, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια συνεχίζει και γεννοβολά τη βία...
Κατά ποιο τρόπο το έργο συνδιαλέγεται με το σήμερα;
Μέχρι σήμερα το ανθρώπινο είδος δεν έχει επιδείξει κάποια ανατρεπτική πρόοδο, δεν έχει σπάσει τα δεσμά του φαύλου κύκλου καταστροφής και βίας, υπήρξαν ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα στον ρου της ιστορίας, μη ικανά όμως να εγκαθιδρύσουν μια νέα κατάσταση στη συνειδητότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Όπως βλέπουμε καθημερινά να επαληθεύεται, η ιστορία επαναλαμβάνεται , αλλάζουν μόνο τα νούμερα, τα ονόματα, τα χρώματα, οι αφορμές.
Ποιο είναι το ηχηρότερο μήνυμα που θα θέλατε να μεταδώσετε ως καλλιτέχνιδα σε μια περίοδο που έχει ξεσπάσει ένας νέος πόλεμος με τα περισσότερα θύματα να είναι γυναίκες και παιδιά;
Δεν έχω να μεταδώσω κανένα μήνυμα, καθ’ ότι είμαι πολύ μουδιασμένη απέναντι σε όλο αυτό. Περισσότερο γιατί επιτρέπουμε «να μας κυβερνάνε οι φαύλοι», δίνουμε την έγκριση μας, (ενεργητικά ή με την παράλειψη, συνειδητά ή ασυνείδητα) σε κάποιες «φωνές» να ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα, χωρίς ωστόσο εμείς να αναλαμβάνουμε τη δική μας ευθύνη. Με θυμώνει και με κάνει να ντρέπομαι που δεν ακούμε, που δεν διακρίνουμε το ψέμα από την αλήθεια, που δεν «τελούμε την πράξη» –για να χρησιμοποιήσω και τα λόγια της Αντιγόνης– τη στιγμή που βιώνουμε την παραβίαση ανώτερων συμπαντικών νόμων. Θύματα δεν είναι μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά, αλλά κι όλοι εμείς που παραμένουμε στη ζωή, οι «εκλιπόντες» με έναν άλλον τρόπο, θύματα και θύτες ταυτόχρονα. Το συλλογικό τραύμα είναι τόσο βαθύ και σαν την Λερναία Ύδρα έχει πολλά κεφάλια. Ας μοχθήσουμε κι ας σκάψουμε λίγο βαθιά κι εμείς για να φανερωθούν ρανίδες φωτός μέσα σε αυτό το έρεβος.